Την τελευταία δεκαπενταετία μιλάμε συνεχώς για την μαζική απήχηση του heavy rock στη χώρα μας, το οποίο κατάφερε να περάσει σταδιακά από σκοτεινά υπόγεια σε σαφώς μεγαλύτερους χώρους. Η αλήθεια ωστόσο είναι πως μέσα σε αυτό το διάστημα δεν καθιερώθηκε κάποιο φεστιβάλ αφιερωμένο στον συγκεκριμένο ήχο. Κάποιες προσπάθειες έγιναν κατά το παρελθόν, όπως το Desertfest Athens (θυμόμαστε δύο διοργανώσεις), το Smoke the Fuzz Fest (Howler Edition), το Sonic Ritual (υπό εποπτεία της Heavy Psych Sounds), χωρίς όμως να έχουν συνέχεια. Το ιταλικό labels HPS πήρε την πρωτοβουλία το ομώνυμο φεστιβάλ να πραγματοποιηθεί και στη χώρα μας, έχοντας περάσει με επιτυχία από πολλές μεγαλουπόλεις του εξωτερικού, και έτσι είχαμε την ευκαιρία να δούμε ονόματα από το ρόστερ του και όχι μόνο. Ελπίζουμε να γίνει η απαραίτητη δουλειά ώστε να ξαναδούμε τη διοργάνωση και μελλοντικά στην Ελλάδα.
Μετά από μια αλλαγή χώρου, από το Arch στο παράπλευρο Aux, μια ακύρωση ονόματος και μια αναδιάταξη προγράμματος, εν τέλει είδαμε τους Alunah να ανοίγουν την πρώτη μέρα του φεστιβάλ λίγο πριν τις 8. Το βρετανικό σχήμα κυκλοφόρησε πέρσι μέσω της HPS το άλμπουμ Fever Dream, το οποίο συνοδεύτηκε δυστυχώς από την αποχώρηση της χαρισματικής Sian Greenaway (συνεχίζει ως solo τραγουδίστρια υπό το όνομα Bobbie Dazzle), με τη Daisy Savage να αναλαμβάνει προσωρινά το μικρόφωνο για να γίνει στη συνέχεια μόνιμο μέλος (κατά το ουδέν μονιμότερο του προσωρινού…). Στα περίπου 40 λεπτά που έμειναν στη σκηνή τα φωνητικά αποδείχτηκαν η αχίλλεια πτέρνα τους, αλλά έστω κι έτσι πιστεύουμε πως θα μπορούσαν να βρίσκονται λίγο ψηλότερα στο line up της βραδιάς.
Τη σκυτάλη έλαβε αμέσως μετά ένα ακόμα γκρουπ της HPS, οι Ρωμαίοι Fvzz Popvli. Με νέα δουλειά και άφθονο κέφι, παρουσίασαν τη δική τους φαζαριστή εκδοχή του rock & roll, όντας άκρως επικοινωνιακοί και γεμάτοι αστείρευτη ενέργεια.
Στη συνέχεια, σειρά είχε το μοναδικό εγχώριο σχήμα της πρώτης ημέρας, καθώς οι αγαπημένοι Tuber ακύρωσαν την εμφάνιση τους για λόγους υγείας. Κάπως έτσι στη σκηνή βρέθηκαν οι συνήθεις ύποπτοι Sadhus (The Smoking Community). Λασπώδες sludge, ξεσκισμένα φωνητικά από τον δαιμονισμένο Σταύρο και θόρυβος στα κόκκινα, αυτή είναι η σταθερή συνταγή της μπάντας εδώ και χρόνια. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε πως από κάτω το κοπάνημα ήταν ασταμάτητο, απόδειξη πως πολλοί είχαν έρθει και για αυτούς.
Με ακόμα πιο βαρύ ήχο και doom ατμόσφαιρα μας πήγαν παρακάτω οι Πολωνοί Belzebong. Αν κρίνουμε από τις συνεχείς ιαχές “Belzebong, Belzebong”, δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε πως κάνανε γκελ στο κοινό, έστω κι αν δοκίμασαν τα αυτιά όσων από εμάς προτιμούμε το ατόφιο heavy rock.
