
Υπάρχουν συγκροτήματα που είναι πραγματικά δύσκολο να κατατάξεις σε κάποια κατηγορία, κι αυτό γιατί ο ήχος τους υπερβαίνει τα «καλούπια» της σύγχρονης μουσικής. Μια τέτοια περίπτωση αποτελούν αναμφίβολα οι Νορβηγοί Wardruna. Ναι μεν οι μουσικοί που απαρτίζουν το γκρουπ έχουν μακρύ παρελθόν στο metal, ο ήχος όμως που (ανα)παράγουν απέχει μίλια από το να χαρακτηριστεί «μεταλλικός», έχει τις ρίζες του βαθιά στο παρελθόν της μουσικής της χώρας τους.
Με αφορμή την επιστροφή των Wardruna στην Ελλάδα (στις 21 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο) το Local Fuzz εξετάζει τη μέχρι σήμερα διαδρομή τους έχοντας ως επίκεντρο την πολύ ενδιαφέρουσα δισκογραφία τους. Άκρως διαφωτιστική υπήρξε και η κουβέντα που είχαμε μαζί τους πριν χρόνια. Μια αναφορά τους μάλιστα στους Έλληνες Δαιμόνια Νύμφη, μας έδωσε και το έναυσμα για το αντίστοιχο αφιέρωμα μας.

Wardruna – Runaljod-Gap Var Ginnunga (Indie Recordings, 2009)
Η επιστροφή στις αρχές των πρώτων καιρών δεν είναι εύκολη, ιδίως τον 21ο αιώνα όπου οτιδήποτε γνωρίζονται καλύπτονται από μια παχιά κρούστα αποξένωσης, αδιαφορίας, αμάθειας και υλισμού. Οποιαδήποτε μορφή τέχνης καταφέρνει έστω και λίγο να σου διεγείρει αυτό το πρωτόγονο αίσθημα ηρεμίας και εναρμόνισης με την φύση, είναι άξια θαυμασμού. Χωρίς καμία απολύτως υπερβολή με την πρώτη ακρόαση του “Runaljod – Gap Var Ginnunga”, καταλαβαίνεις ότι ο πρωταρχικός στόχος έχει επιτευχθεί.
Οι Wardruna ουσιαστικά είναι το δημιούργημα του Einar Kvitrafn, και μετρά πια αρκετά χρόνια ζωής. Οι πρώτες ηχογραφήσεις του “Runaljod – Gap Var Ginnunga” τοποθετούνται κάπου στα μέσα του 2003, πάντα σε πειραματικό στάδιο. Ο “Gap Var Ginnunga” είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας, με τους επόμενους δίσκους να φέρουν τα ονόματα “Yggdrassil” και “Ragnarok”. Η κυκλοφορία πραγματεύεται την υπόσταση των ρούνων, συμβόλων που ακόμα και σήμερα περικλείονται από ένα βαθύ μυστήριο, περιέχοντας μια δυνατή συμβολική ενέργεια που εκφράζει την παράδοση χιλιάδων χρόνων. Είναι μια αναζήτηση που όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Einar τον έχει καθορίσει σαν δημιουργό και πάνω από όλα σαν άνθρωπο.
Για την επίτευξη αυτού του άριστου αποτελέσματος, το μεγαλύτερο μέρος των ηχογραφήσεων έγινε σε ανοιχτό χώρο (κυρίως οι ήχοι της φύσης), καθώς και με παραδοσιακά χειροποίητα όργανα. Μια προσπάθεια που σε καμία περίπτωση δεν φαντάζει εύκολη. Παρά το γενικά black metal υπόβαθρο των περισσοτέρων από τα μέλη που σήμερα απαρτίζουν τους Wardruna, η μουσική τους σε καμία περίπτωση δεν σχετίζεται με αυτή την σκηνή. Δηλαδή σε καμία περίπτωση ο Gaahl δεν θυμίζει τις μέρες που βρίσκονταν στους Gorgoroth. Αντίθετα θα λέγαμε ότι έχουμε να κάνουμε με συνθέσεις που πατάνε γερά πάνω στην folk/ambient σκηνή. Σκαλίζοντας λίγο την μνήμη μας, ο “Runaljod – Gap Var Ginnunga” μας θυμίζει κάτι από τους βαρύτονους Μογγόλους Huun-Huur-Tu και τους τιτανοτεράστιους Dead Can Dance.
Προσπερνώντας τις παραπάνω λεπτομέρειες αξίζει να σταθούμε στην ουσία του δίσκου. Μια ουσία που ο καθένας την αντιλαμβάνεται διαφορετικά. Έχοντας όμως σαν κοινό παρονομαστή την κατανυκτική ατμόσφαιρα που κατακλύζει τον άπαντα χώρο, τον δεητικό υμνητικό χαρακτήρα προς τιμήν των θεών που γεννήθηκαν και πέθαναν πάνω σε τούτο τον κόσμο και εσωστρέφεια που δημιουργείται εκ των γήινων κυκλικών ρυθμών των συνθέσεων του. Έχουμε να κάνουμε με μια μοναδική κυκλοφορία που της ταιριάζουν τα ανάλογα. Συγκεκριμένες, μοναδικές στιγμές για να την απολαύσεις στο έπακρο.
Το δεύτερο μέρος της τριλογίας (Yggdrassil) ήρθε τέσσερα χρόνια μετά (2013) και ουσιαστικά αποτέλεσε τη γέφυρα για την οριστική ολοκλήρωση του εγχειρήματος, το 2016, με το Ragnarok, το τρίτο και τελευταία μέρος.

