Οι επερχόμενες εμφανίσεις των Naxatras από κοινού με τους ψυχεδελικούς θρύλους Ozric Tentacles, μας έδωσαν την ευκαιρία που αποζητούσαμε για να ακούσουμε ξανά όλη τη δισκογραφία του γκρουπ και να την επανεκτιμήσουμε αλλά και να την επαναπροσεγγίσουμε με την άνεση που προσφέρει η χρονική απόσταση. Το βασικό συμπέρασμα το οποίο προκύπτει ακολουθώντας τη μέχρι σήμερα δισκογραφική διαδρομή των Θεσσαλονικιών είναι πως ο ήχος τους διαρκώς εξελίσσεται, βήμα βήμα, εξερευνώντας νέες διαστάσεις και προοπτικές σε ένα συνεχές ταξίδι που δεν προβλέπεται να τελειώσει σύντομα.
Naxatras – I (2015)
Κάπως από το πουθενά έσκασε το 2015 αυτός ο δίσκος με τη μυστήρια φιγούρα σε κίτρινο φόντο στο εξώφυλλο και το παράξενο όνομα της μπάντας στο πάνω μέρος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε ακούσει καθόλου αυτό το όνομα, δεν γνωρίζαμε τι παίζει, δεν το είχαμε δει να αναγράφεται σε κάποια αφίσα συναυλίας, γενικώς οι πληροφορίες ήταν μηδαμινές. Η έκπληξη που ακολούθησε το πάτημα του play ήταν τεράστια. Το ντεμπούτο των Naxatras ξεκινούσε με δυο πραγματικά εντυπωσιακές συνθέσεις που μόνο σε πρωτοεμφανιζόμενη μπάντα δεν παρέπεμπαν. Ο λόγος βέβαια για το “I Am The Beyonder” με το εξαίσιο σταδιακό χτίσιμο και τις Hawkwind αναφορές καθώς και το “Sun Is Burning” με τις ευφάνταστες αλλαγές ρυθμών. Με ένα τέτοιο δυναμικό ξεκίνημα, το ενδιαφέρον και η προσοχή είχαν κερδηθεί με άνεση και με τη σειρά της τα ηνία έπαιρνε η περιέργεια για το τι ακολουθεί παρακάτω. Το γκρουβάτο “Space Tunnel” που είχε τοποθετηθεί αμέσως μετά, επιβεβαίωνε και τυπικά πως είχαμε πετύχει φλέβα χρυσού.
Στο υπόλοιπο του άλμπουμ οι ψυχεδελικές αναζητήσεις του trio αποκτούν τον πρώτο λόγο και το ταξίδι προς το άγνωστο συνεχίζεται αταλάντευτο. Ως ξεχωριστή στιγμή στέκει οπωσδήποτε το μελωδικό instrumental “Waves” που θα μπορούσε να εξελίσσεται αέναα. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως ενώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα τυπικό instrumental δίσκο, με δεδομένο πως οι στίχοι είναι σποραδικοί και εμφανίζονται για να συνοδεύσουν τη μουσική αφήγηση και όχι για να την καθοδηγήσουν. Με αυτόν τον τρόπο οι συνθέσεις μοιάζουν να έχουν την ελευθερία και το χώρο να εξελιχθούν αβίαστα, έξω από τυπικές φόρμες τραγουδιού.
Από τη μέχρι τώρα δισκογραφία του σχήματος θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως η συγκεκριμένη δουλειά βρίσκεται πιο κοντά στα όρια αυτού που θα λέγαμε τυπικού heavy rock άλμπουμ με διακριτή βέβαια την παρουσία του space rock και της ψυχεδέλειας. Στη συνέχεια το γκρουπ εξέλιξε σε σημαντικό βαθμό τον ήχο τους προς διάφορες κατευθύνσεις. Η σημασία του παρόντα δίσκου έγκειται στο ότι μας παρουσίασε μια μπάντα που όχι απλά έπαιζε καλά αλλά είχε τεράστιες δυνατότητες αλλά και τα απαραίτητα προσόντα για να πάει μακριά. Κάτι που φυσικά επαληθεύτηκε στην πράξη.
Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Naxatras – II (2016)
Ούτε λεπτό δεν έχασαν οι Naxatras μετά από την τρομερή επιτυχία του ντεμπούτου τους στο underground και έσπευσαν να κυκλοφορήσουν το διάδοχό του ένα χρόνο μετά. Ο πρώτος ομότιτλος δίσκος έσκασε σαν βόμβα εντός και εκτός ελληνικών τειχών, δημιουργώντας ένα τεράστιο ωστικό κύμα που συμπαρέσυρε στο πέρασμά του ένα ευρύ φάσμα ακροατών, ενώ με το “II” έρχονται να αποτελειώσουν και όσους κατάφεραν να αντισταθούν.
Οι Naxatras προερχόμενοι από την αγαπημένη πόλη του Θερμαϊκού, ενώ βρίσκονται στο βορρά η μουσική τους ταυτότητα ανήκει 100% στις ερήμους του νότου. Ξεκινώντας με ένα τρομερό ντεμπούτο, όπως ανέφερα και πιο πάνω, κατάφεραν να εισέλθουν σε έναν ήχο που φοριέται πολύ τα τελευταία χρόνια. Το αγνό, ευθύ heavy rock που άλλοτε αγγίζει τα όρια της stoner και άλλοτε της ψυχεδέλειας, κατάφερε να σαγηνέψει και τον πιο απαιτητικό ακροατή. Κι ενώ διαρκούσαν ακόμα οι σαμανικές βασκανίες του πρώτου δίσκου, το συγκρότημα έρχεται με δύο κινήσεις να βγάλει σε θέση ματ κάθε αντίπαλο. Ο λόγος για τις δύο κυκλοφορίες μέσα στο διάστημα του ενός χρόνου. Η πρώτη κίνηση γίνεται με το EP, όπου με τα κομμάτια “Muscle Red Horse” και “Pulsar 4000” ρίχνουν στάχτη (ή μάλλον κόκκινη άμμο) στα… αυτιά των ακροατών. Δυναμικές συνθέσεις, ξεκάθαρα σε πιο desert/ stoner ύφος, αποκόπτοντας πλήρως τον παράγοντα ψυχεδέλεια. Η δεύτερη κίνηση; Φυσικά η παρούσα κυκλοφορία.
Το τοτεμικό προσωπείο του εξωφύλλου παίρνει σάρκα και οστά μέσα από τον ήχο του “ΙΙ”, και έρχεται να μας στοιχειώσει για τα καλά. Όπως καταλαβαίνετε, ο δίσκος έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το EP, αποκαλύπτοντας μια αμιγώς (σχεδόν) instrumental εκδοχή της μουσικής τους. Δίνοντας έμφαση στις space/psychedelic επιρροές τους, τα μέλη των Naxatras διαλέγουν την καλύτερη διαδρομή για ένα άνευ προηγουμένου διαστημικό tripάρισμα. Έχοντας σαν βάση την συνθετική φόρμα που ακολουθούν κι οι έτεροι ψυχεδελάδες CAUSA SUI, η μπάντα γράφει εξ ολοκλήρου τον δίσκο live, αποτυπώνοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο την δυναμική που εκπέμπει η μουσική τους σε ζωντανό χρόνο. Ο δεύτερος άσος στο μανίκι, ονομάζεται MY SLEEPING KARMA. Όχι οι Θεσσαλονικείς δεν αντιγράφουν τους Γερμανούς συνοδοιπόρους τους. Οι Naxatras αρχίζουν να δομούν μια εντελώς προσωπική ταυτότητα που μέσα στα στοιχεία της ενέχει και τις κυκλοθυμικές συνθέσεις των MY SLEEPING KARMA. Μεγάλη εξαίρεση όλων των παραπάνω, μα φυσικά το “Sisters of the Sun“, όπου ο Γιάννης Βαγενάς επανέρχεται με τα φωνητικά του, δίνοντας μια εντελώς 70’s ατμόσφαιρα στο τραγούδι. Ενώ στην κατακλείδα του δίσκου, βρίσκουμε έναν τρομερό blues πειραματισμό, με σαξόφωνο και αργές κιθάρες (“Evening Star”).
Θεωρώ περιττό να πλέξω περαιτέρω το εγκώμιο της μπάντας τόσο σε επίπεδο δημιουργικότητας, όσο και από άποψη τεχνογνωσίας. Οι Naxatras καταφέρνουν να κόψουν δρόμο μέσα στο χωροχρονό και να πετύχουν αυτά που άλλες (και ελληνικές) μπάντες επιτυγχάνουν σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Έχουν μετατραπεί δικαίως στο “talk of the town”, χωρίς φανφάρες και φιοριτούρες, και εφόσον συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο, το μέλλον τους προδιαγράφεται λαμπρό.
Νίκος Ζέρης
Naxatras – III (2018)
Χάρισμα δεν είναι μονάχα το ταλέντο και η ασίγαστη έμπνευση. Είναι πάνω απ’ όλα η ατσάλινη προσωπικότητα που μέσα από την διαχείριση ακόμα και των πιο ασήμαντων λεπτομερειών ξεχαλικώνει τον δρόμο για την επόμενη υπέρβαση. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους, οι Naxatras κατάφεραν κάτι πραγματικά πολύ σπάνιο. Μέσα σε διάστημα λίγων ετών, όχι μόνο έχουν περάσει με άριστα όλα τα τεστ προσωπικότητας αλλά έχουν κερδίσει επάξια τον εγκωμιαστικό τίτλο του next big thing του διεθνούς ψυχεδελικού jet set.
Κάτω από το άκαμπτο, αναλογικό κέλυφος του τρίτου κατά σειρά άλμπουμ τους, δεσπόζει εκ νέου ένα πανδαιμόνιο ήχων που σε γραπώνει από το χέρι και σε οδηγεί με το έτσι θέλω στην μυστικιστική και πλήρως σαγηνευτική πλευρά του Αγνώστου. Heavy rock και πατροπαράδοτη ψυχεδέλεια παντρεμένη με πληθωρικά blues, αναμενόμενα συναποτελούν και πάλι τους μουσικούς πυλώνες του δίσκου, με τον καθέναν από αυτούς να διεκδικεί στα σημεία την πρωτοκαθεδρία μέσα από ένα ανηλεές μπρα-ντε-φέρ. Στο συναρπαστικό ξετύλιγμα του κουβαριού του “III”, όμως, ως έκπληξη θα πρέπει να θεωρηθεί το ότι η πυξίδα δεν υπακούει τυφλά και αδιαμαρτύρητα τα συνήθη τζαμαριστά θροΐσματα αλλά για πρώτη φορά είναι σχεδόν ολοκληρωτικά στραμμένη προς την μεριά της prog μελωδικότητας. Η αλήθεια είναι βέβαια πως έστω και δειλά, η συγκεκριμένη στροφή είχε ήδη αρχίσει να κυοφορείται από το “II”. Προσμετρείται, εντούτοις, ως (ένα ακόμα) σαφέστατο δείγμα προόδου ότι καταφέρνει να ομογενοποιηθεί με την συνθετική φόρμα του σαλονικιώτικου σχήματος δίχως ιδιαίτερες επιπλοκές.
Οι πιο απλωμένες σε διάρκεια συνθέσεις μπορεί να μην μοιάζουν και ιδιαίτερα ευκολοχώνευτες κατά τις πρώτες ακροάσεις, λειτουργούν όμως σαν πρόσφορο έδαφος για το ξεδίπλωμα των prog επιδιώξεων του άλμπουμ, που χρησιμοποιούν ως δεξαμενή πειραματισμού τις απαρχές της πρώιμης Pink Floyd-ικής μυσταγωγίας. Το συγκεκριμένο γεγονός δεν αντικατοπτρίζεται τόσο στα εναρκτήρια “You won’t be left alone” και “On the silver line” που σε κερνάνε αβέρτα βρώμικα hard rock-άδικα riffs προτού κάνουν απότομη κατάδυση στο διαγαλαξιακό χάος, όσο στην τριάδα-στυλοβάτη των “Land of Infinite Time”, “Machine” και “Prophet”, με το τελευταίο ειδικά να αντηχεί ξέφρενο και περήφανο σαν ινδιάνικη τελετουργία λουσμένη στο σεληνόφως. Είναι άλλωστε και τα σημεία όπου η απόδοση της μπάντας, συνθετικά και οργανικά, σταθεροποιείται σε υψηλά επίπεδα, με το μπάσο να μοιράζει δραμαμίνες ανάμεσα στο αιθέριο πλην όμως πορωτικό τριπάρισμα. Και όλα αυτά όταν τον επίλογο γράφουν τα noir ηχοχρώματα των “White Morning” και “Spring Song” που σε κατακλύζουν με το συναίσθημα της κάθαρσης αλλά και της προσδοκίας εν όψει της επόμενης «υπερπτήσης».
Μέσα από το κουκούλι του “III” ξεπηδά, λοιπόν, μια μπάντα που ήδη προθερμαίνει τις τουρμπίνες για την αστρική της εκτόξευση. Έστω κι αν το μουσικό υπόβαθρο του άλμπουμ δεν χαρακτηρίζεται από την εμφατική αμεσότητα των δυο προηγούμενων προσπαθειών των Naxatras, επισφραγίζει με τον πλέον πειστικό και αποτελεσματικό τρόπο μια διαδικασία εξέλιξης που, ενώ δεν έχει καν φτάσει στο τελικό της στάδιο, καταφέρνει να σε αφήσει στην κυριολεξία με το στόμα ανοιχτό. Αν μη τι άλλο τρομακτικό αλλά συνάμα και τόσο εντυπωσιακό φαινόμενο.
