Το πέμπτο άλμπουμ των Αμερικανών heavy rockers Elder έχει διχάσει κοινό και κριτικούς. Τα επιχειρήματα εκατέρωθεν εκφράζονται με πάθος και ένταση από τη στιγμή της κυκλοφορίας του. Δυο συντάκτες του Local Fuzz άκουσαν το Omens… σχολαστικά και διασταυρώνουν τα ξίφη τους, καταλήγοντας στο ότι μάλλον δεν διαφωνούν επί της ουσίας.
Elder – Omens (Stickman Records, 2020)
Σε μια εποχή όπου η μουσική (και γενικότερα η τέχνη) βάλλεται από παντού, και τη στιγμή όπου οι καλλιτέχνες βρίσκονται σε οριακές υπαρξιακές καταστάσεις, καλό θα ήταν χαμηλώσουμε τους τόνους μας, να περάσουμε περισσότερο χρόνο με τον δίσκο που μας απασχολεί και γενικότερα να βάλουμε λίγο νερό στο κρασί μας γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι.
Πρώτη φορά μου δημιουργείται η ανάγκη να υπερασπιστώ έναν δίσκο, ο οποίος μάλιστα δεν με έχει κερδίσει. Ο λόγος; Μα φυσικά αυτή η γενικευμένη επίθεση από διάφορους περαστικούς της heavy rock σκηνής, που τους ξένισε η prog χροιά του “Omens”.
Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, οι ELDER προσπαθώντας να λοξοδρομήσουν από το παρατεταμένο heavy rock revival, κάνουν μια μάλλον ατσούμπαλη μεν, τίμια δε, προσπάθεια να εξελίξουν τον ήχο τους. Το “Omens” είναι ένας ιδιαίτερος σταθμός στη δισκογραφική τους πορεία που σίγουρα θα χαράξει τον δρόμο για τις κυκλοφορίες που θα ακολουθήσουν. Αυτή η απομάκρυνση από τις heavy rock κιθάρες και τα ατέρμονα riffs επέφερε την δυσαρέσκεια του κόσμου που διψάει για τσίτα-τα-γκάζια καταστάσεις. Οι ELDER προσθέτοντας ένα δύο στοιχεία στον καλοδουλεμένο ήχο τους, δημιούργησαν μια πιο “εγκεφαλική” κατάσταση, που για να την αντιληφθείς πλήρως χρειάζεται να επαναλάβεις το άθλημα της ακρόασης μερικές φορές παραπάνω. Όχι ότι δεν υπάρχουν αστοχίες υλικού, για παράδειγμα τα φωνητικά του Nicholas DiSalvo για κάποιον λόγο βρίσκονται πολύ πιο μπροστά από ότι θα έπρεπε, αλλά το γενικό αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά αποτυχημένο μπορεί να χαρακτηρισθεί.
Το “Omens” είναι ένας καλοδουλεμένος δίσκος, που μπορεί να υστερεί σε κάποια σημεία, ωστόσο φαίνεται ξεκάθαρα ότι η δομή του ακολουθεί μια συγκεκριμένη πορεία. Η έντονη παρουσία των πλήκτρων, μαζί με τις εναλλαγές στο τέμπο και τα περάσματα μέσα στα ίδια κομμάτια, δίνουν μια διαφορετική οπτική στο πως θέλουν να ακουστούν οι ELDER σήμερα. Ναι είναι πιο prog, και ναι αυτός είναι ο δρόμος που διαλέγουν, αφού πρώτα πέρασαν από όλες τις άλλες εκφάνσεις του heavy rock και διέπρεψαν. Δεν πιάνουμε καν στο στόμα μας το τρίπτυχο των δίσκων, “Dead Roots Stirring”, “Lore” και “Reflections of a Floating Wolrds”, αλλά ακόμα και το τελευταίο ΕΡ “The Gold and Silver Sessions” όπου η μπάντα πειραματίστηκε σε ψυχεδελικά kraut jams, έβαλε τα γυαλιά στη psych instrumental σκηνή. Αν φτάσαμε στην ερώτηση, για το αν δύο κομμάτια (“In Procession” και “Halcyon”) μπορούν να κουβαλήσουν όλο τον δίσκο προς την επιτυχία η απάντηση είναι διττή. Για οποιαδήποτε άλλη μπάντα, ναι, για τους ELDER και τον πήχη που έχουν θέσει σε κάθε τους πόνημα, ξεκάθαρα όχι.