Wardruna – Runaljod-Ragnarok (Indie Recordings, 2016)
Από την χώρα των αμέτρητων φιόρδ, των πανύψηλων θεών, των αρχαίων ρούνων και των αιώνιων πάγων, μας έρχεται το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο του “Runaljod”. Πρόκειται για το “Ragnarok”, τα έσχατα του κόσμου σύμφωνα με την σκανδιναβική μυθολογία, που μέσα στην πάροδο των εποχών ενέπνευσε δεκάδες σπουδαίους καλλιτέχνες. Ένας από αυτούς είναι αναμφισβήτητα και ο Einar Selvik, ο ιθύνον νους των WARDRUNA, που μέσα από την τριλογία “Gap Var Ginnunga” (2009), “Yggdrasil” (2013) και “Ragnarok” (2016), σύστησε σε ένα τεράστιο μουσικό κοινό τους προγονικούς ήχους του βορρά.
Το ταξίδι στον χρόνο ξεκίνησε ήδη από το 2009, πολύ πριν η τηλεοπτική σειρά “Vikings” κάνει ευρέως γνωστό το έργο των WARDRUNA. Η έλευση του “Gap Var Ginnunga”, ήρθε να καλύψει το κενό που μόνο σποραδικά επιχειρούσαν κάποιες μπάντες από την σκανδιναβική χερσόνησο να πραγματοποιήσουν. Ο Einar Selvik, αντί να εμπλουτίσει με viking στοιχεία, άλλη μια metal κυκλοφορία, αποφάσισε να κυκλοφορήσει τον πρώτο, απογυμνωμένο από κάθε μορφή ηλεκτρικής τάσης, δίσκο. Βέβαια στη χώρα μας ο ακουστικός μυσταγωγικός ήχος, είναι κάτι το γνώριμο, αφού οι θρυλικοί, πια, Δαιμόνια Νύμφη, καταφέρνουν με περίσσια μαεστρία να αναβιώνουν ήχους ξεχασμένους, εδώ και περίπου δυόμισι δεκαετίες.
Για τον Einar, ωστόσο αυτή η τριλογία αποτέλεσε πρόκληση, αφού το πέρασμά του από μπάντες όπως JOTUNSPOR, GORGOROTH και SAHG, λίγο τον βοήθησαν στο να ξαναζωντανέψει την κληρονομιά των προγόνων του. Μπαίνοντας λοιπόν στην διαδικασία να φτιάξει τα δικά του μουσικά όργανα, και να ασχοληθεί ιστορικά με τους ήχους που χρησιμοποιούσαν στην εποχή του Ragnar Lodbrok, προσπάθησε και εν τέλει κατάφερε να φτάσει πολύ κοντά σ’ αυτούς. Το “Yggdrasil” ήρθε να δικαιώσει την προσπάθεια του Einar, αφού οι παραγωγοί της τηλεοπτικής σειράς “Vikings”, η οποία αρχικά είχε μια πιο ιστορική προσέγγιση του βόρειου λαού (παίζεται άλλωστε στο History Channel), του ζήτησαν κάποια από τα κομμάτια του.
Μετά την μακρά, πλην όμως αναγκαία, εισαγωγή έρχεται η ώρα για να βυθιστούμε στους σαγηνευτικούς ήχους του “Ragnarok”. Χωρίς να υπάρχει η παραμικρή ιδέα σύγκρισης με τις προηγούμενες κυκλοφορίες, ο δίσκος καταφέρνει να σου μεταφέρει ακριβώς τις ίδιες συγκινήσεις, την έκπληξη και τις αναμνήσεις, με τον πρώτο. Πράγμα σπάνιο για ένα άκουσμα, που κακά τα ψέματα, περιστοιχίζεται από τα δικά του όρια. Παρόλα αυτά, ο Einar φαίνεται πως έψαξε κάθε σπιθαμή ανεξερεύνητης γης, χαρίζοντας στον ακροατή την αφορμή για ακόμα ένα ταξίδι στο χώρο και τον χρόνο. Από το εισαγωγικό κοσμογονικό “Tyr” έως το κατακλυσμιαίο “Runaljod”, ο επίδοξος οδοιπόρος καλείται να περάσει μέσα από διαφορετικές ηχητικές επιφάνειες, τόσο ποικιλόμορφες όσο και το γεωγραφικό έδαφος της Νορβηγίας. Όσοι έχουν βρεθεί σε αυτή την γωνιά της γης, θα καταλάβουν αμέσως ότι η μουσική των WARDRUNA, πηγάζει απευθείας από τις παγωμένες κορυφές των βουνών της, μέσα από τα πυκνά της δάση και φυσικά κάτω από την σκιά της μυθικής Ασγάρδης.
Η αποκωδικοποίηση μεμονωμένων κομματιών φαντάζει περιττή, όταν μάλιστα στο σύνολό του ο δίσκος είναι πλήρως ομογενοποιημένος, τόσο θεματικά, όσο και ποιοτικά. Ωστόσο δεν μπορώ να παραβλέψω το κρεσέντο που γίνεται στο τρίπτυχο των κομματιών “Raido”-“Pertho”-“Odal”. Γενικά ο δίσκος στέκεται κάπου ανάμεσα από τους προηγούμενους δύο. Δεν ξεμακραίνει ούτε προς την μοναχική φύση, ούτε προς την πολύβουη πόλη. Υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ ambient και epic στοιχείων, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του δημιουργού.
Τέτοιος πλούτος ήχων και συναισθημάτων που εμπεριέχεται μέσα στη τριλογία αρκεί και με το παραπάνω για αρκετά χρόνια ακρόασης. Μη ξεχνάμε επίσης, ότι ο Einar δημιούργησε σχετικά πρόσφατα τους SKUGGSJA, μαζί με τον έτερο mastermind των ENSLAVED, Ivar Bjørnson. Άρα πέρα από το “Piece for Mind & Mirror” έχουμε κι εκεί να περιμένουμε ωραία πράγματα.
Η βιωματική εμπειρία που σου προσφέρει κάθε τους δίσκος της τριλογίας είναι κάτι που πρέπει να ερμηνευτεί, αναλυθεί και επεξεργαστεί ενδελεχώς. Ο καλύτερος τρόπος δεν μπορεί να είναι άλλος παρά με την επικοινωνία με τον ίδιο τον δημιουργό. Έτσι λοιπόν, όταν αυτή ολοκληρώθηκε, μαζί με τον καλό φίλο Κώστα Κανδυλιώτη, μιλήσαμε με τον συμπαθέστατο Einar Selvik, τον ιθύνοντα νου του συγκροτήματος, για να μοιραστεί μαζί μας το όραμά του για την μουσική που πραγματεύεται. Ακολούθεί μια συζήτηση που ξετυλίγει κάθε πτυχή της διαδρομής των WARDRUNA, και που σε ορισμένα σημεία αναφέρονται πρόσωπα και καταστάσεις που ενδιαφέρουν το ελληνικό κοινό.

Νίκος: Για μένα όπως, υποθέτω, και για πολύ κόσμο που σε ακολουθεί, οι WARDRUNA δεν είναι ένα τυπικό μουσικό σχήμα. Τι σημαίνουν για σένα οι WARDRUNA;
Για μένα είναι ένα project με το οποίο προσπαθούμε να φτιάξουμε κάτι νέο μέσω κάτι παλιού. Δεν έχει να κάνει με μια ρομαντική ιδέα που ασχολείται με το παρελθόν. Έχει περισσότερο να κάνει με κάποιες παλιές ιδέες και φυσικά μουσικά όργανα, και στο να κάνουμε κάτι καινούριο με όλα αυτά. Αυτό δεν είναι σχετικό με τον σύγχρονο άνθρωπο ή κοινωνία.
Ν.: Ήταν εύκολο να βρεις άτομα με τα οποία θα μπορούσες να μοιραστείς το όραμά σου;
Δεν θα έλεγα ότι ήταν εύκολο, αλλά ήμουν πολύ τυχερός. Στην αρχή συνεργάστηκα πολύ με έναν στενό φίλο, τον Gaahl (ex- GORGOROTH) και φυσικά την Lindy Fay Hella. Και γενικά όλοι οι υπόλοιποι μουσικοί αποτελούν μια καλή ομάδα ατόμων. Έχει πολύ πλάκα να δουλεύεις μαζί τους, αλλά είναι ταυτόχρονα και πολύ εποικοδομητικό.
Κώστας: Σχετικά με τον Gaahl. Έχεις αναφέρει στο παρελθόν ότι ήταν ένα είδος σύμβουλου στο όραμά σου. Δηλαδή συνείσφερε κιόλας, δεν μοιράζονταν απλά ένα άτομο με το οποίο μοιραζόσουν τις ιδέες σου. Σε βοήθησε ή όχι;
Με κάποιο τρόπο όταν ξεκινήσαμε αυτό το εγχείρημα, ο Gaahl ήταν το άτομο στο οποίο μπορούσα να πω τις ιδέες μου. Να τις συζητήσουμε. Κι επειδή έχουμε τα ίδια ενδιαφέροντα, είναι πολύ παθιασμένος με την νορβηγική ιστορία και παρόμοια πράγματα, στην αρχή αλλά και στην διάρκεια άλλων χρονικών περιόδων, ήταν ένας συνεργάτης με τον οποίο μπορούσα να μοιραστώ τις ιδέες μου.
Ν.: Ο ήχος των WARDRUNA είναι σίγουρα μοναδικός, όπως επίσης και τα όργανα που χρησιμοποιείς. Πόσο δύσκολο ήταν για σένα να βρεις αυτόν τον αυθεντικό ήχο, μιας και δεν υπάρχουν ιστορικές πηγές στις μέρες μας. Έκανες κάποια έρευνα;
Ω ναι, έκανα μια μεγάλη ιστορική έρευνα. Φυσικά υπάρχουν ήχοι που δεν γνωρίζουμε πως ακούγονταν πριν από 500 ή 1000 χρόνια. Αλλά από την άλλη μεριά, υπάρχουν πολλά πράγματα που ξέρουμε. Για παράδειγμα κάποια όργανα έχουν ένα περιορισμένο ηχητικό εύρος, οπότε ξέρουμε τι και τι δεν μπορούσαν να κάνουν. Οπότε, οτιδήποτε κι αν παίξεις με αυτά θα είναι αυθεντικό ως προς την χροιά. Κι επίσης υπάρχουν και κάποια άλλα πράγματα, όπως οι ρυθμικές ακολουθίες ή η ποίηση. Υπάρχουν αρκετά πράγματα που παραπέμπουν στο παρελθόν και εννοείται πως όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της έρευνας που έχω κάνει.
Κ.: Ναι σίγουρα μπορούμε να το καταλάβουμε!
Χαχα, είμαι λίγο σπασίκλας με την ιστορία, χαχα. Αλλά αυτό που κάνω με τους WARDRUNA, δεν σημαίνει ότι είναι 100% ακριβές. Δεν είναι αυτός ο στόχος μου άλλωστε. Όπως είπα, έχει περισσότερο να κάνει με την δημιουργία κάτι καινούριου με την βοήθεια του παλιού. Προσπαθώ όμως να είναι όσο πιο ακριβής γίνεται, μέσω των μελετών και της ερμηνείας τους.
