Οι Orange Goblin αποτελούν αδιαμφισβήτητα το κορυφαίο βρετανικό heavy rock γκρουπ και ένα από τα πιο ιστορικά της σκηνής διεθνώς. Επί τρεις δεκαετίες υπηρετούν το συγκεκριμένο μουσικό είδος με συνέπεια, διαποτίζοντας το με γενναίες δόσεις τρέλας, fuzz και “Σαμπαθίλας”. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που από την πρώτη επίσκεψη τους στην Ελλάδα κατάφεραν να οικοδομήσουν μια πολύ δυνατή σχέση με το εγχώριο κοινό. Σε λίγες μέρες επιστρέφουν στη χώρα μας για να εμφανιστούν ως επικεφαλής της δεύτερης μέρας του Heavy Psych Sounds Fest. Αυτή τη φορά τα συναισθήματα αναμένεται να είναι λίγο πιο έντονα καθώς πρόσφατα ανακοίνωσαν πως η φετινή θα είναι η τελευταία τους περιοδεία. Ως ένα από τα πιο αγαπημένα μας σχήματα, δεν μπορούσαμε να μην τους αποχαιρετίσουμε με ένα κείμενο. Για το πρώτο μισό της πορείας τους έχουν γραφτεί ήδη πάρα πολλά και δεν έχουμε κάτι περισσότερο να προσθέσουμε. Επιλέξαμε εδώ να καταπιαστούμε με το δεύτερο κομμάτι της δισκογραφικής τους διαδρομής, θέλοντας να προσεγγίσουμε ξανά κάποιες από τις δουλειές τους που ενδεχομένως δεν έτυχαν προβολής ανάλογης με της κλασικής πρώτης πεντάδας των ηχογραφημάτων τους.
Επιμέλεια αφιερώματος: Πάνος Δρόλιας – Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Healing through Fire (Sanctuary / Candlelight Records, 2007)
Οι ORANGE GOBLIN κυκλοφόρησαν το Healing through fire το 2007 αρχικά μέσω της Sanctuary, ωστόσο το 2014 επανέκδοσαν τον δίσκο αυτή τη φορά υπό τη στέγη της Candlelight Records. Το χρονικό σημείο μιας τέτοιας κίνησης διόλου τυχαίο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Έχοντας μεσολαβήσει δυο χρόνια από το εκπληκτικό Eulogy for the damned και με την κοινή ευρωπαϊκή περιοδεία με τους SAINT VITUS με αφορμή την συμπλήρωση 35 χρόνων καριέρας των τελευταίων, το Healing through fire λειτούργησε ουσιαστικά ως ένα πρώτης τάξεως ορεκτικό εν όψει της καινούργιας δισκογραφικής δουλειάς της μπάντας. Επιπρόσθετα, η επιλογή του συγκεκριμένου άλμπουμ δεν ήταν φυσικά τυχαία. Όσον αφορά το συναυλιακό κομμάτι, ήταν ο μόνος δίσκος για το οποίο οι ORANGE GOBLIN δεν είχαν πραγματοποιήσει περιοδεία προώθησης στις ΗΠΑ.
Στο καθαρά μουσικό σκέλος, μετά τις punk εξάρσεις του Coup de grace καθώς και την heavy rock αύρα του κατά τ’ άλλα πολύ καλού Thieving from the house of god, το Healing through fire σηματοδότησε την επιστροφή της μπάντας σε πιο παραδοσιακές και βαριές stoner/doom φόρμες, με εντυπωσιακά κομμάτια σαν τα “Cities of Frost”, “Vagrant Stomp” και “They come back (Harvest of skulls)” να καθιερώνονται εφεξής ως αναπόσπαστα μέρη κάθε ζωντανής εμφάνισης των ORANGE GOBLIN.
Συνοπτικά, με δεδομένο ότι ο ήχος του άλμπουμ δεν έχει υποστεί κάποια νέα μίξη συν το γεγονός ότι έχουν προστεθεί ως bonus οι live εκτελέσεις των “The Ballad of Solomon Eagle” και “They come back (Harvest of skulls)” από την εμφάνιση του σχήματος στο Radio One Rock Show του BBC τον Αύγουστο του 2007, η επανακυκλοφορία του Healing through fire αποτελει ισχυρό δέλεαρ αποκλειστικά και μόνο για τους φανατικούς συλλέκτες των ORANGE GOBLIN.