Ως headliners της βραδιάς είχαν τοποθετηθεί δικαίως οι Truckfighters από το γνωστό μονάχα για… το stoner και το στοίχημα Örebro (κάτι σαν Ούρεμπρου μας ακούστηκε από τα χείλη του Ozo). Τι κι αν τους είχαμε δει μόλις τον περασμένο Μαιο, δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε στο ακαταμάχητο fun που χαρακτηρίζει τις εμφανίσεις τους. Το live ξεκίνησε ως συνήθως με τον Dango να βγάζει τη μπλούζα του και να την πετάει στο κόσμο, από εκεί και πέρα δεν σταμάτησε να χοροπηδάει, να μοιράζει απλόχερα riff και να καταθέτει μέχρι και την τελευταία ικμάδα της ενέργειας του. Βεβαίως με την πάροδο του χρόνου η κούραση, οι υψηλές θερμοκρασίες και το μπουκωμένο ηχοσύστημα περιόρισαν κάπως τον ενθουσιασμό μας. Έστω κι έτσι, οι Truckfighters υπήρξαν ιδανική λύση για το κλείσιμο της πρώτης ημέρας.
Η δεύτερη μέρα μας βρήκε στο προαύλιο του Universe, όπου ήταν στημένη η υπαίθρια σκηνή, η οποία αποδείχτηκε επιλογή για τολμηρούς καθώς ακόμα για για μεσογειακή χώρα στις αρχές του Μάρτη η ψύχρα είναι αρκετά έντονη τα βράδια. Πρώτοι σε σειρά εμφάνισης στην εξωτερική σκηνή οι Τούρκοι Congulus, με τους οποίους γνωριστήκαμε λίγο καλύτερα μέσω της συνέντευξης που μας παραχώρησαν. Αν έπρεπε να δώσουμε σε κάποια μπάντα τον άτυπο τίτλο της ευχάριστης έκπληξης του διημέρου, οι Congulus θα το κατακτούσαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Το ψυχεδελικό τους ροκ με τις ανατολίτικες μελωδίες έκατσε ταμάμ και μας ζέστανε για τα καλά.
Χωρίς καθυστέρηση σπεύσαμε στην εσωτερική σκηνή του Universe, στη οποία βρίσκονταν ήδη οι Βέλγοι Wyatt E. με την άκρως μυστηριώδη εμφάνιση. Εξίσου μυστηριώδες ήταν και το βαρύ και σκοτεινό σετ που μας παρουσίασαν. Με το που μας αποχαιρέτησαν, επιστρέψαμε αμέσως στη μικρή σκηνή, για το πρώτο εγχώριο όνομα της δεύτερης μέρας του φεστιβάλ. Ο λόγος για τους Birds of Vale οι οποίοι μας παρουσίασαν ένα αντιπροσωπευτικό κομμάτι της μέχρι τώρα δουλειάς του, με έντονο το στοιχείο του vintage.
Ξανά πίσω και την μεγάλη σκηνή για τους Acid Mammoth, οι οποίοι φιλοξενήθηκαν επίσης πρόσφατα στις σελίδες μας. Doom το ορθόδοξο και διάχυτη Sabbath-ιλα πρόσφερε το γκρουπ στο κοινό το οποίο το αντάμειψε με καθολική αποθεωτική αποδοχή.
Έχοντας προπονηθεί πλέον στο μέσα-έξω, κατευθυνθήκαμε τάχιστα στη μικρή σκηνή όπου μας περίμεναν οι Τεξανοί Warlung. Το παθιασμένο ευθύ heavy rock τους μας έκατσε πολύ καλά και το απολαύσαμε δεόντως. Δίχως να πάρουμε ανάσα, βρεθήκαμε ξανά στο εσωτερικό χώρο για να προφτάσουμε τους Margarita Witch Cult. Το βρετανικό trio που ανήκει, όπως και η πλειοψηφία τον ονομάτων του διημέρου, στο ρόστερ της HPS με παλιομοδίτικη διάθεση και εμφάνιση μας έδωσαε μια καλή γεύση για το πως αντιλαμβάνεται το σκληρό ήχο, χωρίς να καταφεύγει σε εντυπωσιασμούς και περιττές “μοντερνιές”.