Κ.: Να ρωτήσω σχετικά με τον ήχο σας. Αν κάποιος ήθελε να κατηγοριοποιήσει την μουσική σας, πιθανώς αυτή θα ήταν folk. Κοιτώντας πίσω στην νορβηγική σκηνή, μπορεί κανείς να βρει πολλές μπάντες και projects, όπως οι Hagalaz Runendanze, Kari Ruslatten, Wongraven, Storm και άλλοι, που προσπάθησαν να εκφράσουν και να πλησιάσουν τη νορβηγική παράδοση και κουλτούρα, μέσω της μουσικής τους. Πιστεύεις πως οι WARDRUNA είχαν κάτι ιδιαίτερο να προσθέσουν σε αυτή την μουσική κατεύθυνση;
Προσωπικά δεν θα μας συνέκρινα με κανένα από αυτά τα project. Είναι μοναδικά με τον δικό τους τρόπο. Και ότι έχει να κάνει με την κατηγοριοποίηση του ήχου μας, νομίζω ότι δεν είναι εύκολο να τοποθετήσει κανείς τους WARDRUNA σε κάποιο συγκεκριμένο εύρος ήχου ή κάποια σειρά. Γιατί μπορεί να χωρέσει σε πολλά αλλά ταυτόχρονα δεν ανήκει σε κανένα. Και με όρους όπως folk ή παραδοσιακή μουσική, νομίζω ότι δεν ταιριάζει με κανέναν. Υπάρχουν στοιχεία που ταιριάζουν στο folk, αλλά αυτό που εκφράζεται είναι κάτι πολύ πολύ παλαιότερο, ενώ η παραδοσιακή μουσική που έχουμε έχει διαφορετικά στοιχεία. Αλλά σχετικά με τα υπόλοιπα project, νομίζω ότι είμαστε πολύ επηρεασμένοι από το folklore και από την νορβηγική παράδοση. Σκάβουμε και με τα δύο χέρια στο παρελθόν.
Ν.: Όταν τελείωσες με την δημιουργία του “Ragnarok”, ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σου ήρθε στο μυαλό; Ποια ήταν τα συναισθήματα σου; Ανακούφιση; Επιβράβευση;
Ανακούφιση κατά κάποιο τρόπο, αλλά επίσης ένιωσα και περήφανος. Ήταν συγκινητικό, γιατί είχα περάσει ατελείωτες ώρες δουλειάς, σε συνδυασμό με πολλή προσπάθεια, γιατί κάποια μέρη ήταν πολύ δύσκολα και είχαν την δική τους πρόκληση. Είμαι περήφανος επίσης για την ανταπόκριση του κόσμου, η οποία ήταν πολύ μεγάλη.
Κ.: Ναι, κι επειδή έχει τύχει να σας δω από κοντά αλλά και όταν σας ακούω γενικότερα, με κάποιο τρόπο νιώθω κι εγώ περήφανος με αυτό που έχετε πετύχει. Με αυτό που μας μεταφέρετε.
Αν και βάζω την μουσική μου σε αυτή την «νορβηγική» κατηγορία, αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα για τα οποία τραγουδάω και τα μουσικά θέματα, δεν είναι παγκόσμια. Έχουν σχέση και μπορούν να τα δεχτούν άνθρωποι από διαφορετικούς πολιτισμούς, ηλικίες ή και κοινωνικά υπόβαθρα. Έχει να κάνει περισσότερο με την φύση.
Ν.: Τι σύμπτωση! Αυτή είναι επόμενη ερώτησή μας. Η μουσική των WARDRUNA αποτελεί σίγουρα ένα ταξίδι στο μυαλό του καθενός. Αλλά πιστεύω πως αυτό το ταξίδι το βιώνεις καλύτερα ενώ βρίσκεσαι στην φύση. Πόσο σημαντικό είναι για σας αυτό ο δεσμός μεταξύ της μπάντας και της φύσης, για την μουσική σας και το κοινό σας;
Νομίζω πως είναι σημαντικό για την μουσική και κάποιες φορές για την εμπειρία αυτής. Μπορεί να είσαι στο κέντρο μιας πόλης και να την αναζητάς. Η φύση από μόνης εμπνέει τους ανθρώπους. Αλλά πολλές φορές η απουσία της μπορεί να δημιουργήσει την ανάγκη για την αναζήτησή της. Κάποιες φορές όταν ταξιδεύω, μπορεί να το συγκρίνω αυτό. Μπορεί να είμαι στην άλλη μεριά του κόσμου, αλλά με κάποιο τρόπο νιώθω να συνδέομαι με την παράδοση και τον πολιτισμό μου. Αυτές είναι περίεργες καταστάσεις. Αυτό όμως που είναι πιο σημαντικό για τους WARDRUNA και τη μουσική τους, είναι η ένωση με την φύση. Είτε αυτή είναι η ανθρώπινη φύση είτε η φύση αυτή καθαυτή, και οι σχέσεις τους μεταξύ τους. Και νομίζω πως αυτό είναι ο λόγος για τον οποίο πολύς κόσμος συνδέεται με την μουσική μας. Θυμίζουμε με κάποιο τρόπο ότι είμαστε κομμάτι της φύσης. Και αυτό είναι κάτι που χρειαζόμαστε περισσότερο σήμερα, παρότι 500 χρόνια πριν.
