Οι Ισλανδοί Sólstafir είναι ενεργοί εδώ και σχεδόν 2,5 δεκαετίες, ωστόσο η αλήθεια είναι πως κυρίως την τελευταία πενταετία έχουν αποκτήσει την αναγνώριση που τους αξίζει στη χώρα μας. Σε αυτό το διάστημα κυκλοφόρησαν δύο πολύ αξιόλογες δουλειές (Ótta – 2014 και Berdreyminn – 2017), ενώ ήρθαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα για συναυλίες. Στο παρόν αφιέρωμα καταπιανόμαστε με τις δυο προαναφερόμενες κυκλοφορίες καθώς και με την προ λίγων μηνών εμφάνιση τους στο Fuzz Club.
Ótta (Season of Mist, 2014)
Ειλικρινά απορώ πως γίνεται ένας τέτοιος δίσκος, από μια τέτοια μπάντα να κυκλοφορεί κατά την θερινή περίοδο του χρόνου. Οι SÓLSTAFIR είναι ένα συγκρότημα που έχει γεννηθεί μέσα στη μοναξιά του σκοταδιού κι ο ήχος τους έχει βαφτιστεί μέσα στα ερεβώδη νερά της ακραίας μελαγχολίας. Πέρα από το κακό timing η μπάντα κατάφερε επίσης άλλο ένα πλήγμα, αυτή την φορά προς τους οπαδούς της. Ο ήχος των SÓLSTAFIR σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί κάτω από ένα ή δύο είδη της metal μουσικής. Η μετά “Köld” (2009) εποχή βρίσκει την μπάντα να χαράζει τη δική της ρότα στα αχανή πελάγη της σύγχρονης μουσικής, χαρίζοντάς της έτσι το προνόμιο της αυθεντικότητας, που για πολλές μπάντες αποτελεί τον κύριο σκοπό της ύπαρξής τους. Όταν λοιπόν, εκ φύσεως, είσαι μια μπάντα που δε σταματά να εξελίσσεται και που όσο και να πλέεις δεν βλέπεις στον ορίζοντα το πολυπόθητο τέλος του ταξιδιού σου, η μουσική σου θα παραμένει για πάντα ευμετάβλητη, παλλόμενη στο διηνεκές του χρόνου, ώσπου να βρει την τελική της μορφή. Αυτή ακριβώς η ρευστότητα είναι που παραξένευσε πολλούς από τους οπαδούς των παλαιότερων χρόνων, που περίμεναν έναν δίσκο με την ίδια δυναμική με αυτή που συναντάμε είτε στο “Köld” είτε στο “Svartir Sandar”. Διότι μπορεί το “Ótta” να είναι ένας δίσκος με έντονη συναισθηματική φόρτιση, ωστόσο αυτή επιτυγχάνεται με μια διαφορετική προσέγγιση από ότι είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν.
Αυτή την φορά το κουαρτέτο από την Ισλανδία εμπλουτίζει την παλέτα των χρωμάτων που συνθέτουν το έργο της δημιουργίας τους. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για θερμά ή παράταιρα χρώματα. Το κάδρο παραμένει το ίδιο ψυχρό και σκοτεινό. Αλλάζει ωστόσο η τεχνική, το πιάνο που δανείζονται από το “Vare” των TENHI, ο ρυθμός που γίνεται πιο αργός, τα φωνητικά που κατεβαίνουν μερικές οκτάβες, η κιθάρα που μπορεί να έχει χάσει μέτρα στις συνθέσεις (άρα και λιγότερο μονότονη απ’ ό,τι στο παρελθόν) που ωστόσο ηχεί απαράλλακτη στη χροιά και τη μελωδία. Πρόκειται για ένα σταθερό, σωστά ζυγισμένο, βήμα προς τα μπροστά.
Αυτό που λείπει από τον δίσκο, κι ίσως είναι αυτό που έκανε κάποιους να απογοητευτούν, είναι μια μεγάλη στιγμή σε ένα τραγούδι. Αν ο ακροατής ψάχνει για ένα “78 Days In The Desert”, “Necrologue” ή ένα “Ljós í Stormi”, “Fjara” δε νομίζω πως θα ανταμειφθεί από το αποτέλεσμα. Η ποιότητα σε αυτόν τον δίσκο συναντάται σε όλη την έκτασή του. Και στα οκτώ κομμάτια, τα οποία σημειολογικά βασίζονται σε ένα παλιό Ισλανδικό σύστημα χρόνου (“Eykt”), το συγκρότημα έχει εναποθέσει και την τελευταία ρανίδα της έμπνευσής του. Αυτό που χρειάζεται ο δίσκος για να μεγαλώσει μέσα σου, είναι αρκετές επαναλήψεις κάτω από συγκεκριμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες.
Berdreyminn (Season of Mist, 2017)
Πρέπει πια να πάρουμε για τα καλά χαμπάρι ότι οι SOLSTAFIR είναι ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα παραγωγής βαθιά ατμοσφαιρικής και εξαιρετικά έντονης συναισθηματικά, μουσικής.
Είναι άλλωστε και ο τόπος. Αυτό το απομακρυσμένο νησί πάνω από τον 61ο παράλληλο, όπου η μελαγχολία απλώνεται πάνω του κάθε χειμώνα σαν ηφαιστειακή τέφρα, είναι καταδικασμένο να σμιλεύει ανθρώπους σαν τον Aðalbjörn Tryggvason και την παρέα του, να τους δίνει τα ξεχωριστά εκείνα ερεθίσματα που αναζητεί κάθε καλλιτέχνης για να ξεκλειδώσει όσα δεν φαντάζεται ότι κρύβει μέσα του. Περίτρανο παράδειγμα το εμβληματικό και συνάμα θρυλικό “Kold” (2009), όπου ο συγκερασμός τόσων διαφορετικών επιρροών τον ανέδειξε ως έναν από τους καλύτερους δίσκους της post metal σκηνής. Έφταιγε φυσικά και το γεγονός ότι έως τότε η μπάντα δεν είχε καμία επαφή με την εν λόγω κοινότητα, και παρόλα αυτά κατάφερε να μαζέψει κάτω από τις φτερούγες του ένα τόσο ευρύ μα και ετερόκλητο, φανατικό κοινό. Ωστόσο πριν μερικά χρόνια αυτή η δυνατή πίστη κλονίστηκε, καθώς το “Otta” (2014) δεν ακολούθησε την μουσική ρότα που πολλοί θα περίμεναν.
Με το “Berdreyminn” το συγκρότημα θέλει να μας δείξει ότι σε καμία περίπτωση δεν επαναπαύεται. Αντί να συνεχίσουν την συνταγή δημιουργίας του “Otta” γυρίζουν και πάλι σελίδα, προσπαθώντας να πάνε τον ήχο τους ένα βήμα πιο πέρα. Ξεμακραίνοντας από τις νωχελικές συνθέσεις του προηγούμενου δίσκου, ανεβάζουν ξανά τις στροφές στα riffs, προσθέτοντας έτσι την ενέργεια που πολλοί από εμάς ψάχναμε στο “Otta“. Ωστόσο όσο και να το θέλαμε, τόσο η δυναμική όσο και ο αυθορμητισμός του “Svartir Sandar” (2011) δύσκολα ξαναζωντανεύουν, δίνοντας έτσι την αίσθηση ότι η μουσική των SOLSTAFIR αρχίζει να μπαίνει σιγά σιγά σε καλούπια. Οι συνθέσεις έχουν πια αρχή-μέση-τέλος, γεγονός που αρχίζει να κουράζει τους παλιούς ακροατές, οι οποίοι αρέσκονταν στις ψυχρές μονότονες συνθέσεις και τα φωνητικά μέσα στην απόγνωση. Τα νέα κομμάτια εκλύουν διαφορετικά συναισθήματα, στοχεύοντας πρωτίστως να δημιουργήσουν μια πιο ζεστή ατμόσφαιρα στον ακροατή. Επίσης θα έλεγα ότι διατηρείται η επική αυτή θεώρηση της μουσικής τους, μόνο που τώρα συναντάμε μια πιο post-apocalyptic προσέγγιση που ομοιάζει αρκετά στο αλά PINK FLOYD prog rock που παίζουν οι CRIPPLED BLACK PHOENIX. Τα “Hula”, “Dýrafjörður” και “Ambátt” είναι οι περιπτώσεις που έρχονται να τεκμηριώσουν αυτό το επιχείρημα.
