Έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από τότε που οι 1000MODS ξεκίνησαν την ξέφρενη πορεία τους από το Χιλιομόδι της Κορινθίας με το υπέρλαμπρο Super Van Vacation να βάζει φωτιά στα ηχεία των απανταχού ηδονιστών του ήχου της ερήμου. Έκτοτε ακολουθούν μια πορεία σταθερά ανοδική με πειστικά άλμπουμ σαν το Vultures και το Repeated Exposure to… και συνεχείς περιοδείες ανά την Ευρώπη, την Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο, γεγονός που τους έχει αναδείξει δικαίως ως μια από τις σημαντικότερες και ποιοτικότερες μπάντες της γενιάς τους. Με αφορμή λοιπόν την επικείμενη τους εμφάνιση στον Floyd, ακούσαμε ένα προς ένα τους δίσκους τους από την αρχή, προχωρώντας παράλληλα σε μια ψύχραιμη αποτίμηση.
Επιμέλεια αφιερώματος: Πάνος Δρόλιας
Super Van Vacation (CTS Productions, 2011)
Κάποτε θα μιλούσαμε για ένα υπερατλαντικό ταξίδι μερικών ημερών, εβδομάδων ίσως και μηνών. Πλέον όμως η απόσταση από το Palm Desert μέχρι την Κόρινθο δεν είναι παρά ένα τσιγάρο δρόμος. Και αυτό γιατί η ελληνική σκηνή έχει φροντίσει να μικρύνει τις αποστάσεις με την παραδοσιακή stonerομάνα της Νότιας Καλιφόρνια. Πως; Στο Χιλιομόδι της Κορίνθου εδώ και κάμποσο καιρό έχει ανοίξει ένα καινούργιο αποστακτήριο. Μόνο που εκτός από whiskey εκλεκτής ποιότητας παράγει και βενζίνη που φημίζεται τόσο για την υψηλή περιεκτικότητα της σε οκτάνια μεθυστικής stoner-ικής ψυχεδέλειας όσο και για την ικανότητα της να μεταμορφώνει ακόμα και ένα απλό βανάκι σε τουρμποκίνητο διαστημόπλοιο που σαρώνει στο διάβα του τα ηχεία και τα σανίδια των ανυποψίαστων μουσικών σκηνών. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας «μεταμόρφωσης» αποτελεί το σούπερ βανάκι των 1000mods που πραγματοποιεί υψηλές πτήσεις κουβαλώντας μέσα του εκτός από περίσσεια stoner-ική ψυχεδέλεια, όλη την καυτή ανάσα του Palm Desert μαζί με τόνους rock ‘n’ roll ιδρώτα και στάχτης από αμέτρητα καμένα συναυλιακά σανίδια.
Τα δύο εξαιρετικά EPs αλλά και ο βομβαρδισμός από καταιγιστικές live εμφανίσεις ήταν σαφή δείγματα πως οι 1000mods διέθεταν το απαραίτητο ταλέντο και την όρεξη για να εκτοξεύσουν το όνομα τους πέραν των στενών underground ορίων. Αυτό που χρειαζόταν απλώς ήταν να το πιστοποιήσουν και με ένα full–length album. Το Super Van Vacation υπήρξε η απόδειξη που περιμέναμε τόσο καιρό και ταυτόχρονα η απόλυτη δικαίωση των κόπων και της σκληρής δουλειάς της μπάντας από την πρώτη μέρα της δημιουργίας της. Θέλετε και το ακόμα καλύτερο; Πάνω απ’ όλα πρόκειται για ένα εντυπωσιακό album που σε μαγνητίζει από το πρώτο κιόλας άκουσμα του. Τι κι αν οι επιρροές από πρωτομάστορες του είδους σαν τους Kyuss, τους Colour Haze και φυσικά τους αγέραστους Nightstalker είναι όχι απλά εμφανείς αλλά αποτελούν και το σήμα κατατεθέν της μπάντας; Εκείνο που πραγματικά σε συνεπαίρνει δεν είναι άλλο από το εκρηκτικό όσο και μερακλήδικο μίγμα από υψηλές ποσότητες αιθυλικής αλκοόλης (γνωστής και ως stoneroαλκοόλας), βρώμικα και χαμηλοκουρδισμένα rock ‘n’ roll riffs και υπερτσιτωμένες μπασογραμμές καθώς και μια μεθυστική desert ψυχεδέλεια που όσο περισσότερο τριπάρεις μαζί της σε κάνει να νιώθεις ότι καίγεσαι καταμεσής της φλογισμένης ερήμου της La Quinta. Φυσικά όλο αυτό το εκρηκτικό μίγμα γίνεται ακόμα πιο ελκυστικό μέσα από την άψογη παραγωγή που φέρει την υπογραφή του μαγικού χεριού του γνωστού και μη εξαιρετέου Billy Anderson, η οποία μεταξύ άλλων αναδεικνύει και τον έντονο live χαρακτήρα που κυριαρχεί σε συνθέσεις του album σαν τα “7 Flies”, “El Rollito”, “Navy in Alice” και “Set You Free” καθώς και σε εκείνες όπου η desert ψυχεδέλεια χτυπά κυριολεκτικά κόκκινο όπως τα καταπληκτικά “Road to Burn” και “Vidage”.