Π. Δ.
A Eulogy for the Damned (Candlelight Records, 2012)
Οι Orange Goblin είναι σαν το παλιό καλό κρασί. Ξέρεις ότι πάντα θα είναι εκεί να σε περιμένει να ωριμάσεις μαζί του, ξέρεις ότι η απαράμιλλη γεύση του θα πλημμυρίσει το μυαλό σου μόνο με ευχάριστες στιγμές και αναμνήσεις ενώ ξέρεις ότι κάθε του γουλιά όχι μόνο θα σε κάνει να εθιστείς περισσότερο αλλά θα σε χτυπήσει κατακούτελα όπως ακριβώς και την πρώτη φορά. Αν και πλέον έχουν πάψει να προσφέρουν εκπλήξεις σαν συγκρότημα πλην όμως δεν έχουν χάσει ούτε στο ελάχιστο το τσαγανό τους και την ικανότητα να δημιουργούν εντυπωσιακά μα πάνω απ’ όλα τίμια και αξιοπρεπέστατα albums που να τους επιτρέπουν να κρατιούνται ζωντανοί τόσο στην αφρόκρεμα της παγκόσμιας stoner σκηνής όσο και στην εκτίμηση των πολυπληθών οπαδών τους για δεκαετίες.
Άξιζε όμως τον κόπο η αναμονή πέντε ολόκληρων ετών από την προηγούμενη κυκλοφορία; Φυσικά και άξιζε! Οι Orange Goblin εξάλλου δεν μας έχουν συνηθίσει στις απογοητεύσεις. Και αυτό ακριβώς επαληθεύουν περίτρανα με τις δέκα συνθέσεις του A Eulogy for the Damned, οι οποίες συγκεντρώνουν όλα εκείνα τα λατρεμένα στοιχεία που έχουν τον διαβολεμένο τρόπο να σου ανεβάζουν την λίμπιντο: περίσσεια heavy rock αλητεία, stoner riffs που μετατρέπονται σε doom καταιγίδες υπό τις ευλογίες φυσικά των Sabbath και των Saint Vitus ενώ από το χαρμάνι δεν λείπουν και οι southern αναφορές ποτισμένες με ισόποσες δόσεις ψυχεδέλειας και μεθυστικότατου whiskey.
Παράλληλα το δυνατό χαρτί του album είναι δίχως αμφιβολία η αψεγάδιαστη δουλειά στον τομέα της παραγωγής που εν αντιθέσει με τον τραχύ, ωμό και κάπως μονολιθικό ήχο του κατά τ’ άλλα πολύ καλού Healing Through Fire καταφέρνει σε συνδυασμό και με τα εμπνευσμένα riffs να αναδείξει έναν ήχο πιο ογκώδη και γεμάτο ενέργεια καθώς και αρκετά κοντινό στον αντίστοιχο του Time Travelling Blues, γεγονός που αποτυπώνεται και σε κομμάτια σαν τα “Red Tide Rising”, “Acid Trial”, τα οποία σε κερδίζουν από την πρώτη κιόλας ακρόαση καθώς και στα “The Filthy and The Few” και “Save Me from Myself” που περιέχουν όση ακριβώς ξεδιάντροπη southern μαγκιά χρειάζεται για να κάνουν μέχρι και το κορμί της Daisy Duke να σέρνεται ασύστολα στα πατώματα των πιο βρώμικων saloons. Ακόμα κι αυτά τα κομμάτια όμως δεν είναι δυνατόν να μπουν στην ζυγαριά με τα απόλυτα highlights του δίσκου, τα οποία δεν είναι άλλα από τα υπερμεγαλειώδη “The Fog” και “Death of Aquarius” που σφίγγουν σαν θηλιά γύρω από τον λαιμό σου μην αφήνοντας σε να πάρεις ανάσα. Ναι σαν και αυτά τα δύο άσματα είχαμε να ακούσουμε από τις αξέχαστες εποχές των πρώτων μαγευτικών albums της μπάντας. Και ναι διάολε οι Orange Goblin ακόμα το ‘χουν…
Εν κατακλείδι, το A Eulogy for the Damned είναι ένα ακόμη αξιοπρεπέστατο album που τιμάει και με το παραπάνω την πορεία και την ιστορία της μπάντας και ταυτοχρόνως ένα σαφέστατο δείγμα ότι οι Orange Goblin έχουν πάρα πολλά να δώσουν ακόμη. Γι’ αυτό και προσωπικά πιστεύω ότι δεν αφήνει ανικανοποίητο κανέναν απολύτως οπαδό της μπάντας.
Π. Δ.
Back from the Abyss (Candlelight Records, 2014)
Το rock ‘n’ roll όπως και το heavy metal δεν θέλει μόνο κόπο αλλά πάνω απ’ όλα τρόπο. Όσο cliché και αν ακούγεται, οι ORANGE GOBLIN είναι από τους λίγους, που με τα συναυλιακά όσο και δισκογραφικά τους πεπραγμένα, έχουν αποδείξει πως όχι μόνο κατέχουν τον τρόπο, αλλά διαθέτουν cojones που άνετα γκρεμίζουν συνοικίες ολόκληρες. Είναι προς τιμήν τους, άλλωστε, πως ουδέποτε πλασαρίστηκαν ως ευρηματικοί και πρωτοπόροι και κατάφεραν να κρατηθούν στην επιφάνεια επειδή απλά δεν συμβιβάστηκαν με κάτι διαφορετικό και λιγότερο αυθεντικό από αυτό που πραγματικά αγαπούν να κάνουν. Και ίσως αυτός να είναι τελικά ο κυριότερος λόγος που μέχρι και σήμερα διαθέτουν ένα πιστό και άκρως φανατικό κοινό, που μονίμως τους ακολουθεί μέχρι και στα πιο απομακρυσμένα live καταγώγια.
Σε αντίθεση με τους doom προσανατολισμούς των Healing through fire και A Eulogy for the Damned, το Back form the Abyss heavy rock-άρει και μάλιστα τόσο ασύστολα και τόσο αμετανόητα. Ήδη από τα εναρκτήρια κιόλας “Sabbath Hex” και “Übermensch”, οι ORANGE GOBLIN φροντίζουν να κάνουν ξεκάθαρες τις διαθέσεις τους. Tempo με πατημένο το πόδι πεισματικά στο γκάζι και riffs που παρτάρουν ανελέητα αναβλύζοντας συνεχώς ιδρώτα, ζωηράδα και ξεθεωτική ροκάδικη ένταση, συγκροτούν ένα σκηνικό που σε κρατάει μονίμως στην τσίτα για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Το συγκεκριμένο στερεότυπο επαναλαμβάνεται αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του δίσκου, με τα παραδείγματα του “The devil’s whip”, που μοιάζει να σιγοκαίει σαν λαμπάδα κάτω από το εικόνισμα των MOTORHEAD, καθώς και του “Bloodzilla”, το οποίο ξεκλέβει αρκετό από το φουριόζικο punk συναίσθημα του Coup de Grace, να καταδεικνύουν ότι η λονδρέζικη συμμορία, με μπροστάρη τον Ben Ward, βρίσκεται ξανά σε μεγάλη φόρμα και τεράστια κέφια.