Κ.: Όλα αυτά τα χρόνια είχατε την τύχη να παίξετε ζωντανά σε μερικά μοναδικά και ιδιαίτερα μέρη. Μπορώ να ανακαλέσω το Viking Ship μουσείο για το Inferno το 2010, στα ταφικά μνημεία του Borre (Midgardsblot), ή ακόμα και δίπλα από το κτίριο της εθνοσυνέλευσης στο Eidsvoll. Πόσο σημαντικό είναι για εσάς ότι σας επιτράπηκε να παίξετε σε αυτά τα μέρη; Θεωρείται αυτή την πράξη σαν ένα είδος αναγνώρισης από το κράτος για την προσφορά και την δουλειά σας;
Είναι σίγουρα μια αναγνώριση για την οποία είμαι περήφανος. Σημαίνει ότι αυτό που κάνω είναι σοβαρό. Πιστεύω, πως αν με αυτό που κάνω ο κόσμος γνωρίζει περισσότερο για τον πολιτισμό του, ότι είναι σοβαρό. Αν είσαι αρκετά ακραίος, για παράδειγμα οι BURZUM, που κι αυτοί μιλούν για παράδοση, αλλά ο περισσότερος κόσμος τους φοβάται, γιατί παραείναι ακραίο και δεν τους παίρνουν καθόλου στα σοβαρά. Οπότε ναι, είναι σημαντικό σε αυτό το επίπεδο και είμαι περήφανος. Αλλά να ξέρετε ότι δεν είμαστε η μοναδική μπάντα που της έχει επιτραπεί να παίξει στο Viking Ship μουσείο.
Ν.: Τον Σεπτέμβριο του 2016 είχατε προσκληθεί σε ένα φεστιβάλ στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, στο Faerie Worlds. Εκεί επίσης εμφανίστηκε και μια ελληνική μπάντα, οι Δαιμόνια Νύμφη. Τους έχεις ακουστά; Βρήκες μήπως παρόμοιο τον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλώνεται η μουσική σας;
Είμαι γνώστης της μουσικής τους. Είναι ενεργοί εδώ και πολλά χρόνια, και ανυπομονούσα να τους δω ζωντανά. Και επίσης είχαμε και μερικές συζητήσεις. Ήταν πολύ πρόσχαροι άνθρωποι, και η εμφάνιση τους ήταν επίσης τρομερή. Τώρα για το αν μοιάζουμε. Έχουμε πολλά κοινά σημεία υποθέτω. Αλλά δεν ξέρω αρκετά σχετικά με αυτούς, αλλά αυτό που μπορώ να πω είναι ότι μου άρεσαν.
Ν.: Ναι, επίσης κατασκεύασαν οι ίδιοι τα μουσικά τους όργανα, όπως κάνεις κι εσύ.
Ναι ναι, ειδικά η λύρα (σ.μ. μετά από προσπάθεια το αναφέρει με την ελληνική προφορά), έχει αρκετά κοινά σημεία. Έχουμε κι εδώ στον βορρά, και την χρησιμοποιώ κι εγώ. Οπότε φυσικά και υπάρχουν αρκετές μουσικές ομοιότητες.

Ν.: Ωραία, οπότε μιας και έχετε μιλήσει, σίγουρα μια κοινή σας εμφάνιση εδώ στην Ελλάδα, σε έναν αντίστοιχα ιδιαίτερο χώρο θα ήταν η πραγματοποίηση ενός ονείρου για πολλούς θαυμαστές σας.
Ναι ναι, θα ήταν ωραίο. Εύχομαι κάτι τέτοιο να πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα.
Κ.: Στο τελευταίο σας άλμπουμ ακούμε παιδιά, αναρωτιέμαι μάλιστα αν είναι τα δικά σου γιατί τα είδα και στο Midgardsblot, να τραγουδούν στα κομμάτια “Odal” και “Wunjo”. Επίσης ανακοινώσατε ότι στο επικείμενο live σας στο Όσλο, θα συμμετέχει μια παιδική χορωδία. Η συμμετοχή των παιδιών ήταν προσχεδιασμένη, στο πλαίσιο του θέματος του Ragnarok (σ.μ. θάνατος-αναγέννηση), ή απλά σας ήρθε η ιδέα; Βλέπεις τα παιδιά σαν την σύζευξη του παρελθόντος με το μέλλον;
Ναι, κι αυτό επίσης. Ήταν προγραμματισμένο να έχουμε την φωνή των παιδιών σε κάποια από τα τραγούδια. Σίγουρα γιατί ταιριάζει με την ιδέα του άλμπουμ όπως εξήγησες με τη νέα αρχή, αλλά επίσης γιατί ταιριάζει και με την θεματική των ρούνων. Διότι σε κάθε τραγούδι χρησιμοποιούμε τα μουσικά όργανα που είναι απαραίτητα. Οπότε ήταν λογικό, για παράδειγμα στο κομμάτι “Odal” να χρησιμοποιήσω τα ίδια μου τα παιδιά. Γιατί είναι ένα τραγούδι που αναφέρεται στην οικογένεια, την κληρονομιά, και όσα κληρονομήσαμε από την αρχαία μας γη. Οπότε αποκτούσε άλλο νόημα το να το κάνω μαζί με τα παιδιά μου. Όπως επίσης και με το “Wunjo”, στο οποίο χρησιμοποιούμε μια παιδική χορωδία, ήταν προδιαγεγραμμένο μια δεκαετία πριν. Αυτό ήταν το σχέδιο για το τραγούδι, γιατί wunjo σημαίνει χαρά, έκσταση ή αγνά συναισθήματα, και δεν υπάρχει άλλο ανθρώπινο πλάσμα στον πλανήτη που να το εκφράζει δυνατότερα από ότι τα παιδιά. Αυτή την αγνή έκφραση. Για μένα ήταν απόλυτα λογικό.