Συνολικά, το Super Van Vacation είναι ένα album που φέρει φαρδιά πλατιά την γνήσια σφραγίδα υψηλής stoner-ικής ποιότητας και τιμιότητας. Μπορεί μεν ο ήχος του να μην διακρίνεται για την πρωτοτυπία του ωστόσο το πάθος και η ενέργεια που αναβλύζει μέσα από τις εθιστικές του συνθέσεις ενδείκνυται για όσους αναζητούν μετά μανίας αξέχαστες desert συγκινήσεις. Που να τρέχετε μέχρι το Palm Desert; Κάντε μια βόλτα μέχρι το Χιλιομόδι της Κορίνθου. Προσοχή μονάχα στα τρελά και παλαβά βανάκια που τρέχουν συνέχεια με τσιτωμένα τα γκάζια…
Vultures (The Lab Records, 2014)
Θέλει αρκετή τόλμη και μαγκιά για να ξεπεράσεις τα όρια που ο ίδιος έχει βάλει στον εαυτό σου. Οι 1000MODS τα κατάφεραν ομολογουμένως περίφημα όταν μετά από ένα πετυχημένο σερί με τα Blank Reality και Liquid Sleep ΕPs, όπου φανέρωσαν περίτρανα το ταλέντο τους, κέρδισαν δικαιωματικά την πανηγυρική αποθέωση με ένα ντεμπούτο άλμπουμ που έβαλε για τα καλά το Χιλιομόδι της Κορίνθου στον παγκόσμιο χάρτη του desert/stoner rock.
Επανερχόμενο με το Vultures, το τετραμελές συγκρότημα από το Χιλιομόδι ουσιαστικά επαναπροσδιορίζει τα όρια του αντικρίζοντας κατάματα το μουσικό του είδωλο μέσα από ένα πρίσμα επιταχυνόμενης ωριμότητας και ανεξάντλητης αυτοπεποίθησης. Πιο μεστές και συμπτυγμένες σε διάρκεια συνθέσεις, ακόμα περισσότερα fuzzy ηχοχρώματα και γενικώς τα πάντα μοιάζουν να κινούνται γύρω από μια πιο rock ‘n’ roll αισθητική. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι έχει μπει σε πλήρη απομόνωση το τρανό ψυχεδελικό μοτίβο του Super Van Vacation. Ίσα ίσα εξελίσσεται ξανά σε βασική συνισταμένη του ήχου ανεβάζοντας σε καίρια σημεία τα επίπεδα τριπαρίσματος όσο και την γενικότερη ποιοτική στάθμη του άλμπουμ. Στον αντίποδα, αξιοπρόσεκτη είναι και η πρόοδος στον τομέα των riffs, τα οποία, αν και δεν αποτινάσσουν ούτε και απαξιώνουν πλήρως τις επιρροές από τους KYUSS, LOWRIDER και άλλες επιφανείς stoner-ικές μπάντες, δείχνουν να οικοδομούν έναν πιο ξεκάθαρο προσωπικό προσανατολισμό με σκοπό προφανώς αυτός να τελειοποιηθεί αλλά και να εδραιωθεί στα επόμενα δισκογραφικά βήματα της μπάντας.
Όλα τα συγκεκριμένα στοιχεία βεβαίως δηλώνουν “παρών” με χαρακτηριστικό τρόπο σε κομμάτια όπως το “Low”, το οποίο αντικατοπτρίζει όλη την ενέργεια και τον χαρακτήρα του άλμπουμ, όντας όσο βαβουριάρικο και εθιστικό χρειάζεται ώστε να μην ξεκολλήσει με τίποτα από το μυαλό σου, ενώ άριστες εντυπώσεις αφήνουν επίσης τόσο το blues κρεσέντο του “She” όσο και η ψυχεδελική αύρα και τα fuzzy ξεσπάσματα των “Horses’ green” και του instrumental-ικού “Reverb of the new world”, το οποίο αποτελεί ένα τέλειο crossover ανάμεσα στους πρώιμους MONSTER MAGNET και τους COLOUR HAZE.