Καθώς προχωρούσε η βραδιά και το σκοτάδι ήταν πλέον πυκνό, στην εξωτερική σκηνή ανέβηκαν οι Ιταλοί Mr. Bison. Το ποιοτικό heavy rock τους μόνο αδιάφορους δεν μας άφησε. Η εμφάνιση τους ήταν πειστική, ωστόσο έπρεπε να τους αποχωριστούμε κάπως απότομα καθώς στην μεγάλη σκηνή βρίσκονταν ήδη οι συμπατριώτες τους Black Rainbows. Οι τελευταίοι αποτελούν σαφώς το πιο γνωστό heavy rock σχήμα της γείτονος χώρας, έχοντας ήδη μια διαδρομή δυο δεκαετιών, ενώ με δεδομένο πως ο ηγέτης τους Gabriele Fiori είναι ο ιθύνων νους της δισκογραφικής Heavy Psych Sounds καθώς και αυτός που τρέχει τα ομώνυμα φεστιβάλ, η παρουσία τους ήταν -δικαιωματικά- επιβεβλημένη. Όσοι τους έχουν δει κατά το παρελθόν, είχαν ήδη εικόνα για το τι ακριβώς να περιμένουν. Αυτό που θα προσθέσουμε από την πλευράς μας είναι πως ό,τι έχουν καταφέρει, το έχουν κατακτήσει με το σπαθί τους.
Τελευταία βόλτα, με βήμα ταχύ, στον εξωτερικό χώρο για να απολαύσουμε τους Puta Volcano. Η αλήθεια είναι πως είχαμε καιρό να τους δούμε live και μας είχαν λείψει. Από τα πρώτα κιόλας κομμάτια το γκρουπ κατέστησε σαφές πως βρίσκεται ένα σκαλί πάνω από όλα τα σχήματα που προηγήθηκαν στη συγκεκριμένη σκηνή. Οι εξαιρετικοί μουσικοί και η πάντα υπέροχη μπροστάρισα Άννα Παπαθανασίου τα έδωσαν όλα αφήνοντας στην άκρη τυχόν αναποδιές καθώς και την χαμηλή θερμοκρασία που επικρατούσε εκείνη την ώρα. Ακόμα κι όταν ένα τεχνικό πρόβλημα τους έκοψε τη φόρα, το ξεπέρασαν με όπλο το χιούμορ της Άννας και με καλή διάθεση. Ανυπομονούμε να ακούσουμε τι νέο ετοιμάζουν καθώς έχει παρέλθει μια πενταετία ήδη από το AMMA.
Δυστυχώς έπρεπε να αποχωριστούμε κάπως πρόωρα τους Puta καθώς στη μεγάλη σκηνή είχαν ήδη πάρει τη θέση τους οι Nightstalker και σε καμία περίπτωση δεν θέλαμε να χάσουμε το παραμικρό από το σετ τους. Το γεγονός πως είχαν στη διάθεση τους λιγότερη ώρα (περίπου 60 λεπτά) από ό,τι σε μια καθαρά δική τους εμφάνιση, λειτούργησε εν τέλει θετικά. Κι αυτό γιατί διαμόρφωσαν ένα σφιχτό σετλιστ γεμάτο με κομμάτι που θέλαμε πολύ να ακούσουμε. Έτσι μας πρόσφεραν τα απαραίτητα classics (“Just A Burn”, “Trigger Happy”, “Baby, God Is Dead”), νεότερες συνθέσεις που έχουν λάβει ήδη θέση κλασικού (“Dead Rock Commandos”, “Sweet Knife”), καθώς και ένα κομμάτι από το νέο τους δίσκο που παρότι δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα, το κοινό το υποδέχθηκε με αντίστοιχο ενθουσιασμό (ο λόγος φυσικά για το πρώτο single “Uncut”). Για φινάλε φυσικά δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν κάτι άλλο από το “Children of the Sun”, το οποίο τραγουδήθηκε από όλους. Οι Nightstalker ήταν το αρχαιότερο όνομα του διημέρου και όπως διαπιστώσαμε στην πράξη και το πλέον δημοφιλές μαζί με τους headliners Orange Goblin.