Όπως κάθε δίσκος του συγκροτήματος, έτσι και το “Berdreyminn” θέλει τον χρόνο του για να αφομοιωθεί πλήρως από τον επίδοξο (παλιό ή νέο) ακροατή. Το γεγονός ότι μετά από κάθε ακρόασή του υπάρχει και μια διαφορετική άποψη μόνο στα θετικά μπορώ να το συμπεριλάβω. Για παράδειγμα, ενώ οι πρώτες ακροάσεις δεν μου προκάλεσαν και κάποια ιδιαίτερη εντύπωση, μετά από λίγο καιρό νιώθεις ότι ο δίσκος παίρνει μια άλλη μορφή (αυτή περιέγραψα πιο πάνω). Δεν ξέρω αν είναι θέμα συνήθειας ή όχι, πάντως θεωρώ ότι τα νέα κομμάτια έχουν την δική τους ξεχωριστή θέση στην δισκογραφία του συγκροτήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι βρίσκονται στην κορυφή. Διότι κακά τα ψέματα, δίσκοι σαν τους “Kold” και “Svartir Sandar” δύσκολα ξαναγράφονται. Δώστε στο “Berdreyminn” τον χρόνο που απαιτείται.
Sólstafir @ Fuzz Club, 16/12/18
Κάποιες συναυλίες θαρρείς πως πρέπει να γίνουν, περισσότερο για να έχουν την ευκαιρία να ξαναγίνουν. Κάπως έτσι πρέπει να σκέφτηκε η διοργανώτρια εταιρία της συναυλίας των Ισλανδών Solstafir στο Κύτταρο πριν σχεδόν 4 χρόνια. Μιλάμε για μία μπάντα στο μεταίχμιο του metal, με εξωτικά ισλανδόφωνα και μάλλον ιδιόρρυθμα φωνητικά, που βρήκε σταδιακά το κοινό που θα ενδιαφερθεί για εκείνη και στην Ελλάδα με τα δύο τελευταία άλμπουμ της. Η εμφάνισή τους στο Κύτταρο συζητιέται ακόμη και σήμερα από τους τότε παρόντες, οπότε ήταν θέμα χρόνου να επανέλθουν. Το κλείσιμο ενός σαφώς μεγαλύτερου χώρου (Fuzz Club) για τη φιλοξενία του live και του κοινού που θα το παρακολουθούσε περίκλειε το σχετικό ρίσκο, αλλά απεδείχθη στην πράξη πως οποιαδήποτε άλλη επιλογή θα αδικούσε την μπάντα και την εμπειρία που τελικά μας προσέφερε.