Για να το κλείσουμε λοιπόν όμορφα και ωραία. Το “Omens” είναι ένας μέτριος δίσκος για τα δεδομένα του συγκροτήματος αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ένας κακός δίσκος. Είναι κάτι το διαφορετικό, κι αυτό από μόνο του σε γεμίζει αισιοδοξία για το πως μπορεί αυτή η μπάντα να εξελίσσεται, μακριά από τα στεγανά της σκηνής. Αν αξίζει τα λεφτά του; Ο χρόνος και το μέλλον θα δείξει.
7/10
Νίκος Ζέρης
Οφείλω να παραδεχτώ από την αρχή πως θεωρώ τους Elder σπουδαίο συγκρότημα. Σε μια υποθετική πυραμίδα στην κορυφή της οποίας βρίσκονται οι Mastodon και ακολουθούν αμέσως μετά οι Baroness, οι Elder δίκαια θα καταλάμβαναν την τρίτη θέση. Στα χρόνια που είναι ενεργοί μας έχουν παρουσιάσει αξιοπρόσεκτες δουλειές σαν τα Dead Roots Stirring, Lore και Reflections of a Floating World. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τις πολύ καλές ζωντανές εμφανίσεις τους, ειδικά στο πρόσφατο live τους στο Temple ήταν απολαυστικότατοι.
Όλα τα παραπάνω έχουν ως φυσική απόρροια να έχουμε υψηλές προσδοκίες για κάθε νέα κυκλοφορία της μπάντας από τη Βοστόνη. Το ζήτημα με το τελευταίο τους πόνημα Omens είναι πως για πρώτη φορά το γκρουπ δείχνει κάπου να σκαλώνει. Προσωπικά θεωρώ πως οι μεγάλες διάρκειες των συνθέσεων αδικούν κάπως το σύνολο. Από τα πέντε κομμάτια του δίσκου μόνο ένα είναι κάτω των 10 λεπτών κι αυτό οριακά (τερματίζει στο… 9:21). Ο φυσικός ηγέτης του σχήματος Nick DiSalvo (κιθάρα – φωνή) είχε δείξει και στα προηγούμενα άλμπουμ πως κάποιες φορές παρασύρεται από τον πειρασμό της φλυαρίας με αποτέλεσμα σε μερικές συνθέσεις να χάνεσαι εντός τους και να μην μπορείς να ακολουθήσεις τη ροή. Σίγουρα τα κομμάτια και ο τρόπος παιξίματος του γκρουπ απαιτεί χώρο και χρόνο για να αναπτυχθούν, όμως και η οικονομία είναι προσόν για ένα μουσικό. Ιδιαίτερα όταν δεν βρίσκεται στην καλύτερη συνθετική “φόρμα”.
Πέραν αυτού του σημαντικού μειονεκτήματος, το άλμπουμ φέρει όλα τα βασικά γνωρίσματα του γκρουπ που το κατέστησαν πολύ αγαπητό και μάλιστα εντοπίζονται κάποια ψήγματα ανανέωσης του ήχου. Τα synths, για παράδειγμα, που έχουν σαφώς πιο ενεργό ρόλο ταιριάζουν με την πιο prog κατεύθυνση που έχουν επιλέξει εδώ οι Elder. Πιθανότατα αυτό να είναι και το ηχητικό πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούν και στο μέλλον. Με λίγα λόγια, μην αναμένετε heavy rock εκρήξεις, δεν υπάρχουν εδώ. Χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα κακό.
Που καταλήγουμε; Ηχητικά οι Elder προοδεύουν, συνθετικά όμως κάπου το όλο εγχείρημα χωλαίνει. Αν βρουν τη φόρμουλα ώστε οι συνθέσεις τους να είναι πιο μεστές, αποφεύγοντας την παγίδα να πλατειάζουν, μπορούν να κερδίσουν το στοίχημα και πάλι. Διάφορες ακρότητες που καταγράφηκαν σχετικά με το Omens έχουν στόχο τις εντυπώσεις κι όχι την ουσία. Ένα τόσο προικισμένο συγκρότημα δεν το διαγράφεις για μια στραβοτιμονιά.
6,5/10
Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος