Είναι γνωστή από χρόνια η τακτική των Pelican να παρουσιάζουν πρώτα ένα EP και μετά το full length album, παραδοσιακά ένα εξάμηνο περίπου μετά την κυκλοφορία του πρώτου. Κάπως έτσι, τα EP εκπληρώνουν ένα σημαντικό σκοπό και σε καμία περίπτωση δεν περιλαμβάνουν περισσεύματα από προηγούμενα sessions που δεν μπήκαν σε δίσκο.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, κυρίως για όσους δεν έχουν στενή επαφή με τους Pelican. Το συγκρότημα ξεκίνησε την πορεία του το 2000 και ανατράφηκε στην Hydra Head του τιτάνα Aaron Turner. Λίγο πριν την οριστική διάλυση των Isis μετακόμισε στον έτερο πυλώνα της post σκηνής, τη Southern Lord, επιχειρώντας έτσι να απογαλακτιστεί από το μαστάρι του Turner. Πιστοί όμως στις καταβολές τους, δεν θέλησαν να απομακρυνθούν από τις post-metal/instrumental καταβολές τους, βρωμίζοντας ωστόσο όλο και περισσότερο τον κατά τα άλλα μελωδικό τους ήχο. Δύο δεκαετίες αργότερα εξακολουθούν να αποτελούν ένα από τα πιο ευρηματικά και συνεπή σχήματα του post ήχου. Παρακάτω παρουσιάζουμε τα EP που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα (εξαιρώντας τα πολυάριθμα single και split) ακολουθώντας παράλληλα την εξέλιξη του ήχου της μπάντας.
Pelican (2001)
Μια εποχή όπου ο ορισμός του post metal ήταν υπό διερεύνηση οι Pelican μας χαρίζουν έναν οδηγό για το πως θα πρέπει να παίζεται. Βαριές κι ασήκωτες κιθάρες, ηχητικοί πειραματισμοί και απρόσμενες γλυκές μελωδίες, είναι η συνταγή πάνω στην οποία έχτισαν την καριέρα τους πολλές μπάντες αργότερα. Το ομότιτλο, πρώτο δείγμα, της μπάντας από το Chicago είναι τόσο πυκνό και μεστό που μέσα σε μισή ώρα μπορεί δικαιολογήσει απόλυτα την έκρηξη riffs που πραγματοποιήθηκε δύο χρόνια αργότερα στο θρυλικό Australasia. Αν και το Mammoth είναι το κομμάτι που σε λιώνει κάτω από το αδυσώπητο βάρος του, θα έλεγα ότι το The Woods παρουσιάζεται ως πιο ολοκληρωμένο και πιο κοντά στην μουσική που θα ακούσουμε αργότερα από την μπάντα.
March into the Sea (2005)
Το 2005 οι Pelican κυκλοφόρησαν το δεύτερο EP της καριέρας τους. Σε αυτό βρίσκουμε την πλήρη εκδοχή του μεγαλοπρεπούς March into the Sea, η οποία ξεπερνά τα 20 λεπτά. Το συγκεκριμένο κομμάτι τελικώς συμπεριλήφθηκε στο επόμενο άλμπουμ τους The Fire in Our Throats Will Beckon the Thaw που κυκλοφόρησε λίγους μόνο μήνες αργότερα, σε μια συντομευμένη κατά το ήμισυ εκτέλεση. Το δεύτερο track του EP είναι το Angel Tears, το οποίο υπήρχε στο ντεμπούτο τους Australasia, και εδώ παρουσιάζεται σε ένα remix από τον γίγαντα Justin K. Broadrick (Godflesh, Jesu και τόσα άλλα…), ο οποίος βάζει το θαυματουργό χεράκι του και προσθέτει μερικές ηλεκτρονικές πινελιές.
Pink Mammoth (2007)
Είναι ίσως το λιγότερο γνωστό από τα EP του συγκροτήματος κι όχι άδικα, καθώς το βρίσκεις μόνο στο bandcamp του συγκροτήματος. Περιέχει δύο μόνο κομμάτια, τα οποία και τα δύο με τον δικό τους τρόπο αποτελούν διαφορετικές εκδοχές προηγούμενων. Το Pink Mammoth αποτελεί το alter ego του Mammoth που συναντήσαμε στο πρώτο EP. Πρόκειται για μια φωτεινή αναλαμπή μέσα στο πηχτό σκοτάδι της μουσικής των Pelican, μιας και η μπάντα αλλάζει τονικότητα, αναστρέφοντας έτσι κάθε πρόσημο στην αρχική μουσική κατεύθυνση. Το δεύτερο μέρος του EP καταλαμβάνει ο ambient πειραματισμός του End of Seasons, ένα mashup από ιδέες που προέρχονται από τα κομμάτια Aurora Borealis και Untitled από το The Fire In Our Throats Will Beacon…, τα οποία αναλαμβάνει να remixάρει ο Prefuse 73. Hardcore κυκλοφορία, για τους πραγματικούς λάτρεις της μπάντας.