Ν.: Πολύ ωραία. Ας αλλάξουμε όμως θέμα. Ας μιλήσουμε σχετικά με την συνεργασία σου με το History Channel και την τηλεοπτική σειρά “Vikings”. Πως συνέβη; Πιστεύεις πως η συμμετοχή σου τους βοήθησε να αποκτήσουν μια αυθεντικότητα σε αυτό που κάνουν;
Ναι, πιστεύω πως τους βοήθησε, και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που απευθύνθηκαν σε μένα, και ακόμα μάλιστα συνεργαζόμαστε. Τώρα για την επαφή, αυτή έγινε λίγους μήνες πριν την πρεμιέρα, όταν μου ζήτησαν την άδεια για την χρήση της μουσικής των WARDRUNA στην σειρά. Την έλαβαν και νομίζω ότι είναι πολύ χαρούμενοι, γιατί είχε πολύ θετική ανταπόκριση στους θεατές. Προσέδωσε μια πιο αυθεντική έκφραση σε αυτό που έκαναν. Όταν άρχισαν να δουλεύουν στη δεύτερη σεζόν, με προσέγγισαν ξανά από την παραγωγή και με ρώτησαν αν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν περισσότερη μουσική των WARDRUNA, αλλά κι ακόμα αν ενδιαφερόμουν να παίξω. Το έκανα και ήταν πολύ ωραία. Στις τελευταίες σεζόν ήμουν μπροστά από την κάμερα, και τραγούδαγα μαζί με τους ηθοποιούς, οτιδήποτε από πολεμικές ιαχές μέχρι τραγούδια για τις συνεστιάσεις ή τις κηδείες.
Ν.: Πως ήταν η εμπειρία της ηθοποιίας; Το απόλαυσες;
Ναι είχε πολύ πλάκα. Αρκετά ενδιαφέρον στο να δεις αυτό το μέρος της παραγωγής. Ήταν πολύ καλά, πέρασα καλά και σε αυτό βοήθησαν και τα άτομα, τα οποία ήταν πολύ πρόσχαρα.
Κ.: Ας μιλήσουμε τώρα, έστω εν συντομία, σχετικά με άλλο σου project, τη συνεργασία που έχει με τον Ivar Bjørnson των ENSLAVED. Φυσικά αναφέρομαι στους SKUGGSJÁ. Θα μπορούσες να μοιραστείς μαζί μας κάποιες λεπτομέρειες για το πώς συνέβη και τα σχετικά.
Φυσικά. Βασικά ξεκίνησε σαν ένα project μιας ειδικής περίστασης. Όταν ζητήθηκε σε μένα και τον Ivar.
Κ.: Σας ζητήθηκε! Αυτό είναι σημαντικό.
Ναι μας ζητήθηκε, να παίξουμε ή να γράψουμε κάτι για την νορβηγική επέτειο των διακοσίων χρόνων από το πρώτο μας σύνταγμα. Οπότε ήταν η κυβέρνηση που μας ζήτησε με κάποιο τρόπο να παρουσιάσουμε την νορβηγική ιστορία. Ήθελαν να συνδυάσουμε την metal μουσική με αυτό που κάνω εγώ με τους WARDRUNA. Οπότε το κάναμε και παίξαμε. Η ανταπόκριση ήταν καλή, και είχε πολύ πλάκα η διαδικασία. Μετά μας ζητήθηκε να παίξουμε και στο Roadburn. Νομίζω ότι μετά από αυτό αποφασίσαμε να το ηχογραφήσουμε, ώστε να μπορέσουμε να το προσφέρουμε σε ένα μεγαλύτερο κοινό. Η κριτικές και η ανταπόκριση από το κοινό ήταν εξαιρετικές.
Ν.: Και τελευταία ερώτηση. Έχεις σκεφτεί ποτέ να γυρίσεις στις black metal ρίζες σου; Είτε με την μορφή κάποιου project ή κάποιας μπάντας.
Δεν νομίζω ότι αυτό θα συμβεί. Για μένα η τελευταία μου επαφή, η περίοδος με τους GORGOROTH, δεν ενείχε κάποιο προσωπικό κίνητρο. Ήταν περισσότερο επαγγελματικό θα έλεγα. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Δεν είμαι από τα άτομα που του αρέσει να κλείνει πόρτες. Αλλά αυτή την στιγμή δεν το πιστεύω.

Wardruna – Skald (Indie Recordings, 2018)
Το τεράστιο εκκρεμές του χρόνου βρίσκεται στα αριστερά. Το τεράστιο εκκρεμές του χρόνου βρίσκεται στα δεξιά. Κανένας ήχος δεν προδίδει την ελλειπτική αυτή κίνηση που οριοθετεί την ύπαρξη του πεπερασμένου. Μόνο μια, σχεδόν αόρατη, ταλάντωση μένει να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας, αφήνοντας σε εμάς την επιλογή για το αν θέλουμε να ακολουθήσουμε μια πορεία προς τα εμπρός ή να γυρίζουμε ξανά και ξανά πίσω, ζώντας ουσιαστικά εκφάνσεις του παρελθόντος.
Ο Einar Selvik είναι από εκείνους του ανθρώπους που διάλεξε να παίξει με τα τερτίπια του χρόνου, πήρε στα χέρια του την γραμμική πορεία των αιώνων και δίνοντάς τους την απαραίτητη καμπύλη, κατάφερε εν έτει 2018 να γυρίσει για μία ακόμη φορά στις απαρχές της σκανδιναβικής παραδοσιακής μουσικής. Ο λόγος γίνεται για το “Skald”, τον δισκογραφικό διάδοχο της επικής τριλογίας “Runaljod”. Όταν ξεκίνησαν τότε οι WARDRUNA, μπορεί να μην έφεραν κάτι καινούριο στους ακροατές της neo folk σκηνής, ωστόσο προσέφεραν ένα άκουσμα αυθεντικό, που με το πέρασμα των χρόνων έγινε τόσο μοναδικό, που ουσιαστικά επαναπροσδιόρισαν το ύφος της σκηνής. Έτσι λοιπόν, αφού έκλεισε ο κύκλος της τριλογίας, ο Einar επιλέγει να βρει μια νέα μουσική αφετηρία για το συγκρότημα.