Πάνος Δρόλιας
Naxatras – IV (2022)
Για ένα κοινό που αντιμετωπίζει την ψυχεδελική πλευρά του rock ως κάτι ενδιάμεσο από ένα εξωτικό (και μάλλον πρόσκαιρο) φετίχ και μια ένοχη απόλαυση, cult διαμετρήματος, προσφέροντας συνήθως μόνο βραχυπρόθεσμο ψήφο εμπιστοσύνης στις εγχώριες μπάντες, η υπερδεκαετή παρουσία των Naxatras αποτελεί, αν μη τι άλλο, ένα εντυπωσιακό κοπλιμέντο όσο και ένα ισχυρό παράσημο. Έχοντας αποδείξει πολλάκις την αξία τους και εκτός συνόρων και με την άτυπη δισκογραφική τους τριλογία να αποτελεί την ισχυρότερη τους παρακαταθήκη μέχρι τώρα, το ερώτημα εναπόκειτο πλέον στο αν θα μπορούσαν να διατηρήσουν τον ποιοτικό τους πήχη, όσο το δυνατόν ψηλότερα.
Το “IV” διηγείται ένα μουσικό παραμύθι μεταμόρφωσης. Όχι όμως με στριφνούς, τιμωρητικούς, καφκικούς όρους αλλά υπακούοντας σε ένα φαντασιακό ταξίδι αστρικών διαστάσεων και προεκτάσεων. Αν το comic-ης υφής και vintage prog εμπνεύσεως εξώφυλλο του είναι απλά ο χάρτης που επιβεβαιώνει τον προορισμό, οι πραγματικές συντεταγμένες του ταξιδιού είναι προσεκτικά και ισόποσα κατανεμημένες σε κάθε κομμάτι του δίσκου. Με την αυτοσχεδιαστική διάθεση να υποχωρεί σε δεύτερο ρόλο και το άλμπουμ να στρογγυλοκάθεται σε πιο στιβαρές, συμπαγείς αλλά και πιο prog συνθετικές δομές, σε κινητήριο μοχλό αυτής της μεταμόρφωσης αναδεικνύεται σαφώς η προσθήκη του Παντελή Κάργα στα πλήκτρα και τα synths. Και στο παρελθόν βέβαια το συγκρότημα είχε φροντίσει να προσθέσει πλήκτρα στις συνθέσεις του, αυτή είναι όμως η πρώτη φορά που βγαίνουν τόσο μπροστά, οδηγώντας με ασφάλεια όσο και μαεστρία το καράβι σε μέχρι πρότινος αχαρτογράφητα νερά και δίχως μάλιστα να επισκιάζουν τις δεδομένες οργανικές αρετές των υπόλοιπων τριών μελών.
Δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από τα “The answer” και “Ride with time”. Το μεν πρώτο αποτελεί σίγουρα την έκπληξη του άλμπουμ με τις φωνητικές γραμμές και τα πλήκτρα του Κάργα να εδραιώνουν μια feel–good αισθητική, νοθευμένη με αιθέρια AOR/60’s pop ηχοχρώματα ενώ το δε δεύτερο γιγαντώνει το αίσθημα ευφορίας έχοντας ως κατάληξη ένα πανέμορφο κιθαριστικό lead. Κατά τ’ άλλα ο εναγκαλισμός ανάμεσα στην ψυχεδέλεια και την prog μελωδικότητα των 70’s αναδεικνύεται ως το κυρίαρχο στοιχείο, αλλάζοντας μόνο κάθε φορά γωνία θέασης προκειμένου έτσι να καλυφθούν διαφορετικά γούστα και διαθέσεις. Άλλοτε λοιπόν η πλάστιγγα γέρνει σκοπίμως προς την μεριά της ψυχεδέλειας (“Horizon”, “Journey to Narahmon”) χρησιμοποιώντας ως αιχμή του δόρατος εμπνευσμένα όσο και καλοδομημένα riffs, άλλοτε κάνει στάση σε εξωτικούς, funky προορισμούς (“Radiant stars”) και άλλοτε ανάβει ευλαβικά το καντήλι κάτω από το εικόνισμα των prog υπερηρώων, όπως για παράδειγμα στο “The battle of crystal fields” που μοσχομυρίζει Eloy εποχής “Ocean”.
Βγάζω επομένως το καπέλο στους Naxatras. Κατάφεραν να προσθέτουν μια υπολογίσιμη δόση μοντερνισμού στον ήχο τους, στεγανοποίησαν ακόμη περισσότερο την μουσική τους χημεία μέσα από την προσθήκη ενός πολυτάλαντου μέλους και έδωσαν εν τέλει πνοή σε έναν δίσκο που κερδίζει τις εντυπώσεις λόγω της ποικιλομορφίας, της σφιγηλότητας και της σαγηνευτικής προσωπικότητας του. Αναμφίβολα, ο ορισμός της win–win κατάστασης που μεγαλώνει αισθητά το μουσικό status της μπάντας σε μια χρονική συγκυρία που αφήνει ελάχιστα περιθώρια για ρίσκα και προκλήσεις.
Πάνος Δρόλιας