Αν και κατά την ταπεινή μου γνώμη το Vultures βρίσκεται ένα κλικ πιο κάτω σε σχέση με το Super Van Vacation, δεν παύει να αποτελεί ένα ιδιαίτερα απολαυστικό άλμπουμ που διακρίνεται για την ενέργεια, τον ενθουσιασμό όσο και την μεστότητα που βγάζει και στα 38 λεπτά της διάρκειας του. Κυρίως όμως πρόκειται για ένα δίσκο που ανεβάζει ακόμα ψηλότερα τον πήχη των προσδοκιών εν όψει των μελλοντικών κινήσεων των 1000MODS, αντιπροσωπεύοντας επάξια όλα όσα πρέπει να διαθέτει ένα stoner-ικό συγκρότημα της σύγχρονης εποχής.
Related Exposure to… (Ouga Booga and the Mighty Oug Recordings, 2016)
Σιχαίνομαι την λέξη απαίτηση στη μουσική. Κρύβει πίσω της έναν δονκιχωτισμό και μια διεστραμμένη έπαρση που σε κάνει να νομίζεις ότι μπορείς να μπεις στα παπούτσια της κάθε μπάντας και μάλιστα να γράψεις εκείνο το άλμπουμ που σε χρόνο-ρεκόρ θα εκτοξεύσει την καριέρα της σε mainstream επίπεδα. Συνεπώς, θα πω απλά πως οι προσδοκίες μου για το συγκεκριμένο άλμπουμ των 1000MODS ήταν μεγάλες. Εξάλλου, όταν έχεις ήδη στο ενεργητικό σου δυο δισκάρες, έχεις οργώσει την Ευρώπη μεγαλώνοντας συνεχώς το όνομα σου και τιγκάρεις κάθε συναυλιακό χώρο που υπάρχει στην Ελλάδα, ξέρεις ότι το τρίτο σου άλμπουμ είναι εκείνο όπου είτε θα κάνεις το πραγματικό σου ξεπέταγμα είτε θα φας τα μούτρα σου στην άσφαλτο.
Από το πρώτο κιόλας άκουσμα του Related Exposure to… η βελτίωση είναι φανερή σε όλα τα επίπεδα. Στην παραγωγή που είναι η πιο καθαρή και συνάμα η πιο δυνατή μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο (το mastering ανήκει στον γνωστό και μη εξαιρετέο Brad Boatright), στις φωνητικές μελωδίες του Δάνη που είναι σαφέστατα πιο δουλεμένες και λιγότερο ακοντρολάριστες απ’ ότι στο παρελθόν, και φυσικά στις εντυπωσιακές κιθάρες, οι οποίες ακολουθούν μια ενδιάμεση οδό ανάμεσα στην εθιστική ψυχεδέλεια του Super Van Vacation και την πιο heavy rock προσέγγιση του Vultures, συγκεράζοντας συγχρόνως ορισμένες από τις κύριες επιρροές που συνοδεύουν το Χιλιομοδίτικο συγκρότημα από το ξεκίνημα της καριέρας του.
Η ευλαβική προσήλωση στην ουσία είναι επιμερισμένη ισόποσα και στις οκτώ συνθέσεις του Related Exposure to… Η τριάδα των “Above 179”, “Electric carve” και του βαρύγδουπου “On a stone” αντιπροσωπεύουν, δίχως αμφιβολία, την πιο rock ‘n’ roll και fuzzy πλευρά του δίσκου, ενώ είμαι πεπεισμένος πως το “A.W.” γράφτηκε αποκλειστικά για να κάνει τα ηχεία και τα κορμιά στις πρώτες σειρές των συναυλιών των 1000MODS να ιδρώνουν μανιασμένα πάνω από το πυρετώδες groove του. Στην αντίπερα όχθη, η αρμονική εξισορρόπηση των πραγμάτων βρίσκει ακόμα πιο ξεκάθαρη έκφραση στα μακρόσυρτα κομμάτια. Μολονότι το “The Son” φαντάζει στα αυτιά μου ως η λιγότερο εντυπωσιακή σύνθεση του άλμπουμ, είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο διατηρούν τον αυτοέλεγχο και τον προσανατολισμό τους στα “Loose” και “Groundhog Day”, απομονώνοντας κάθε ίχνος εμμονικής φλυαρίας, ανεβάζοντας στροφές με υπολογισμένη μεθοδικότητα και γκαζώνοντας εν τέλει όσο χρειάζεται ώστε να σε κάνουν να χάσεις την γη κάτω από τα πόδια σου. Ένα χάσιμο που ολοκληρώνεται θριαμβευτικά μέσα από την επαναλαμβανόμενη έκθεση στο ζαλιστικό ξόρκι του “Into the Spell”, η οποία είναι υπεραρκετή για να σε βάλει να μετρήσεις έναν προς έναν τους χιλιάδες ηχοκόμβους του γαλαξία.