Η εντύπωση που σχηματίζεται στην πορεία της ακρόασης είναι, πάντως, ότι, όπως και στο A Eulogy for the Damned, έτσι και εδώ, ο ποιοτικός πήχης έχει εκούσια στηριχθεί σε πιο mid–tempo κομμάτια. Ειδικά τα “Heavy lies the crown” και “Into the arms of Morpheus”, συνεπικουρούμενα ενδεχομένως και από την πεντακάθαρη παραγωγή του άλμπουμ, συνιστούν εκτός από εξαιρετικά συνθετικά δείγματα γραφής και την αποθέωση της κιθαριστικής απλότητας του τίμιου Joe Hoare, ο οποίος για πολλοστή φορά χρησιμοποιεί μαεστρικά το χαρακτηριστικό συναυλιακό groove της μπάντας όπου πρέπει κι όσο πρέπει. Για όσους τυχόν ψάχνουν εκπλήξεις, βέβαια, η αβάσταχτη old–school επικίλα των “Mythical knives” και “Blood of them” φαντάζει ως το ιδανικό κερασάκι στην τούρτα και συγχρόνως μια πρώτου μεγέθους πιστοποίηση ότι η καρδιά του βρετανικού σχήματος μπορεί, μεν, να βροντοφωνάζει διαρκώς της λέξης rock ‘n’ roll, όμως, η ψυχή του εξακολουθεί να παραμένει βαθιά ριζωμένη στο παραδοσιακό metal της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Εν κατακλείδι, το Back from the Abyss είναι ακριβώς όσο απολαυστικό και ξεσηκωτικό χρειάζεται για να σε κάνει να περάσεις καλά και να το διασκεδάσεις με την ψυχή σου. Είναι εντελώς μάταιο να παραστήσεις τον παρελθοντολάγνο βάζοντας το στη ζυγαριά σύγκρισης με τις προηγούμενες δουλειές των ORANGE GOBLIN, μιας και δεδομένα διαθέτει όλα τα εχέγγυα για να καλύψει ακόμα και τα πιο απαιτητικά heavy rock γούστα. Απλά και ξάστερα. Fader στο τέρμα, παγωμένη μπύρα ή ουϊσκάρα στο ποτήρι και αρχίζεις από τώρα να μετράς τις μέρες μέχρι να ξαναδείς από κοντά την θεριακλωμένη μορφή του Ben Ward και της παρέας του να αλωνίζουν τα σανίδια της σκηνής. Γιατί όπως άλλωστε το έχει πει και ο θείος Lemmy: “The pleasure is to play, it makes no difference what you say”.
Π. Δ.
The Wolf Bites Back (Candlelight Records, 2018)
Δεν είναι μονάχα η πλειάδα δίσκων που δίχως τυμπανοκρουσίες έχουν γράψει την δική τους ιστορία στο μεταλλικό (και μη) στερέωμα. Η ισχυρότερη παρακαταθήκη στην μέχρι τώρα πορεία των ORANGE GOBLIN έχει να κάνει κυρίως με την γρανιτένια σχέση αγάπης και λατρείας που έχουν θεμελιώσει με το οπαδικό τους κοινό. Μια σχέση που ισοδύναμα πηγάζει τόσο από την προφανή βρετανική τιμιότητα τους όσο και από το γεγονός ότι έχουν καταφέρει με συνέπεια να απαξιώσουν λέξεις όπως «ξεπέτα» και «απογοήτευση».
Η ένατη δισκογραφική κατάθεση του λονδρέζικου κουαρτέτου προσθέτει το δικό της λιθαράκι σε αυτή την σχέση. Σαφέστατα όχι το πιο εντυπωσιακό, ούτε βέβαια και το πιο ενθουσιώδες. Από την στιγμή, άλλωστε, που οι εκπλήξεις και οι πάσης φύσεως καινοτομίες έχουν εκλείψει μάλλον οριστικά από το ρεπερτόριο και τα μεγαλεία των πρώτων τριών δίσκων φαντάζουν πλέον όλο και πιο μακρινά, το The wolf bites back πράττει το αυτονόητο. Ανασύρει από το οπλοστάσιο όλα τα θελκτικά στοιχεία της μουσικής των ORANGE GOBLIN και βαράει όπου και όποτε μπορεί στο ψαχνό, με άξιο μπροστάρη και καθοδηγητή το λευκό ταυράκι του Joe Hoare.
Κάπως έτσι δεσπόζουν κομμάτια που καλύπτουν όλα τα γούστα. Θες doom βαριοπούλα που να σκάει στο δόξα πατρί; Υπάρχει το “Sword of Fire”. Γουστάρεις τιγκαρισμένο heavy metal που να ανεβάζει στα ύψη την αδρεναλίνη; Ποντάρεις στο ομώνυμο και φυσικά στο “Burn the ships”. Ψάχνεις κάτι σε πιο γκαζιάρικο και σε πιο heavy rock; Βάζεις τα “Renegade” και “Ghosts of the Primitives” και αφήνεις την κάψα από τις ουϊσκάρες να κάνει την δουλειά της από τον ουρανίσκο μέχρι τον οισοφάγο. Νοστάλγησες λιγάκι τον πιο punk τόνο του Coup de Grace; Ντου κατευθείαν στο “Suicide division”. Ψήνεσαι και για μια μερακλήδικη τζούρα από υψηλής απόσταξης southern rock που απογειώνεται από γουστόζικες Hammond-ιές; Κλείσε τα μάτια και άκου το “The Stranger”.