Η ώρα ήταν πια αρκετά προχωρημένη όταν μέσα σε αποθέωση έκανε την εμφάνιση του αγαπημένο βρετανικό σχήμα. Η συγκεκριμένη θα μπορούσαμε να πούμε πως ήταν μια γλυκόπικρη συγκυρία. Από τη μια το πανηγυρικό κλίμα που πρέπει να συνοδεύει το κλείσιμο ενός άκρως επιτυχημένου κύκλου, από την άλλη η στεναχώρια για το γεγονός πως θα βλέπαμε για τελευταία φορά τους Orange Goblin. H τετράδα ήταν αποφασισμένη να προσφέρει το καλύτερο για τον αποχωρισμό και κάπως έτσι, μετά την έναρξη με το πολύ δυνατό “Cemetery Rats“ από το περσινό Science, Not Fiction, ακολούθησαν ύμνοι όπως τα “Scorpionica“, “Saruman’s Wish“, “Blue Snow” και “Made of Rats“. Άλλωστε ο τιτάνας Ben Ward ξεκαθάρισε από την αρχή πως είχαν σκοπό να τιμήσουν όλες τις εποχές της 30ετούς πορείας τους. Μπορεί να μην ακούγαμε την κιθάρα του Joe Hoare στην ένταση που θα θέλαμε, ωστόσο δεν χωράνε παράπονα σε μια βραδιά που είχε χαρακτήρα εορταστικό. Εξάλλου ο Ward ως άψογος οικοδεσπότης του πάρτι με την αστείρευτη τρέλα του και την ανεξάντλητη ενέργεια είχε τον τρόπο να σε ξεσηκώνει και τον τελευταίο θεατή. Ο ίδιος φρόντισε να κάνει και μια αναδρομή στις επισκέψεις της μπάντας στην χώρα μας ενθυμούμενος στην πρώτη τους στο An Club, παραδεχόμενος πως βρίσκονταν πια σε άλλο επίπεδο παίζοντας μπροστά σε τόσο κόσμο. Από την πλευρά μας οφείλουμε να εξομολογηθούμε πως φύγαμε με ένα σφίξιμο αναλογιζόμενοι πως δεν θα ξαναδούμε επί σκηνής ένα συγκρότημα που τόσο έχουμε λατρέψει. Από την άλλη ποτέ δεν ξέρεις τι θα φέρει το μέλλον, οπότε κρατάμε όσα ζήσαμε μαζί τους και αν μας επιφυλάσσει κάτι ακόμα η μπάντα, θα το δείξει ο χρόνος.
Συνολικά το διήμερο ήταν άκρως χορταστικό. Προφανώς θα χρειαστεί αρκετή προσπάθεια, όπως προαναφέραμε, για να καταφέρει το φεστιβάλ να καθιερωθεί ως θεσμός. Σε αυτό σημείο θα προτιμήσουμε συνειδητά να εστιάσουμε στα θετικά στοιχεία. Μας άρεσε η διαρκής κίνηση μέσα-έξω μεταξύ των δύο σκηνών καθώς δεν βαριόσουν στιγμή, το πλουσιότατο merch της HPS και οι καλές τιμές του, η μαζική παρουσία του κόσμου που προτίμησε το διήμερο εισιτήριο και τέλος η πολύ καλή απόδοση της πλειοψηφίας των γκρουπ. Ευχόμαστε να υπάρξει συνέχεια!
Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος