Είναι οι OPETH μια μπάντα φαινόμενο; Είναι ο Åkerfeldt ένας μεταμφιεσμένος κάτοικος από τον Κρόνο ή απλά μια μουσική ιδιοφυΐα; Με αφορμή μια ακόμα εμφάνιση των Σουηδών στη χώρα μας, το Local Fuzz σκαλίζει το παρελθόν του συγκροτήματος, και σας παρουσιάζει την διαδρομή του, που μόνο ως επιτυχημένη μπορεί να χαρακτηριστεί.
Η πορεία των OPETH, μέσα σε τρεις και πλέον δεκαετίες ζωής, χαρακτηρίζεται κυρίως από την συνεχή και ασυμβίβαστη εξέλιξη του ήχου τους καθώς και από την αρτιότητα που διακατέχει την μεγαλύτερη πλειονότητα των κυκλοφοριών τους. Είναι η μπάντα που μέσα από την αφάνεια των πρώτων τους δίσκων κατάφερε βήμα-βήμα να κερδίσει την παγκόσμια αναγνώριση και να φιγουράρει ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα της metal σκηνής, στα ευρωπαϊκά και μη φεστιβάλ. Μια επιτυχία που μπορούμε να πούμε ότι οφείλεται σε ένα και μοναδικό πρόσωπο, που δεν είναι άλλο από τον Mikael Åkerfeldt. Άλλωστε από τα πρώτα μόλις βήματα της μπάντας η ηγετική φυσιογνωμία του Mikael καθίσταται ξεκάθαρη. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε πως μετά την αποχώρηση του Peter Lindgren (2007) είναι το παλαιότερο-ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος. Είναι ο άνθρωπος που ευθύνεται για οτιδήποτε φθάνει στα αυτιά μας μέσα από τους έντεκα δίσκους της μπάντας, κι αυτός που σήμερα απολαμβάνει την όποια δόξα. Και ναι, μπορεί να διαφαίνεται η υπόνοια ότι είναι ο βασικός υπαίτιος όλων των αποχωρήσεων και της ριζικής αλλαγής του ήχου της μπάντας, ωστόσο δεν θα πρέπει να παραμελούμε το τεράστιο ποσοστό της συνεισφοράς του στη δημιουργία αυτού του μουσικού φαινομένου.
Αλλά για να μπορέσουμε να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για την πορεία των Opeth θα πρέπει να την ακολουθήσουμε από την αρχή της. Έτσι λοιπόν ανοίγοντας συρτάρια, ξεθάβοντας σκονισμένα αρχεία, παλιά περιοδικά, ανατρέχοντας στην γνώση των παλαιοτέρων πηγαίνουμε πίσω, κάπου στο 1990 όπου ο Åkerfeldt προσκαλείται από τον David Isberg να συμμετάσχει στους νεοσύστατους τότε Opeth. Με κοινές επιρροές τους MORBID ANGEL, VOIVOD και MEFISTO το μουσικό δίδυμο Mikael και David, στο μπάσο και στη φωνή αντίστοιχα, δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ κι έτσι μετά από δύο χρόνια οι δρόμοι τους χώρισαν, καθώς το ενδιαφέρουν του Isberg για την μπάντα όλο και μειώνονταν. Ο Åkerfeldt ανέλαβε να συμπληρώσει το κενό που δημιουργήθηκε, έχοντας την απαραίτητη εμπειρία για το συγκεκριμένο πόστο, μιας και στους ERUPTION (μπάντα που είχε μαζί με τον παιδικό του φίλο Anders Nordin), κατείχε την θέση πίσω από το μικρόφωνο.
Ύστερα από δύο χρόνια μουσικών αναζητήσεων ο πρώτος δίσκος των OPETH είναι γεγονός. Το Orchid κυκλοφορεί από την Candlelight το 1994 με τον Åkerfeldt (φωνητικά και κιθάρα), τον Peter Lindgren (κιθάρα), τον Johan DeFarfalla (μπάσο) και τον Anders Nordin (ντραμς και πλήκτρα). Η μουσική τους κατεύθυνση είναι πολύ συγκεκριμένη. Από τα πρώτα λεπτά του δίσκου καταλαβαίνεις πως έχεις να κάνεις με κάτι βαρύ και σκοτεινό, καθώς μουσική και στίχοι εναλλάσσονται από δυνατά σε πιο ήπια μέρη. Από την αρχή της δισκογραφικής του ύπαρξης το συγκρότημα κάνει ξεκάθαρο ότι δεν πρόκειται να συμβιβαστεί με τις μουσικές φόρμες που υφίσταντο στην death/black σκηνή αλλά έχει σκοπό να κάνει ένα βήμα πιο πέρα. Με τον πρώτο αυτό δίσκο οι Opeth μπορεί να μην τάραξαν τα νερά της μουσικής βιομηχανίας, αλλά σίγουρα κατάφεραν να θέσουν γερές βάσεις για όσα θα ακολουθούσαν αργότερα. Το μόνο που είναι άξιο να σημειωθεί από την εκείνη την περίοδο της μπάντας είναι η πρώτη του συναυλία εκτός των Σουηδικών συνόρων. Πιο συγκεκριμένα στο London Astoria, παίζοντας ως support στους IMPALED NAZARENE.
Ό,τι όμως δεν τους έδωσε ο πρώτος δίσκος έρχεται να τους προσφέρει ο δεύτερος. Και δεν αναφερόμαστε σε τίποτα άλλο από μια mini περιοδεία με τους death metal heroes του Åkerfeldt, τους Morbid Angel στην Αγγλία. Το Morningrise ηχογραφήθηκε την περίοδο Μάρτιο-Απρίλιο του 1996 με την ίδια σύνθεση και με τον Åkerfeldt και Lindgren να είναι υπεύθυνοι για το πώς θα ηχούσε. Το album απομακρύνεται κάπως από την σκοτεινή ατμόσφαιρα του προκατόχου του, και γίνεται πιο επιθετικό. Τα 63 λεπτά του δίσκου μοιράζονται στα πέντε, και μάλιστα το επικό πλέον “Black Rose Immortal” να έχει το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας, με 20 και κάτι λεπτά διάρκεια. Το εν λόγω κομμάτι σημάδεψε την μπάντα καθώς οι συνθετικοί κανόνες που το διέπουν θα ενεδρεύουν στις μετέπειτα κυκλοφορίες. Όμως ό,τι ξεκινάει καλά δε τελειώνει πάντα με τον ίδιο τρόπο. Μετά το τέλος της περιοδείας με τους Cradle OF Filth που διήρκησε 26 μέρες, ο Anders ανακοινώνει στον Mikael ότι αποχωρεί από την μπάντα, καθώς η Βραζιλία θα ήταν πλέον η μόνιμη χώρα διαμονής του. Το πλήγμα ήταν μεγάλο, κι αυτό γιατί ο Akerfeldt δε μπορούσε να φανταστεί την πορεία των Opeth δίχως την συμμετοχή του παιδικού του φίλου. Ευτυχώς για εμάς όμως, την εμφάνιση του έκανε ο Martin Lopez, δίνοντας λύση στη θέση πίσω από τα drums, και κάπως έτσι το συγκρότημα μπήκε να ηχογραφήσει τον τρίτο δίσκου του στα Fredman Studios.
Το My Arms, Your Hearse είναι ένας δίσκος που ουσιαστικά ηχογραφήθηκε από τρία άτομα, αφού η θέση του μπάσου παρέμενε κενή. Ο πολυπράγμων Mikael δεν φάνηκε να πτοείται κι έτσι ανέλαβε ο ίδιος να γράψει τις μπασογραμμές. Τον Σεπτέμβριο λοιπόν, του ’97 κυκλοφόρησε ο δίσκος, αυτή την φορά από την Paeceville. Η αποχώρηση του Lee Barrett από την Candlelight ήταν κι ο πιο σημαντικός λόγος για την αλλαγή αυτή στην δισκογραφική εταιρεία, καθώς τα άτομα που την απάρτιζαν δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στο συγκρότημα. Ο τίτλος του album προέρχεται από έναν στίχο που βρίσκεται στον πρώτο δίσκο των prog rockers Comus: “As I carry you to the grave, my arms your hearse”. Πρόκειται για έναν concept δίσκο όπου εξιστορούνται θρύλοι φαντασμάτων. Σε επίπεδο προσώπων τώρα, επειδή η θέση του μπασίστα δε μπορούσε να παραμείνει κι αυτή ένα αερικό, τον ίδιο καιρό μπαίνει στους Opeth ο Martin Mendez, φίλος και συμπατριώτης του Lopez. Έτσι λοιπόν, σχηματίστηκε μια ξεχωριστή τετράδα που (για καλό μας) έμελλε να κρατήσει πολλά χρόνια, δίνοντάς μας δυνατές συγκινήσεις μέσα από τους επόμενους δίσκους τους.
Τον επόμενο χρόνο το group μπαίνει για τέταρτη συνεχόμενη φορά στα Fredman Studios, με σκοπό να ηχογραφήσουν τον διάδοχο του “My Arms…”, το Still Life. Έχοντας προβάρει μόνο δυο φορές όλα τα τραγούδια, ξεκινούν τις ηχογραφήσεις το καλοκαίρι του 1999, ξανά κάτω από την στέγη της Peaceville, δίχως να έχουν ιδέα για το ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα. Κι όμως το συγκρότημα βγήκε από το στούντιο με ακόμα ένα διαμάντι, η αξία του οποίου αποτυπώθηκε και στις πωλήσεις, αφού είναι ο πιο εμπορικός, έως εκείνη την στιγμή. Η στροφή προς πιο progressive συνθετικές φόρμες είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, ενώ ο σκοτεινός, μελαγχολικός ήχος δεν παύει να ελλοχεύει, δημιουργώντας έτσι μια ελκυστικά ζοφερή ατμόσφαιρα. Ουσιαστικά η συγκεκριμένη κυκλοφορία προοικονομούσε τον ήχο που θα υιοθετούσε η μπάντα για πάνω από μια δεκαετία.
To 2000 λοιπόν είναι μια χρονιά που θα την θυμούνται καλά οι fans των OPETH. Είναι η χρονική περίοδος που μια ξεχωριστή προσωπικότητα στην μουσική βιομηχανία κάνει την είσοδο του στην μπάντα, με μια άλλη ιδιότητα από αυτή του μουσικού. Λόγος φυσικά γίνεται για τον Steve Wilson που αναλαμβάνει την παραγωγή του πέμπτου δίσκου των OPETH, Blackwater Park, ο οποίος ονομάστηκε έτσι από το ομώνυμο γερμανικό prog rock συγκρότημα. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Wilson, όταν το Still Life πέφτει στα χέρια του, ενθουσιάζεται τόσο που στέλνει ένα e-mail στον Åkerfeldt αναφέροντας τις εντυπώσεις του. Δεν ήθελε και πολύ ώστε Mikael και Steve να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι και να συζητήσουν για το πώς θα ηχεί η νέα τους προσπάθεια. Ο Steve αναλαμβάνει την παραγωγή και έτσι οι Opeth μπαίνουν στα γνωστά μας πλέον Fredman Studios. Η συνδρομή του Wilson είναι καθοριστική. Χρειάστηκαν εφτά βδομάδες, οι μουσικές συνθέσεις του Åkerfeldt και το αισθητικό πρίσμα του Steve για να βγει ο δίσκος-ορόσημο για την μπάντα. Μάλιστα αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Wilson συμμετείχε στα φωνητικά και σε κιθαριστικά solo στο “Bleak”. Σύμφωνα με τον Åkerfeldt η συγκεκριμένη κυκλοφορία είναι και η πιο πειραματική που είχαν επιχειρήσει έως τότε. Είναι το album που θα προβάλει τους OPETH σε ένα ευρύτερο κοινό, που θα τους οδηγήσει στην άγνωστη για αυτούς Αμερική, και που θα τους κλείσει μια θέση ανάμεσα στα πιο γνωστά ευρωπαϊκά φεστιβάλ, όπως αυτό του Wacken.