Ο τίτλος όμως του πιο εθιστικού κομματιού του δίσκου πηγαίνει δικαιωματικά στο “Zeitgeist”. Γιατί σου προσφέρει το κάτι διαφορετικό παρόλο που κάπου στα ενδιάμεσα νιώθεις πως κλείνει το μάτι ύποπτα στους MAIDEN και στους MASTODON (της μετά-The Hunter δισκογραφίας). Γιατί οι κολληματικές δισολίες (!) του σε τσιτώνουν τόσο άσχημα που θες να ανεβάσεις κατακόρυφα την ένταση για τη μεγαλύτερη δυνατή απόλαυση. Και στην τελική γιατί θα ξεκινήσουμε πεισματική απεργία πείνας έτσι και δεν καταφέρουν με κάποιο διαβολεμένο τρόπο να το χωρέσουν στις συναυλίες τους.
Το The wolf bites back μπορεί λοιπόν μην δαγκώνει τόσο άγρια όσο ενδεχομένως υποδηλώνει ο τίτλος του, ωστόσο είναι ένα ελκυστικό ψηφιδωτό με όσα περιμένεις και γουστάρεις να ακούσεις από τους ORANGE GOBLIN. Και όταν σφίξουν για τα καλά οι ζέστες δεν αποτελεί τίποτα λιγότερο από μια όαση rock ‘n’ roll δροσιάς. Συνεπώς ανοίγεις οπωσδήποτε παγωμένη μπύρα, ακούς στην μέγιστη δυνατή ένταση και απολαμβάνεις μέχρι το επόμενο συναυλιακό τους ραντεβού με τα μέρη μας.
Π. Δ.
Την επόμενη χρονιά το γκρουπ επέστρεψε στη χώρα μας για μια εμφάνιση στο Fuzz Club για την προώθηση του The wolf bites back. Με αυτή την αφορμή είχαμε τη μεγάλη χαρά να μιλήσουμε με τον θηριώδη frontman τους Ben Ward (τεράστια μορφή του λαϊκού κινήματος) ο οποίος μας μίλησε πρόθυμα για την μακρά πορεία της μπάντας, τα δισκογραφικά και συναυλιακά πεπραγμένα τους, το περιώνυμο Brexit αλλά… και τα θανατηφόρα high–five! Ακολουθούν μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από εκείνη την κουβέντα.
Ξαναβλέποντας τη διαδικασία ηχογράφησης του The Wolf Bites Back, είστε ικανοποιημένοι με το τελικό αποτέλεσμα;
Είμαστε πολύ ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα. Δεν μπήκαμε στο στούντιο με συγκεκριμένο πλάνο για το πως θα ακούγεται αλλά ξέραμε πως δουλεύοντας με τον Gomez θα είχαμε σπουδαίο αποτέλεσμα, οπότε τον αφήσαμε να κάνει τη δουλειά του. Μας παρουσίασε πολλές νέες ιδέες και μετά από 25 χρόνια ηχογραφήσεων εξακολουθούμε να μαθαίνουμε κάτι νέο κάθε μέρα. Νομίζω πως τα τραγούδια σε αυτό το δίσκο είναι πραγματικά δυνατά και κατάφερε να αποτυπώσει την αίσθηση και τη δυναμική ακριβώς όπως επιθυμούσαμε, οπότε σίγουρα θέλουμε να ξαναδουλέψουμε μαζί του.
Γνωρίζω ότι η μουσική των Orange Goblin δεν έχει πολιτικά κίνητρα αλλά ποια είναι η άποψη σας για την πολιτική «χιονοστιβάδα» στην Βρετανία τόσο ως περιοδεύοντες μουσικοί όσο και ως πολίτες.
Είναι λίγο σαν γκρίζα ζώνη αυτή τη στιγμή καθώς κανένας δεν γνωρίζει τι είδους συμφωνία για Brexit θα υπάρξει αλλά δεν βλέπω τα πράγματα πολύ θετικά για τους περιοδεύοντες μουσικούς. Η πρόσφατη εμπειρία μας με το ζήτημα της αμερικάνικης Visa αποτελεί μια ένδειξη για το τι βρίσκεται μπροστά μας όταν θα θέλουμε να παίξουμε οπουδήποτε στην Ευρώπη, οπότε τόσο ως μουσικός όσο και ως booking agent (σ.σ. ο Ward ασχολείται, πέραν των Orange Goblin, με το κομμάτι της οργάνωσης περιοδειών συγκροτημάτων) είμαι πολύ ανήσυχος για το μέλλον της ζωντανής μουσικής και των περιοδειών για τις μπάντες με βάση το Ηνωμένο Βασίλειο.