Πριν κυκλοφορήσει το “Skald” ήταν γνωστό ότι ο Einar επρόκειτο να δουλέψει σε ένα μεγάλο βαθμό μόνος τους, βασισμένος στα κομμάτια της τριλογίας, ωστόσο κανείς δεν περίμενε ότι θα απογύμνωνε ολοκληρωτικά τις παλιές του συνθέσεις. Είναι ίσως από τις ελάχιστες φορές στη μουσική, όπου το εξώφυλλο περιγράφει πλήρως τι πρόκειται να μας δώσει ο δίσκος. Ε λοιπόν, το “Skald” είναι αυτό ακριβώς το πράγμα, ένα τροβαδούρος με την λύρα του, να τραγουδάει σε μια αρχαία γλώσσα. Αναμφίβολα, ένα τέτοιο εγχείρημα δεν γίνεται με ελαφρά τη καρδία. Ο Einar επιλέγει να εκτεθεί στο μουσικό κοινό, με έναν τρόπο που χρειάζεται γνώσεις και τεχνική κατάρτιση. Φυσικά, στην υπερδεκαετή πορεία του συγκροτήματος κάτι τέτοιο θεωρείται αυτονόητο, παρόλα αυτά να μην ξεχνάμε ότι το εγχείρημα αυτό καθαυτό παραμένει δύσκολο τόσο στη σύλληψη όσο και στην εκτέλεση. Και αυτό γιατί ένα τόσο δύσκολο άκουσμα, θα πρέπει να γίνει προσιτό στο ευρύ κοινό. Για παράδειγμα, σκεφτείτε τα κρητικά τραγούδια και την πιο σκληροπυρηνική εκδοχή τους, τα ριζίτικα. Αν δεν υπήρχε το “Ξαστεριά” ελάχιστος κόσμος θα έκανε την μετάβαση από το γενικό στο ειδικό. Ίσως ο Einar να είναι ένας Ξυλούρης του τόπου του, δεν το γνωρίζω αυτό, αλλά η προσπάθεια που κάνει με το “Skald” εστιάζει σε αυτή ακριβώς την μετάβαση, από το neo folk στο folk, ή τέλος πάντων σε ότι πιο κοντινό στην αυθεντική παράδοση.
Βέβαια, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι νωρίτερα την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τον δεύτερο δίσκο με τον Ivar Bjornson (των ENSLAVED). Το project το οποίο δημιουργήθηκε ύστερα από πρωτοβουλία της νορβηγικής κυβέρνησης, κατέληξε σε κανονικό συγκρότημα. Δοκιμάζοντας λοιπόν, ο Einar, τις δυνάμεις του με μια μεγάλη ενορχήστρωση, όπως το πρόσφατο “Hugsja”, το “Skald” δεν φαντάζει τόσο “άδειο” δημιουργικά για τον ίδιο. Και αφού το αποτέλεσμα του πρώτου δίσκου ήταν αναμενόμενα εξαιρετικό, υπήρχε χώρος για αρκετό πειραματισμό για τον δεύτερο. Εκ των πραγμάτων η έμφαση δόθηκε στις φωνητικές γραμμές. Ο Einar δίνει μια εκπληκτική ερμηνεία, προσπαθώντας να ακουστεί άλλοτε υποβλητικός, άλλοτε λυρικός, αλλά πάνω από όλα αυθεντικός. Ειδικά σε τραγούδια όπως το “Fehu”, “Voluspa” και “Helvegen” όπου έρχονται απευθείας από τους περασμένους δίσκους παρατηρούμε πως μπορεί μία φωνή να καλύψει το φάσμα μιας ολοκληρωμένης ενορχήστρωσης, να ακουστεί τόσο γεμάτη που ουσιαστικά να αντικαταστήσει την πρότερη υπόσταση του κομματιού.
Παρόλα τα θετικά, δεν θα κρύψω ότι βρίσκω τον δίσκο κάπως κουραστικό. Από την αρχή άλλωστε ανέφερα ότι πρόκειται για ένα δύσκολο άκουσμα. Μεγαλειώδες μεν, αλλά δύσκολο. Πέρα από την δωρική συνοδεία της λύρας, ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με έναν δίσκο που τραγουδιέται α καπέλα. Ακόμα και αν στη θέση του Einar βρισκόταν η Lorenna McKennit, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ακούσω 50’ ερμηνείας. Στο δια ταύτα λοιπόν, αναμφίβολα έχουμε να κάνουμε με έναν δίσκο που εκφράζει τον σεβασμό στην παράδοση και την οικουμενικότητα της μουσικής, αλλά απευθύνεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Και εδώ κάπου προκύπτει η ερώτηση, έπρεπε αυτός ο δίσκος να κυκλοφορήσει ως WARDRUNA, ή σαν solo;

Kvitravn (By Norse Music, 2021)
Κάθε νέο κείμενο πλέον για τους WARDRUNA φαντάζει περιττό, όχι γιατί έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τον μοναδικό τους ήχο που εδώ και χρόνια μεταλαμπαδεύουν, ούτε για το γεγονός ότι γιγάντωσαν ένα είδος που ακούγονταν μόνο από κάποιους ξεχασμένους ρομαντικούς νεοπαγανιστές, αλλά γιατί οι λέξεις πια δεν φτάνουν για να περιγράψουν όσα συμβαίνουν στον κόσμο του Einar Selvik. Πως να αποτυπώσεις αυτή την μυστηριώδη έλξη που προκαλεί η μουσική των Νορβηγών, πως να εξηγήσει κανείς αυτόν τον παράδοξο προσηλυτισμό σε θεότητες που έχουν εδώ και αιώνες λησμονηθεί στις ψυχές των ανθρώπων; Κι όμως, σε ό,τι κι αν πιστεύεις (ή όχι) δεν μπορείς παρά να στραφείς σε αυτό που δίνει δύναμη και έμπνευση στο μουσικό δίδυμο των Einar και Lindy-Fay Hella.