Στο σημείο αυτό όμως θα πρέπει να κάνουμε μια μικρή παύση καθώς δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η συμμετοχή του Åkerfeldt στους Bloodbath. Είναι το συγκρότημα που αρχικά δημιουργήθηκε από τον Mikael και τον πολυπράγμων Dan Swanö, με τον οποίο γνωρίζονταν από τους STEEL (μια μπάντα όπου τα μέλη των OPETH, ξεμπούκωναν παίζοντας αγνό heavy metal, ενώ μάλιστα κυκλοφόρησαν κι ένα ep το 1998, ονόματι “Heavy Metal Machine”). Ωστόσο σήμερα, κανείς από τους δύο δεν βρίσκονται στην μπάντα, αφού ο πρώτος πάντα πηγαινοέρχονταν μιας κι οι προτεραιότητές του βρίσκονταν πάντοτε στους Opeth, ενώ ο δεύτερος αποσύρθηκε από το 2005, για να αφοσιωθεί στα δεκάδες άλλα project που συμμετέχει. Ωστόσο, αυτό που θα μας απασχολήσει από τους BLOODBATH είναι ο πρώτος και ο τρίτος δίσκος τους στους οποίους συμμετείχε και ο Åkerfeldt. Το “Resurrection Through Carnage” (2002) και το “The Fathomless Mastery” είναι δείγματα καθαρόαιμου death metal ήχου. Είναι ολοφάνερο πως ο Mikael ξεσπά όλη του την οργή πάνω στο μικρόφωνο, ένα συναίσθημα που ίσως να το στερήθηκε μετά το “Blackwater Park” (2001), όσο κι αργότερα, στο “Ghost Reveries” (2005) και πάει λέγοντας. Αλλά ας μην ξεστρατίζουμε. Το αφιέρωμα ανήκει στους Opeth, κι έτσι συνεχίζουμε…
Το μεγαλύτερο στοίχημα για την μπάντα έρχεται αμέσως μετά το τέλος της περιοδείας για την προώθηση του “Blackwater Park”. Και φυσικά αναφερόμαστε στα δύο full length albums Deliverance και Damnation που αρχικά επρόκειτο να κυκλοφορήσουν ταυτόχρονα ως διπλός δίσκος ωστόσο βγήκαν στην στα ράφια με διαφορά πέντε μηνών. Πιστεύω πως το συγκεκριμένο εγχείρημα είναι το προσωπικό στοίχημα του Åkerfeldt να ξεπεράσει τόσο τον εαυτό του, όσο και την επιτυχία που του έφερε η προηγούμενη κυκλοφορία. Έτσι λοιπόν έχοντας προβάρει το υλικό που προορίζονταν για ηχογράφηση, μόνο μια φορά, κι έχοντας μπροστά του εφτά βδομάδες, όσες περίπου είχε για να γράψει το Blackwater Park, μπαίνει στο στούντιο μαζί πάντα με τον Steve Wilson. Για όσους δεν είχε γίνει αντιληπτή η επιρροή του Wilson τον προηγούμενο δίσκο, τώρα είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Κι αυτό γιατί εκτός από την παραγωγή αναλαμβάνει να καθίσει πίσω από το κλαβιέ των πλήκτρων (που πλέον καθοριστικό ρόλο ειδικά στο Damnation) αλλά ακόμα-ακόμα και πίσω από το μικρόφωνο.