Με την έμπνευση να βαράει κόφτες και κάθε νότα να αποτελεί μέρος ενός συμπλέγματος που διακρίνεται για τη μεστότητα και την ισορροπία του, δύσκολα μπορείς να εντοπίσεις κάποιο πραγματικό ψεγάδι στο Related Exposure to… Θαρρώ, ωστόσο, πως η ιδιαιτερότητα του δεν περιορίζεται μονάχα στην συμπύκνωση όλων των παραπάνω στοιχείων, αλλά επαφίεται κυρίως στο γεγονός ότι για πρώτη φορά οι 1000MODS επιβάλλουν τόσο ολοκληρωτικά τη δική τους μουσική προσωπικότητα. Πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για κάτι που θυμίζει (ή αντιγράφει για τους πιο κακεντρεχείς) συγκροτήματα σαν τους COLOUR HAZE ή τους KYUSS, αλλά για έναν ήχο που φέρει την εκκωφαντική σφραγίδα του τιμημένου Χιλιομοδίου. Γίνεται λοιπόν να μην παίζει μόνιμα στη διαπασών;
Youth of Dissent (Ouga Βooga and the Mighty Oug Recordings, 2020)
Τίποτα πια δε φαντάζει ακατόρθωτο για τους 1000MODS. Το άνοιγμα της καινούργιας δεκαετίας τους βρίσκει άλλωστε να στρογγυλοκάθονται στην καλύτερη φάση της καριέρας τους, έχοντας χτίσει με κόπο και ιδρώτα ένα πετυχημένο σερί από τρείς εξαιρετικούς δίσκους, το οποίο φρόντισαν με τη σειρά τους να εξαργυρώσουν με διαρκώς τιγκαρισμένα venues σε κάθε γωνιά της χώρας, αδιάλειπτες περιοδείες στην Ευρώπη, στην Αμερική και την Αυστραλία και γενικότερα ένα μουσικό status που κάνει αργά αλλά σταθερά limit–ups στο αδυσώπητο χρηματιστήριο του heavy rock.
Ξεχάστε όμως κάκτους, μοναχικές βόλτες σε απόκρυφες ερήμους και μακρόσυρτους ψυχεδελικούς χορούς γύρω από ντουμανιασμένους ενισχυτές. Το ηλιοκαμένο αβαείο του Palm Desert έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί ιερό τόπο προσκυνήματος για την ελληνική heavy rock σκηνή. Κατά συνέπεια, με το Youth of Dissent το συγκρότημα από το Χιλιομόδι αγκιστρώνεται για τα καλά στην καινούργια (ή μήπως αναπαλαιωμένη;) «τάση» που μετατοπίζει την πυξίδα της νέας Γης της Επαγγελίας στο πεδίο δόξης των grunge ινδαλμάτων του Seattle. Δεν είναι καθόλου τυχαίο εξάλλου το γεγονός ότι επέλεξαν για παραγωγό ένα βαρύ όνομα σαν τον Matt Bayles που έχει χτίσει τη φήμη του μέσα από τις συνεργασίες του με τους ISIS και MASTODON, ενώ οι ηχογραφήσεις του άλμπουμ μοιράστηκαν ανάμεσα στο Litho Studio του Stone Gossard και το περίφημο London Bridge Studio, εκεί δηλαδή όπου πήρε σάρκα και οστά το Ten των PEARL JAM.