Έχει περάσει καιρός από τον τελευταίο κανονικό δίσκο των WARDRUNA, μιας και το “Skald” που κυκλοφόρησε στο μεσοδιάστημα του “Runaljod – Ragnarok” και του σημερινού “Kvitravn” αποτελούσε περισσότερο μια συλλογή από κομμάτια που καλούνταν να ερμηνεύσει ο Einar Selvik στα φεστιβάλ που εμφανιζόταν χωρίς τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος, ενώ την κυκλοφορία μαζί με τον Ivar Bjørnson (“Hugsjá”) δεν τη βάζω καν στο κάδρο της δισκογραφικής πορείας των WARDRUNA. Έτσι λοιπόν μετά από πολύ καιρό, το περασμένο καλοκαίρι ήρθε στο φως το εξαιρετικό single “Lyfjaberg“, το οποίο δυστυχώς δεν κατάφερε να βρει τον δρόμο του στον δίσκο. Παρόλα αυτά μας έδωσε μια ξεκάθαρη εικόνα ότι η φλόγα που καίει στη ψυχή του Einar παραμένει το ίδιο δυνατή όσο και το 2009 όταν ξεκίνησε αυτό το εγχείρημα.
Στα του “Kvitravn” τώρα. Από τις πρώτες κιόλας μέρες της κυκλοφορίας του έσπασε κυριολεκτικά όλα τα κοντέρ. Από τις μεγάλες αγορές, όπως Η.Π.Α., Γερμανία και Αγγλία έως τις μικρότερες, όπως η Αυστρία και η Πολωνία, ο δίσκος σκαρφάλωσε ακόμα και στις πρώτες θέσεις των charts. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η μουσική των WARDRUNA μετά από τόσα χρόνια έχει πλέον αποκτήσει ένα πολύ μεγάλο εκτόπισμα που αφορά πολύ κόσμο. Είναι κάτι που ο Einar γνωρίζει πολύ καλά, για αυτό άλλωστε δεν χρειάστηκε να αλλάξει τίποτα στον ήχο των WARDRUNA για να παραμείνει, όχι απλά στην επικαιρότητα, αλλά στην κορυφή του είδους. Ακολουθώντας λοιπόν τις γνώριμες αρχαίες μουσικές ακολουθίες, αντλώντας έμπνευση από τις ίδιες πνευματικές πηγές, δημιουργεί μια πανομοιότυπη μυσταγωγική ατμόσφαιρα, τόσο οικεία που ο ακροατής σχεδόν δεν καταλαβαίνει την διαφορά από τα υπόλοιπα πνευματικά του παιδιά.
Η παρουσία της Lindy-Fay Hella είναι και πάλι αυτή που ξεχωρίζει, δίνοντας στις στιγμές που πρέπει την απαραίτητη αυτή κορύφωση με την μοναδική της χροιά, που πότε είναι σαγηνευτική σαν Σειρήνα και πότε απόκοσμη σαν άλλη Ερινύα. Για τον Einar και τα υπόλοιπα μέλη δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Βρίσκονται όλοι στο ίδιο υψηλό επίπεδο συγγραφής και ερμηνείας που δύσκολα θα βρεθεί κάποιο ψεγάδι. Άλλωστε δεν έχουμε να κάνουμε με μια αντικειμενική αξιολόγηση. Η μουσική των WARDRUNA είναι μοναδική στο είδος της, που είτε θα λατρευτεί (το είδαμε στην τελευταία εμφάνιση τους στη χώρα μας) είτε θα προσπεραστεί από εκείνους που δεν θέλουν να έχουν επαφές με τον χώρο. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει έστω ένας που μπορεί να τεθεί αρνητικά απέναντί της. Πρόκειται για μία άκρως βιωματική εμπειρία στην οποία είτε δίνεσαι ολοκληρωτικά, είτε αδιαφορείς.
Στο διά ταύτα λοιπόν. Το “Kvitravn” ίσως να στέκεται ένα βήμα πίσω από τους ομογάλακτους προκατόχους του, ωστόσο αυτό δεν του στερεί τη δυνατότητα να βρει τον δικό του χώρο μεταξύ αυτών. Σίγουρα μετά από όλα αυτά τα χρόνια οι πρώτοι τρεις δίσκοι έχουν εντυπωθεί όσο τίποτα άλλο στα αυτιά των ακροατών, και για αυτό το “Kvitravn” θα χρειαστεί τον χρόνο του για να κερδίσει τον χώρο που του αξίζει. Είναι σίγουρο ότι όλο αυτό θα επιταχυνθεί σε μέγιστο βαθμό όταν θα ακουστεί στους συναυλιακούς χώρους.
Επιμέλεια αφιερώματος: Νίκος Ζέρης
[Η αρχική μορφή των κειμένων δημοσιεύτηκε στο RockHard.gr]