Συμμετείχες σε ένα τραγούδι για το solo δίσκο του Phil Campbell, ενώ ο Phil ηχογράφησε τα κιθαριστικά solo για τα κομμάτια “The Wolf bites back” και “Zeitgeist”. Πως προέκυψαν οι συγκεκριμένες συνεργασίες;
Ο Phil είναι ένας πραγματικά καλός φίλος και εγώ εργάζομαι σαν booking agent του, επίσης. Του ζητήσαμε να ηχογραφήσει μαζί μας στο The Wolf Bites Back, δεν δίστασε και «χτύπησε» δυο εκπληκτικά solo για τα κομμάτια που ανέφερες. Ως τεράστιοι φαν των Motorhead, ήταν πραγματικά τιμή για μας όπως μπορείς να φανταστείς, οπότε όταν ο Phil μου ζήτησε να ηχογραφήσω ένα κομμάτι μαζί του, άρπαξα την ευκαιρία. Είμαι τώρα στο ίδιο άλμπουμ με τους Alice Cooper, Rob Halford, Biff Byford και Dee Snider. Είναι σαν να πραγματοποιήθηκε ένα όνειρο!
Με δεδομένο πως έχετε παίξει στην Ελλάδα πολλές φορές, ποιο είναι το στοιχείο που κάνει το δεσμό της μπάντας με το Ελληνικό κοινό τόσο δυνατό και με τέτοια διάρκεια;
Δεν ξέρω ποιο είναι αλλά από τότε που παίξαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2002, υπάρχει ένα ιδιαίτερο «δέσιμο». Νομίζω πως στους Έλληνες φαν αρέσει να βγαίνουν και να περνάνε όσο καλύτερα γίνεται και να απολαμβάνουν τη μουσική, δεν υπάρχει ποζεριά και είναι παθιασμένοι. Ως συγκρότημα το εκτιμούμε πολύ και έχουμε πάντα ένα ειδικό δεσμό με την Ελλάδα.
Επέτρεψε μας μια τελευταία ερώτηση. Πόση δύναμη χρειάζεται για να καταστρέψεις τον ώμο ενός φαν με ένα high–five; :D
Χαχα! Δεν είμαι βέβαιος για το πως πραγματικά συνέβη, ήταν απλά ένα φρικτό ατύχημα και είμαι χαρούμενος που ο φαν είναι ΟΚ και το πήρε χιουμοριστικά. Δεν είναι κάτι που κάνω προσχεδιασμένα, σεβόμαστε όλους τους φαν. Cheers!
Π. Δ.
Science, Not Fiction (Peaceville, 2024)
Από το ντεμπούτο Frequencies from Planet Ten (1997) μέχρι το πρόσφατο δέκατο άλμπουμ Science, Not Fiction, οι Orange Goblin διέγραψαν μια θαυμάσια και περιπετειώδη πορεία. Μέσα από τους δίσκους τους και τις συναυλίες τους καθιερώθηκαν ως το πλέον ποιοτικό heavy rock σχήμα στην Αγγλία και κατ’ επέκταση ένα από τα κορυφαία της Ευρώπης. Όταν κυκλοφόρησε το Science, Not Fiction, δεν μπορούσαμε να γνωρίζουμε πως θα είναι το τελευταίο της μπάντας. Το περιμέναμε ωστόσο με έξτρα περιέργεια καθώς επρόκειτο για την πρώτη τους κυκλοφορία στην οποία καταγραφόταν αλλαγή της σύνθεσης του γκρουπ μετά από… αιώνες. Συγκεκριμένα εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά δισκογραφικά ο Harry Armstrong, ο οποίος αντικατέστησε τον αρχικό μπασίστα Martyn Millard, που αποσύρθηκε μετά από 25 χρόνια “υπηρεσίας”.