Πίσω όμως από το σπιράλ του σφιχτού εναγκαλισμού με το grunge που συστήνεται σχεδόν μονίμως σε υψηλούς τόνους μέσα από άσματα σαν τα “Blister”, “Dear Herculine” και το SOUNDGARDEN-ικό “Dissent”, η μεγάλη εικόνα είναι πως αυτή τη φορά oι 1000MODS μοιάζουν να ακολουθούν περισσότερο από ποτέ το rock ‘n’ roll ένστικτο τους. Η διαφορά βεβαίως είναι πως δεν το κάνουν με την άγνοια κινδύνου και την αντιδραστικότητα του νεανικού παρελθόντος τους αλλά με την επαγγελματική διαχείριση και την εμπειρία ενός συγκροτήματος που έχει «βαρύνει» από τα απανωτά μίλια που έχει γράψει στο συναυλιακό κοντέρ του. Το καταλαβαίνεις τόσο από το πως καταφέρνουν να κουμαντάρουν τις punk εξάρσεις τους στα “Pearl” και “Lucid” που μυρίζουν παλιούς BAD RELIGION από δω μέχρι το Los Angeles όσο και το πως πλασάρουν τον radio–friendly εαυτό τους στο “Less is more”. Και φυσικά, έχουν προσέξει (ξανά) όλες τις μικρές λεπτομέρειες. Από τα φωνητικά του Δάνη που βάζουν την σφραγίδα τους στο “So many days” μέχρι τα διαβολεμένα riffs σαν και αυτά του “Warped” που ξέρουν πως να προκαλούν ίλιγγο εντός και εκτός σκηνής. Παράλληλα, επιβεβαιώνουν ξανά πως τα μακρόσυρτα κομμάτια ψυχεδελικής υφής παραμένουν το φυσικό βασίλειο τους με τα “Young” και “Mirrors” να λειτουργούν ως μοναδικές γέφυρες διασύνδεσης με τον ήχο “Repeated exposure to...
Όχι, λοιπόν, το Youth of Dissent δεν είναι το καλύτερο άλμπουμ των 1000MODS. Τι σημασία όμως έχει; Αν υπάρχει κάτι που σαφώς και πρέπει να αναγνωριστεί στο τέταρτο δισκογραφικό βήμα τους είναι πως δίχως να πέφτει στην λούμπα της ματαιόδοξης εμπορευματοποίησης αλλά και ούτε να απαξιώνει εντελώς τις νόρμες που τους έφεραν μέχρι εδώ, επιχειρεί να ανοίξει την κάνουλα της απήχησης του σε ένα κοινό που δεδομένα υπερβαίνει τα στενά όρια του heavy rock. Δεν ξέρω αν το συγκεκριμένο «ρίσκο» πρόκειται να θέλξει όσους λάτρεψαν τον ήχο του Super Van Vacation, ωστόσο, για μπάντα που συνεχώς μεγαλώνει και αποδεδειγμένα φιλοδοξεί να τρυπήσει το ταβάνι της, σίγουρα φτάνει και περισσεύει.
Cheat Death (Ougabooga and the Mighty Oug Recordings, 2024)
Είναι πια τέτοιο το status και η εδραίωση των 1000MODS στα υψηλά πατώματα του ευρωπαϊκού, και όχι μόνο, heavy rock, που τους επιτρέπει να μην κολλάνε πουθενά και σε τίποτα. Έχουν δε μάθει να ζουν με τα «ρίσκα» και να τα διαχειρίζονται με ωριμότητα και οξυδέρκεια, ειδικά όταν αυτά δεν τους βγαίνουν στον απόλυτο βαθμό. Όπως ακριβώς συνέβη, κατ’ εμέ, με το προ τετραετίας Youth of dissent, το οποίο επιχείρησε να ανοίξει την κάνουλα της απήχησης τους προς ένα ευρύ κοινό εκτός του στενού rock φάσματος, χρησιμοποιώντας ως πυξίδα προσανατολισμού τα grunge και πιο radio–friendly ηχοκύματα των ταπεινών αλλά όχι καταφρονεμένων ινδαλμάτων του Seattle.