Ephemeral (2009)
Η απόφαση της μπάντας να «μετακομίσει» από τη Hydra Head του Aaron Turner στη Southern Lord του Greg Anderson υπήρξε μια από τις πιο κομβικές (και πιθανώς πιο δύσκολες) αποφάσεις που χρειάστηκε να πάρει το γκρουπ στην καριέρα του. Η πρώτη κυκλοφορία στη νέα δισκογραφική στέγη ήταν το EP Ephemeral του 2009. Σε αυτό περιλαμβάνονται τρεις συνθέσεις, το δυνατό Embedding The Moss, το Ephemeral, το οποίο επανηχογραφήθηκε για το επόμενο άλμπουμ τους What We All Come to Need, που κυκλοφόρησε -ως συνήθως- λίγους μήνες αργότερα καθώς και η εκδοχή τους στο Geometry of Murder των άκρως επιδραστικών Earth, στο οποίο μάλιστα συμμετέχει ο ίδιος ο Dylan Carlson των τελευταίων. Αξίζει να σημειωθεί πως έκτοτε το συγκρότημα εξακολουθεί να ηχογραφεί σταθερά στη Southern Lord.
Ataraxia/Taraxis (2012)
Το “Ataraxia/Taraxis”, προς τέρψη και ευχαρίστηση, ακολουθεί τα βήματα του “What We All Come to Need” (2009), χωρίς ωστόσο να δίνει την εντύπωση πως έχουμε να κάνουμε με τα leftovers αυτού. Είναι άλλωστε εμφανές ότι τα βήματα των Αμερικάνων προς την μουσική τους εξέλιξη ήταν και θα είναι, μικρά και σταθερά.
Στα δεκαοχτώ λεπτά που διαρκεί το EP, περνάμε από την φάση της αταραξίας σε αυτή της ταραχής και της πώρωσης, όπως δηλώνει κι ο τίτλος. Ειδικά στο “Parasite Colony“, αναβιώνουν στιγμές “Ephemeral” και “The Creeper”. Δεν μπορώ να πω, ο Trevor de Brauw και η παρέα του, ποτέ δεν αποσκοπούσαν στο mainstream κοινό, ωστόσο θαρρώ πως με την συγκεκριμένη, έστω μικρή σε διάρκεια, κυκλοφορία, ανοίγεται μια πόρτα για όποιον δεν είχε πρότερη επαφή με το instrumental. Μεταξύ μας, μετά την σιγή των Isis η σκηνή φαντάζει πιο φτωχή, ωστόσο δίνεται ο πολύτιμος αυτός χώρος για να ανθίσουν κι άλλα μπουμπούκια, εκφραστές του γνήσιου αυτού ήχου της αντίστοιχης σχολής. Δεν θα πω ότι οι Pelican βρίσκονται στη φάση της ωριμότητας, μιας και την έχουν επιδείξει από καιρό, όμως θα πω ότι βρίσκονται στο πιο δημιουργικό τους στάδιο και ταυτόχρονα σε μια φάση αυτονόμησης.
Με αφορμή το συγκεκριμένο EP, το οποίο θεωρούμε κομβικό στην πορεία τους, είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε, την εποχή της κυκλοφορίας του, με το συγκρότημα, το οποίο μας εξήγησε το ρόλο που επιτελούν τα EP στη δισκογραφία του καθώς και το πώς προέκυψε η επιρροή της Επικούρειας φιλοσοφίας στη συγκεκριμένη ηχογράφηση. Παρακάτω παραθέτουμε τα σημαντικότερα αποσπάσματα εκείνης της συζήτησης.
Μετά από μια τριετή αναμονή ήρθε τελικά το “Ataraxia / Taraxis“. Γιατί σας πήρε τόσο καιρό; Πώς το υποδέχτηκε το ακροατήριό σας;
Πριν από το συγκεκριμένο EP, περιοδεύαμε αρκετά συχνά, γεγονός που σημαίνει ότι ήμασταν όλοι παρέα και μπορούσαμε να δουλέψουμε πάνω στη μουσική όλο αυτό τον καιρό. Στο τέλος του 2009, έχοντας κουραστεί από όλα αυτά τα χρόνια συνεχούς περιοδείας, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα και οικονομικές δυσκολίες, αναστείλαμε τις εμφανίσεις μας και πιάσαμε δουλειές. Από την στιγμή που δεν μένουμε όλοι στην ίδια πόλη (μερικά μέλη μένουν στο Σικάγο και άλλα στο Los Angeles) η διαδικασία της σύνθεσης καθυστέρησε, και έπρεπε να βασιστούμε στην μεταφορά αρχείων από τις προσωπικές μας ηχογραφήσεις ή κάποιες ελάχιστες πρόβες που κάναμε. Πήρε καιρό, αλλά νομίζω ότι η επιμονή μας στην λεπτομέρεια και τον πειραματισμό της τεχνικής της σύνθεσης ωφέλησε το ολοκληρωμένο πια EP. Οι οπαδοί μας υποστηρίζουν τα νέα τραγούδια, έτσι η επιτυχία βρίσκεται παντού!
Έχω προσέξει ότι πάντα κυκλοφορείτε ένα EP, πριν από κάθε full-length δίσκο. Γιατί αυτό; Είναι τα EPs απομεινάρια της τελευταίας σας κυκλοφορίας ή είναι η δημιουργική αυτή σπίθα για την επόμενη;
Συνήθως ηχογραφούμε ένα EP, για να δοκιμάσουμε τα νέα τραγούδια πριν μπούμε για να φτιάξουμε ένα full-length άλμπουμ. Επίσης νιώθουμε ότι ένα EP χρησιμεύει στο να θυμίσει στο κοινό μας την ύπαρξή μας, πριν ο ολοκληρωμένος δίσκος κυκλοφορήσει. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε αρκετό υλικό για ένα EP, και νιώθουμε ότι έχει φτάσει ο καιρός για να δώσουμε κάτι στον κόσμο.
Ως Έλληνας, μπορώ να πω ότι είμαι εξοικειωμένος με την φιλοσοφία του Επίκουρου, αλλά πως προέκυψαν σε σας οι έννοιες “Ataraxia/Taraxis”;
Μας ενδιαφέρει η θεωρία του Επικούρου, και ακόμα για το πώς, εξαιρώντας τον εαυτό σου από τα κοινά ενδιαφέροντα, ουσιαστικά φέρνεις κοντά σου περισσότερο άγχος. Δεν υπάρχει πραγματική διέξοδος από τις ανησυχίες αυτού του κόσμου – κάθε φορά που τους γυρίζεις την πλάτη αυτές μεγαλώνουν.
Η μουσική σας είναι ένα μίγμα από πολλές διαφορετικές επιρροές. Υποθέτω, κατά την διαδικασία της ηχογράφησης είστε όλοι υπεύθυνοι για αυτό το αποτέλεσμα, σωστά;
Ο καθένας από μας έχει τελείως διαφορετικό γούστο στη μουσική. Όλοι μας είμαστε ανοιχτοί στα ακούσματα του άλλου και προσπαθούμε να βρούμε μια ομπρέλα κάτω από την οποία όλες αυτές οι ιδέες να ταιριάζουν έχοντας κάποια συνοχή. Είναι κατά κάποιο τρόπο το κλειδί για τον μοναδικό μας ήχο.
Αναρωτιέμαι, ποιος ήταν ο λόγος που σας έκανε να επιλέξετε το “Pelican” για όνομα του συγκροτήματος; Υπάρχει κάποιο βαθύτερο νόημα από πίσω του;
Δεν υπάρχει κάποια καλή ιστορία πίσω από το όνομα. Δεν είχαμε κάποια καλή ιδέα και η στιγμή για να διαλέξουμε ένα όνομα έφτανε. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν το συγκρότημα θα ήταν πιο επιτυχημένο εάν δεν είχαμε ένα τόσο γελοίο όνομα.