Αλλά γιατί δύο albums; Η απάντηση έως και σήμερα δεν είναι ξεκάθαρη, καθώς τα πραγματικά κίνητρα του Åkerfeldt δεν τα γνωρίζουμε. Αυτό όμως που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι η ιδέα προέκυψε από τον παιδικό φίλου του Mikael, τον Jonas Renkse των KATATONIA. Ήταν μια ιδέα που είχε προταθεί και παλαιότερα στην μπάντα, επί εποχής Candlelight και “Morningrise“, έτσι ώστε να βγει ένα single με τις πιο ήρεμες και εσωστρεφείς συνθέσεις των Opeth. Θα έλεγε κανείς πως η κυκλοφορία αυτών των δύο δίσκων που έχουν εντελώς διαφορετικό ύφος, είναι μια κίνηση ματ από το συγκρότημα. Διότι προσέφερε στους οπαδούς του, από την μία την πιο heavy κυκλοφορία τους (Deliverance) και από την άλλη την πιο μελαγχολική (Damnation). Κράτησαν χωριστά τις δύο αυτές φύσεις τους χωρίς να κουράσουν και να μπερδέψουν τους οπαδούς. Δίχως αυτό να σημαίνει ότι η όλη η προσπάθεια δεν έκρυβε κινδύνους, που θα γίνονταν αντιληπτοί αργότερα. Με την ευκαιρία αυτής της διπλής κυκλοφορίας οι Opeth μαγνητοσκόπησαν για πρώτη φορά μια ζωντανή εμφάνισή τους στο Shepherd’s Bush Empire και κάτω από το όνομα της Music for Nations, βγαίνει στις προθήκες των δισκοπωλείων. Στο συγκεκριμένο live κάνει και την εμφάνιση του ως session μέλος ο Per Wiberg στην θέση των keyboards μιας και η προσθήκη τους καθίσταται πλέον αναγκαία.
Άλλος ένας δίσκος, ο όγδοος μέχρι στιγμής, κι άλλο ένα βήμα προς την κορυφή. Το Ghost Reveries ή παραλίγο “Ghost Letters” είναι ένα ακόμα Blackwater Park, για την μπάντα. Η ωριμότητα κι ο πειραματισμός που διακατέχει τον δίσκο, επαναπροσδιορίζει τον ήχο της μπάντας, ενώνοντας ουσιαστικά τις δύο διαφορετικές φύσεις που παρουσιάστηκαν από τον προηγούμενο δίπολο. Αν και πολλοί αμφιβάλουν για την ποιότητα του δίσκου, θεωρώντας ότι το συγκρότημα έχει προσφέρει μεγαλύτερες συγκινήσεις, ο δίσκος καταφέρνει να σημειώσει μεγάλη εμπορική επιτυχία. Είναι το album που τους συστήνει σε ένα ακόμα ευρύτερο ακροατήριο, με τα ίδια dark ατμοσφαιρικά ακούσματα, αλλά μέσα από μια πιο βατή οδό αυτή την φορά. Τα ξεσπάσματα μέσα στον δίσκο δε λείπουν, ωστόσο ο Åkerfeldt πλέον ξέρει πολύ καλά τι ζητά το κοινό του, κι έτσι η πεντάδα (πλέον ο Per γίνεται μόνιμο μέλος) βγάζει έναν δίσκο βασισμένο στον ρετρό κι απόκοσμο ήχο των πλήκτρων, ενώ η παραμόρφωση στις κιθάρες αρχίζει κι ελαττώνεται. Φαίνεται ότι έμαθε αρκετά από την συνεργασία του με τον Wilson, και κάτω από το όνομα-κολοσσός στην αμερικανική αγορά Roadrunner δημιουργεί έναν δίσκο που ουσιαστικά είναι η χρυσή τομή των τριών τελευταίων κυκλοφοριών. Με το που βγαίνουν από το στούντιο το καλοκαίρι του 2005, ξεκινούν αμέσως την περιοδεία που θα διαρκέσει 19 περίπου μήνες, στο τέλος της οποίας αποχωρεί ένας από τους πιο σημαντικούς κρίκους της μουσικής αλληλουχίας του συγκροτήματος, ο Martin Lopez. Την θέση του καλείται να συμπληρώσει ο Martin “Axe” Axenrot, αρχικά ως session ντράμερ κι ύστερα σαν μόνιμο μέλος, αλλά σε καμία περίπτωση το παίξιμό του δεν θυμίζει αυτό του ευρηματικού Lopez.