Ακούγοντας το εναρκτήριο “The Fire at the Center of the Earth Is Mine” βεβαιωθήκαμε πως όλα βρίσκονται στη θέση τους. Ό,τι αγαπήσαμε όλα αυτά τα χρόνια σε αυτούς είναι παρόντα και μάλιστα σε γενναίες ποσότητες. Ας είμαστε ειλικρινείς εξάλλου, μετά από τρεις δεκαετίες δύσκολα περιμένεις εκπλήξεις, χωρίς αυτό να μας αποτρέπει από το να πατήσουμε το “play” με λαχτάρα όπως κάθε φορά. Αμέσως μετά έρχεται ο δυναμίτης που ονομάζεται “(Not) Rocket Science” για να διώξει οποιαδήποτε περιττή σκέψη ή αμφιβολία. Είπαμε λοιπόν ότι δεν αναμέναμε εκπλήξεις ωστόσο δεν σημαίνει πως αυτές δεν υπάρχουν, ακούγοντας για παράδειγμα “False Hope Diet” το θεωρήσαμε ως ένα ακόμα τυπικό δείγμα της τραγουδοποιίας των Orange Goblin, όμως μετά από ένα δίλεπτο το κομμάτι παίρνει μια διαφορετική τροπή και μεταμορφώνεται σε ένα φοβερό καταιγιστικό track, προτού αλλάξει και πάλι ο ρυθμός κατεβάζοντας το τέμπο. Αμέσως μετά ακούμε πιάνο (!), καμπάνες και μια υποβλητική ατμόσφαιρα κατακλύζει τα ηχεία. Αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε αν ακούμε όντως κάποια σύνθεση των Orange Goblin. Πάνω στο δίλεπτο σκάει ένα σαρωτικό riff και δεν αργούμε να συνειδητοποιήσουμε πως το “Cemetery Rats” είναι από τα κομμάτια εκείνα που είναι προορισμένα να προκαλούν πανδαιμόνιο στα live τους. Κάπου εκεί εμφανίζεται μια μικρή αλλά αναπόφευκτη -κακά τα ψέματα- “κοιλίτσα”. Μετά από δέκα δίσκους που πρακτικά σημαίνει περίπου 100 συνθέσεις είναι λίγο αφελές να περιμένουμε πως δεν θα υπάρχουν κομμάτια που βρίσκονται ένα κλικ πιο κάτω από τα καθιερωμένα επίπεδα. Ωστόσο το φινάλε είναι άκρως πειστικό με το θαυμάσιο “End of Transmission” (τυχαίος ο τίτλος άραγε;) να βάζει εμφατικά τελεία (σε κάποιες special εκδόσεις προστίθεται ως bonus track το “Eye Of The Minotaur”).
Θα ήμασταν άδικοι αν δεν αφιερώναμε λίγο χώρο για να απονείμουμε έξτρα εύσημα στον Ben Ward που δίνει τα ρέστα του στους στίχους, καταπιανόμενος σχεδόν με τα πάντα, από sci-fi θέματα μέχρι ζητήματα της αδυσώπητης καθημερινότητας. Επιπλέον, οφείλουμε να πιστώσουμε στον Joe Hoare την φοβερή δουλειά στο κιθαριστικό κομμάτι και να αναλογιστούμε για μια ακόμα φορά πόσο υποτιμημένος αλλά ταυτόχρονα ουσιαστικός κιθαρίστας είναι. Τέλος, δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε πως αυτό που μας ενοχλεί σε άλλα γκρουπ, στους Orange Goblin είναι το βασικό πλεονέκτημα τους. Αναφερόμαστε προφανώς στην μονολιθικότητα του ήχου τους που αποτελεί και το αδιαφιλονίκητο ατού τους όλα αυτά τα χρόνια. Άλλωστε πότε δεν απαιτήσαμε πειραματισμούς και αλλαγή ύφους από μπάντες όπως οι Motorhead, οι Ramones ή AC/DC, αυτό που έκαναν το έκαναν τόσο καλά που δεν υπήρχε λόγος να το νοθεύσουν. Τηρούμενων των αναλογιών, αυτό ισχύει και για τους Orange Goblin. Αν λοιπόν αυτός είναι ο τελευταίος τους δίσκος (καθώς οι ίδιοι ανακοίνωσαν παύση εργασιών εντός του έτος), τότε κλείνουν την καριέρα τους με ένα τρόπο που τους αρμόζει και τους τιμάει.
Κ.Α.