Τι δίνει ζωή στον ήχο των Pelican;
Περίπατοι στην παραλία, η αναμονή για ένα βρώμικο (σ.σ. φαλάφελ) σε καντίνες, παλιά επεισόδια του The Wire, η 12ωρη οδήγηση, η παρακολούθηση φαλαινών, ποδηλασία χωρίς κάποιο προορισμό ειδικά τις ηλιόλουστες ημέρες, βροχερές μέρες διαβάζοντας κάποιο βιβλίο στο παράθυρο, και το καλύτερο όλων είναι όταν βρίσκεσαι για τέσσερις ώρες ψάχνοντας στα ράφια δισκοπωλείων
Κάνατε το πρώτο σας δισκογραφικό βήμα στην Hydra Head, η οποία είναι ένας από τους πυλώνες της post-rock/metal σκηνής, και η οποία ιδρύθηκε από τον Aaron Turner. Γιατί κάποιος να πάρει την απόφαση να φύγει;
Γράψαμε τρεις δίσκους και αρκετά EP με την συγκεκριμένη εταιρεία και παρόλο που είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία με τους ανθρώπους που την στελεχώνουν, απλά νιώσαμε ότι ήταν καιρός να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό. Απλά δεν θέλαμε να κολλήσουμε σε ένα μουσικό τέλμα, συνεχίζοντας να εξελισσόμαστε σε κάθε κυκλοφορία, νιώθαμε ότι έπρεπε να δοκιμάσουμε κάτι πιο επαγγελματικό, και το να είσαι σε μια διαφορετική εταιρεία σημαίνει ότι εκτίθεσαι και σε διαφορετικό κοινό και ότι αναπτύσσονται διαφορετικές προοπτικές. Μέχρι στιγμής, εκτιμούμε ό,τι έχει κάνει η Southern Lord για μας.
Η διάλυση των Isis επέφερε ένα ισχυρό σοκ στους post-metal fans. Ποιες ήταν οι δικές σας αντιδράσεις; Πότε θα έρθει το τέλος των Pelican;
Ήταν κάπως απροσδόκητο, αλλά νομίζω ότι κατανοώ τους λόγους. Οι Isis φαίνεται πως πάντα είχαν μια αγνότητα στους σκοπούς τους και μια τροχιά την οποία είχαν προδιαγράψει, και νομίζω ότι ο τελευταίος τους δίσκος ήταν η τέλεια άρθρωση της αισθητικής τους. Καλύτερα να καείς παρά να ξεθωριάσεις, σωστά; Στους Pelican δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο τέλος στο βάθος του ορίζοντα, ελπίζω πάντως πως όταν θα “πεθάνουμε” θα αφήσουμε ένα όμορφο πτώμα, όπως κάνανε και οι Isis.
The Cliff (2015)
Η φιλοσοφία του EP The Cliff διαφέρει ελαφρώς από αυτή των προκατόχων του. Εδώ συναντάμε μια σύνθεση που υπήρχε στον προηγούμενο δίσκο τους (το κομμάτι The Cliff από το Forever Becoming) σε τρεις διαφορετικές εκδοχές. Η πρώτη εξ αυτών περιέχει φωνητικά από τον Allen Epley (είχε προσφέρει τη φωνή του και στο Final Breath από το What We All Come to Need), η δεύτερη είναι ένα remix από το Justin Broadrick (πανταχού παρών…) που χαρίζει στο κομμάτι το δικό του ύφος και η τρίτη εκδοχή έχει μιξαριστεί από τους Aaron Harris και Bryant Clifford Meyer, αμφότεροι από τους Palms και φυσικά τους Isis, που τόσο πολύ έχουν επηρεάσει τους Pelican. Το tracklist συμπληρώνεται από μια καινούρια σύνθεση, το εξαιρετικό The Wait.
Οι Pelican επέστρεψαν στη δισκογραφία το 2019 με το πολύ καλό άλμπουμ Nighttime Stories, την κυκλοφορία του οποίου προανήγγειλαν -κατά τα ειωθότα- με το single Midnight And Mescaline λίγους μήνες νωρίτερα και το ευτύχημα είναι ότι στο πλαίσιο της περιοδείας για την προώθηση του δίσκου επέστρεψαν και στη χώρα μας μετά από πάρα πολλά χρόνια (πόσοι ήσασταν άραγε εκείνο το βράδυ στο An όταν είχαν παίξει μαζί με του High on Fire το μακρινό 2007;). Έκτοτε άλλαξαν πολλά, με τον post ήχο να υποχωρεί (για να μην πούμε «καταβαραθρώθηκε»), ενώ και η ίδια η μπάντα ήταν πια εντελώς διαφορετική. Η βασική διαφοροποίηση είχε να κάνει με την αποχώρηση του αρχικού μέλους Laurent Schroeder-Lebec το 2012 και την αντικατάσταση του από τον Dallas Thomas, η οποία έπαιξε κομβικό ρόλο στην εξέλιξη της πορείας τους αλλά και της συγκεκριμένης συναυλίας. Με ποιον τρόπο; Η μπάντα επέλεξε να παίξει αποκλειστικά υλικό από τις δυο κυκλοφορίες στις οποίες συμμετέχει ο Dallas Thomas και (σχεδόν) τίποτα από όλες τις προηγούμενες. Πραγματικά ήταν ωραίο που είχαμε τη δυνατότητα να ακούσουμε σχεδόν όλα τα κομμάτια του Nighttime Stories, αφού πρόκειται για μια πολύ καλή δουλειά, σαφώς ανώτερη από την αμέσως προηγούμενη, το Forever Becoming. Το τελευταίο όμως μάλλον δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες των fans και δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα στη θέση των συνθέσεων που παίχτηκαν από αυτό, να ακουγόταν κάτι από την πρώτη εποχή του σχήματος.
Δουλειά μας είναι ωστόσο να μιλήσουμε όχι για αυτά που δεν παίχτηκαν αλλά για αυτά που ακούστηκαν. Κι αλήθεια είναι πως το γκρουπ μπήκε εντυπωσιακά με το σαρωτικό Midnight and Mescaline, ένα από τα κορυφαία κομμάτια που έχουν σκαρώσει τα τελευταία πολλά χρόνια. Γεγονός είναι επίσης πως χρειαστήκαμε λίγο χρόνο για να προσαρμοστούμε στη δυναμική του ήχου, μιας και νωρίτερα δεν προηγήθηκε κάποιο opening act. Ίσως ακόμα να μην είχαμε ζεσταθεί δεόντως αλλά στο Abyssal Plain, που ακολούθησε, τα blast beats δεν ακούστηκαν τόσο κατακλυσμιαία όσο αναμέναμε. Πιθανώς να είναι ιδέα μας, αλλά έτσι κι αλλιώς μικρή σημασία είχε. Η χαρά που βλέπαμε στη σκηνή ένα από τα πλέον αγαπημένα συγκροτήματα μας υπερκάλυπτε τις όποιες τεχνικές αδυναμίες.
Τι κι αν η προσέλευση του κοινού δεν ήταν αντίστοιχη της αξίας της μπάντας, το γκρουπ τα έδωσε όλα, και ανεξάντλητη ενέργεια έβγαλε και δυο encore έκανε και ένα απρογραμμάτιστο φινάλε μας χάρισε, με τον ντράμερ να επιστρέφει άρον άρον κι ενώ είχε μαζέψει τα πράγματα του για να συμμετάσχει στο τελετουργικό κλείσιμο των ενισχυτών. Με αυτό τον τρόπο, η τετράδα κατέβηκε από τη σκηνή κι αφού είχαν συμπληρωθεί περίπου 80 λεπτά από την έναρξη του live.
Εν κατακλείδι, με λίγο πιο φροντισμένο ήχο και μεγαλύτερη πυκνότητα προσέλευσης θα μιλάγαμε για ένα live ανεπανάληπτο, αλλά ακόμα κι έτσι το ευχαριστηθήκαμε και με το παραπάνω. Οι Pelican έχουν ακόμα σφυγμό και νεύρο και διατηρούν ακέραια την αίγλη και τη δυναμική που απέκτησαν τα πρώτα χρόνια της καριέρας τους. Αυτό τουλάχιστον έδειξαν στη σκηνή του Fuzz, στην επιστροφή τους στη χώρα μας μετά από μακρόχρονη απουσία.
Adrift / Tending the Embers (2024)
Η επανεμφάνιση της μπάντας στο προσκήνιο φέτος με μια νέα -σύντομης διάρκειας- κυκλοφορία μας χαροποίησε ιδιαίτερα. Η χαρά είναι ακόμα μεγαλύτερη καθώς αυτή είναι η πρώτη ηχογράφηση μετά την επιστροφή του κιθαρίστα Laurent Schroeder-Lebec και συνάμα η πρώτη με το αυθεντικό line up τους μετά από 12 χρόνια. Το δείγμα είναι μικρό, καθώς έχουμε να κάνουμε με δυο συνθέσεις (Adrift και Tending the Embers) συνολικής διάρκειας 10 λεπτών, ωστόσο δεν θα ήταν παράτολμο να μιλήσουμε για μια επιστροφή στον κλασικό ήχο του συγκροτήματος. Αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, θα το μάθουμε πολύ σύντομα αφού η τετράδα ολοκλήρωσε πρόσφατα τις ηχογραφήσεις του νέου άλμπουμ (τηρώντας την παράδοση που θέλει ένα EP να το ακολουθεί σύντομα ένα LP) και το αποτέλεσμα δεν θα αργήσει να φτάσει στα αυτιά μας.
Επιμέλεια αφιερώματος: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος – Νίκος Ζέρης