Με τα πολλά φτάνουμε στο 2008, περνώντας στα ψιλά γράμματα την live κυκλοφορία “Roundhouse Tapes” (μας θυμίζει κάτι από “Soundhouse Tapes” των Iron Maiden) που ηχογραφήθηκε και μαγνητοσκοπήθηκε στο Camden Roundhouse, αφού εκτός από ένα καταπληκτικό artwork, δεν έχει να προσφέρει κάτι που να είναι άξιο λόγου. Έτος Watershed λοιπόν, δίχως να είμαι υπερβολικός. Η συγκεκριμένη χρονιά τους ανήκει, καθώς οι Opeth με το τελευταίο τους πόνημα καταφέρνουν να μπουν στην ελίτ με τις καλύτερες κυκλοφορίες του έτους. Κι όχι άδικα. Οι οπαδοί που μεγάλωσαν με αυτή την μπάντα ίσως να ήλπιζαν σε μια επιστροφή στις ρίζες και στα παλιά γνώριμα ακούσματα, αλλά ένα έμπειρο μάτι θα καταλάβαινε πως δύσκολα μπορούσαν οι Opeth να αποκλίνουν μουσικά από την ροή της μουσικής βιομηχανίας. Παρόλα αυτά, δίχως να χάσουν την ταυτότητά τους βγάζουν έναν από τους πιο progressive δίσκους στην μακροχρόνια ιστορία τους (δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε τι θα μας επιφύλασσε το μέλλον). Έχουν πλέον καταφέρει να αποκτήσουν τον δικό τους ξεχωριστό ήχο, στοιχείο που δεν θεωρείται αυτονόητο για πολλές μεγάλες μπάντες σήμερα. Μελανό σημείο σε αυτή την κυκλοφορία είναι η αποχώρηση του Lindgren, ενός ανθρώπου που μπορεί να έζησε στην σκιά του Åkerfeldt, ωστόσο η προσφορά του στο συγκρότημα ήταν κάτι παραπάνω από καθοριστική. Ο λόγος της αποχώρησης; Παραμένει άγνωστος έως σήμερα, αν και η επίσημη εκδοχή κάνει λόγο για ασυμφωνία χαρακτήρων. Ο αντικαταστάτης του είναι ο Fredrik Åkesson, διόλου άγνωστος, καθώς έχει περάσει από μπάντες όπως οι TALISMAN, TIAMAT και ARCH ENEMY.
Με αυτά κι αυτά, φτάνουμε όλο και πιο κοντά στο πρόσφατο παρελθόν, και σε έναν δίσκο που θα σηματοδοτήσει την μεγαλύτερη αλλαγή στην ιστορία της μπάντας. Όταν ο Åkerfeldt είχε προϊδεάσει το κοινό ότι ο πολυαναμενός διάδοχος του Watershed επρόκειτο να μην έχει ούτε ίχνος ακραίων φωνητικών, πολλοί από μας γελάσαμε μη θέλοντας να πιστέψουμε ότι μπορεί να ερχόταν εκείνη η μέρα όπου το εκπληκτικό εύρος και οι τρομακτικές μεταπτώσεις της φωνής του Mikael θα έσβηναν για πάντα. Κι όμως, το “Heritage“ θα αποτελέσει τον δίσκο ορόσημο που θα καθορίσει την στροφή του συγκροτήματος σε έναν fusion ’70s prog rock ήχο. Μια αλλαγή που δίχασε πολλούς από τους παλιούς οπαδούς, ιδιαίτερα όσους είχαν γνωρίσει και αγαπήσει την μπάντα μέσα από τους πρώτους της δίσκους. Ωστόσο το μεγαλύτερο εμπόδιο που έθεσαν στον εαυτό τους οι OPETH, δεν ήταν ούτε η απουσία των ακραίων φωνητικών, ούτε η αλλαγή του ήχου, αλλά η πτωτική πορεία της συνθετικής ικανότητας και προσφοράς των μελών του συγκροτήματος. Αναμφίβολα η μουσική παιδεία του Åkerfeldt δεν μειώνεται, έχει αποδείξει άλλωστε πολλάκις ότι είναι ένας πραγματικός μάγος της μελωδίας, παρόλα αυτά όσο ο δίσκος φθάνει προς το τέλος του τόσο τα τραγούδια φαντάζουν πιο άτονα και ημιτελή. Το τέλος των ηχογραφήσεων του δίσκου, βρίσκουν ακόμα ένα μέλος μακριά από την μπάντα. Ο Per Wiberg, αποχωρεί μετά από κοινή συμφωνία, γυρίζοντας στους SPIRITUAL BEGGARS, αφήνοντας την θέση του πίσω από το mellotron στον Joakim Svalberg.