Με το Cheat Death το (προς το παρόν;) τριμελές συγκρότημα από το Χιλιομόδι επανέρχεται στις εργοστασιακές του ρυθμίσεις, κουμπώνοντας ξανά το 90’s λογισμικό που το έβγαλε ασπροπρόσωπο σε όλο το διάστημα της καριέρας του. Οι grunge/alternative ρυθμοί περιορίζονται πλέον στο ελάχιστο, δίνοντας την θέση τους σε μια punk/rock ‘n’ roll φούρια που ενίοτε αποκτά και metal προεκτάσεις, την ίδια ώρα που οι ψυχεδελικές νόρμες του ηλιοδαρμένου Αβαείου του Palm Desert, χωρίς να πρωτοστατούν, ξαναμπαίνουν στην εξίσωση για να δώσουν την χαρακτηριστική, εθιστική τους αύρα στα πιο απλωμένα κομμάτια του δίσκου. Η δεύτερη συμπόρευση της μπάντας με τον γνωστό και μη εξαιρετέο από τις συνεργασίες του με τους ISIS και MASTODON, Matt Bayles, στο κομμάτι της παραγωγής, βάζει όλο αυτό το χωνευτήρι ήχων στις σωστές διαστάσεις, με το τελικό αποτέλεσμα να μην υστερεί σε κανένα απολύτως σημείο, από πλευράς καθαρότητας και δύναμης.
Μιλώντας όμως για δύναμη, η πιο χτυπητή διαφορά του δίσκου, σε σχέση με το Youth of dissent όσο και με τους προκατόχους του, έγκειται στην πιο heavy διάθεση και κατεύθυνση του. Οι υψηλοί τόνοι είναι, άλλωστε, εμφανείς από την αρχή με το σκάσιμο του “Overthrown”, το οποίο είναι ό,τι πιο SABBATH-ικό έχουν γράψει οι 1000MODS εδώ και αρκετό καιρό, με τα solos που περιλαμβάνονται σε αυτό να δίνουν πιο ανεβαστική διάσταση, ενώ οι κιθάρες και οι μπασογραμμές στα πιο punk “The one who keeps me down” και “Götzen hammer” (με guest φωνητικά από την Api των FRENZEE) βουτάνε ακόμα πιο βαθιά το πόδι το γκάζι. Στο μερακλήδικο “Astral odor”, ωστόσο, σου βγαίνει εντελώς αυθόρμητα, ένα μεγαλοπρεπές και μειλίχιο «εδώ είμαστε», καθώς νιώθεις πως ο χρόνος γυρίζει πίσω στο μοσχομυριστό desert μεγαλείο του Super van vacation, με το ίδιο ακριβώς συναίσθημα να επεκτείνεται και στο “Misery”.
Ανάμεσα βέβαια στις γκαραζιάρικες σφήνες του ομότιτλου κομματιού και του πλούσιου σε MOTORHEAD-ικά vibes, “Speedhead”, που στο επαναληπτικό άκουσμα του μου έβγαλε και κάτι από το “Shake your blood” των PROBOT του Dave Grohl, η δεύτερη και ουσιαστική διαφορά, εστιάζεται στο ότι αυτή τη φορά έχουν σμιλέψει πολύ πιο μεθοδικά την μελωδία, περνώντας την από διαφορετικά φίλτρα ανά την περίσταση, όπως καταμαρτυρούν τα “Love” και “Bluebird”, με την υπέροχη συνοδεία cello. Την απογυμνώνουν δε εντελώς από space, fuzz φιοριτούρες και την αφήνουν να περπατήσει ξυπόλητη σε αμμώδη, φεγγαρόφωτα και καθαρόαιμα blues μονοπάτια στο 10λεπτο έπος του “Green, grey blues”, που βάζει φαρδιά πλατιά την σφραγίδα του στο τέλος του άλμπουμ.
Εν κατακλείδι, το Cheat Death μοιάζει να συνεχίζει από εκεί όπου σταμάτησε το Repeated exposure to..., επισφραγίζοντας ένα ακόμη στιβαρό και συνάμα απολαυστικό δισκογραφικό βήμα στην πορεία της μπάντας. Η ποιότητα των κομματιών του είναι δεδομένη, όπως επίσης δεδομένο είναι ότι θα κάνει, από την πρώτη κιόλας ακρόαση, γκελ σε εκείνους που (παρ)ακολουθούν τους 1000MODS από τα γεννοφάσκια τους και τις πρώτες εμφανίσεις τους σε ιδρωμένα, στριμόκωλα καταγώγια, όσο και στο νεότερο οπαδικό τους κοινό. Αμιγής και εξόχως win–win κατάσταση για μια μπάντα που χαϊδεύει ξεκάθαρα το ταβάνι της, έχοντας πλέον βρει τον τρόπο να κοντρολάρει και να διοχετεύει μαεστρικά το rock ‘n’ roll ένστικτο της σε κάθε νότα, σε κάθε σκηνή, σε κάθε ανυπόμονο αυτί.