Μουσικές και ήχοι που κάποια περίοδο θεωρούνταν niche, σήμερα μπορεί να θεωρούνται ακούσματα που μπορεί να έχει ο καθένας στο μουσικό “οπλοστάσιό” του. Για τους Solstafir αυτό ίσχυε περισσότερο στην αρχή, μέχρι να ξεπεραστεί η εντύπωση που όσο να ’ναι κάνει το (όποιο) εμπόδιο της τοπικής τους γλώσσας σε ένα είδος όπου η αγγλική κυριαρχεί κατά κράτος, τουλάχιστον στα καθ’ ημάς, κυρίως όμως μέχρι να αφομοιωθεί η ιδιότυπη φωνή του τραγουδιστή Aðalbjörn Tryggvason. Όσο το ακροατήριο του σκληρού ήχου μεγάλωνε σε πλήθος και διαφοροποιούταν προς τις πιο μοντέρνες εκφράσεις του, οι Solstafir μπορούσαν πλέον ακόμη και για live να έρθουν στη χώρα μας και μάλιστα δις. Για να μην επαναλαμβανόμαστε περισσότερο σε σχέση με τον πρόλογο του κειμένου, ας έρθουμε στο σήμερα και στο Fuzz Live Music Club, όπου το κοινό τίμησε ως έπρεπε τους Ισλανδούς με ικανοποιητική προσέλευση (για τα δεδομένα του μεγάλου χώρου) και διάθεση που δεν έφτασε ποτέ στα ουράνια, αλλά ήταν τουλάχιστον θετική.
Με κομμάτια που κατά μεγάλο ποσοστό ξεπερνούσαν τη διάρκεια του οκταλέπτου, το setlist των 11 τραγουδιών σχεδόν έφτασε το δίωρο, που πέρασε χωρίς να υποχωρήσει το ενδιαφέρον μας σε κανένα σημείο. Δεν υπήρχε συγκεκριμένη στόχευση να προωθήσουν το τελευταίο τους άλμπουμ, Berdreyminn, οπότε ξεκίνησαν μάλλον ανέλπιστα (για όσους ακόμη επιθυμούν να διατηρούν το στοιχείο της έκπληξης στις συναυλίες και δεν ξεψαχνίζουν το διαδίκτυο για παλαιότερα setlist, να μην τα ξαναλέμε) με δύο κομμάτια από το Köld του 2009: η χαρακτηριστική ατμόσφαιρα των Solstafir παρουσιάστηκε ιδανικά στα σχεδόν 20 λεπτά που διήρκησαν τα 78 Days in the Desert και Köld, με επίσης χαρακτηριστικό οπίσθιο φωτισμό ώστε να διακρίνονται κυρίως οι σιλουέτες των μουσικών. Τηλεμεταφορά στις πρόσφατες σελίδες της ιστορίας τους με τα δύο εναρκτήρια κομμάτια του Berdreyminn (Silfur–Refur, Ιsafold), όπου το κοινό αντέδρασε σαν να τα αναγνώριζε περισσότερο (καμία εντύπωση εδώ), και το ομώνυμο του Ótta, όπου ο lead κιθαρίστας Sæþór Maríus Sæþórsson έπιασε το μπάντζο.
Από πλευράς Tryggvason απολαύσαμε έναν frontman που επιδίωκε την επικοινωνία με το κοινό και διέθετε τις ατάκες (έστω και αυτές τις λογικά “έτοιμες”) για να το πάρει με το μέρος του. Μέχρι και προς αυτό απευθύνθηκε για να πάρει την ελληνική μετάφραση του. Παραξενεύτηκε όμως (κι εμείς μαζί του, για να είμαστε ειλικρινείς) όταν, στην ερώτησή του ποιοι από το κοινό βρίσκονταν και στο Κύτταρο προ τετραετίας, η απάντηση από το κοινό ήταν μάλλον χλιαρή, κάτι που σημαίνει πως ναι μεν το word of mouth από την προηγούμενη συναυλία και η ποιοτική προώθηση της τωρινής, λειτούργησαν φέρνοντας φρέσκους θεατές, αλλά οι τότε παριστάμενοι δεν βρέθηκαν αυτή τη φορά στο Fuzz. Ας αφήσουμε όμως τα συμπεράσματα περί ψυχολογίας της μάζας στους ειδικότερους.
Επιμέλεια αφιερώματος: Νίκος Ζέρης (album reviews) – Μιχάλης Κουρής (live review/ φωτογραφίες)