Στον πόλεμο που θα ακολουθήσει, με την οξεία κριτική πολλών metalheads, ο frontman του συγκροτήματος θα απαντήσει με δύο τρόπους. Αρχικά, με την δήλωση, που προέρχεται μέσα από μια συζήτηση που έχει με τον Steven Wilson και τον Jonas Renkse, ότι έχει βαρεθεί τα metal cliche, με τις στερεότυπες εκφράσεις και συνήθειες. Κατά δεύτερον, έχουμε την δημιουργία ενός project με τον σταθερό συνοδοιπόρο του Steven Wilson, που ακούει στο όνομα STORM CORROSION, η μουσική του οποίου δεν διαφέρει ιδιαίτερα από αυτή που συναντάμε στο Haritage. Άλλωστε από την σύσταση του συγκροτήματος τα σημάδια της λατρείας του vintage progressive ήχου είναι παντού. Μπορεί να μην αποτυπώνονταν πάντα με νότες (ειδικά στην αρχή), ωστόσο η βαθιά επιρροή του είναι ολοφάνερη.
Επόμενη στάση στη μακροχρόνια πορεία των OPETH, αποτελεί το “καλοκαιρινό” Pale Communion. Η μπάντα δεν λύγισε από την (δικαιολογημένη ως ένα βαθμό) γκρίνια των οπαδών, κι εστίασε στην τελειοποίηση του ιδιαίτερου εγχειρήματος που είχαν ξεκινήσει τρία χρόνια νωρίτερα. Κάπου εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι με τον νέο ήχο, οι OPETH ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στο τριπάκι της αναβίωσης αυτής της vintage αισθητικής. Και ναι, σε πολλά σημεία το χαμηλό επίπεδο που θέτει το Pale Communion μπορεί να προκαλεί την ιστορία της μπάντας, ωστόσο αν εξετάσουμε τον δίσκο ακέραιο (χωρίς ονόματα και ταμπέλες) δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε την αξία του. Ακόμα και σε επίπεδο εξώφυλλου, η δουλειά είναι κλάση ανώτερη. Όχι επειδή έχει αναλάβει ο γνωστός και μη εξαιρετέος Smith Travis, αλλά επειδή το artwork προσδίδει στην μπάντα την επιβλητικότητα που της αρμόζει, σε αντίθεση με το πρόχειρο κολλάζ που πρόσφερε το Heritage.
Αλλά τι άλλο να γράψει κανείς για τους OPETH; Η μουσική τους ταυτότητα, οι συνθέσεις τους που κυλούν σαν τα σκοτεινά νερά ενός ποταμού, δίχως να επιστρέφουν σε ρεφρέν και επαναλαμβανόμενες φόρμες, μας έχουν στιγματίσει μέσα από τις κυκλοφορίες τους. Η ιστορία για αυτούς ακόμα συνεχίζεται, απροσδόκητη, λαμπρή και περιπετειώδης. Όσο δηλαδή ακόμα η μούσα ακουμπά πάνω στα δάχτυλα του Mikael Åkerfeldt, οποίος μας παρέδωσε στο μεταξύ άλλα δυο πονήματα, τα Sorceress (2016) και In Cauda Venenum (2019). Και η πορεία συνεχίζεται.
Κείμενο: Νίκος Ζέρης
[Η πρώτη μορφή του κειμένου δημοσιέυτηκε στο Rock Hard]