Για να πω την αμαρτία μου, ποτέ δεν πήρα στα σοβαρά τους Red Fang. Πέρα από το, επικών διαστάσεων, video clip στο “Prehistoric Dog” δεν ασχολήθηκα και πολύ παραπάνω. Θαρρώ πως και οι ίδιοι με την πρώτη τους, ομότιτλη, κυκλοφορία πριν από μερικά χρονάκια περισσότερο έκαναν την πλάκα τους, πετώντας μας κατάμουτρα ότι ξέμενε από τα βραδινά τους μεθύσια, χωρίς να το βλέπουν επαγγελματικά. Έτσι λοιπόν ούτε που θα έπαιρνα χαμπάρι ότι βγάλανε και δεύτερο δίσκο, αν δεν έβλεπα μια αφίσα με ονόματα όπως Dillinger Escape Plan και Mastodon.
Είναι γνωστό ότι η Relapse δεν αφήνει τίποτα στην μοίρα – ή την μπύρα – του. Το έχει αποδείξει άλλωστε με τους Baroness και τους Black Tusk, συγκροτήματα που ναι μεν είχαν κάποια φήμη και φυσικά κάποια ποιότητα πριν υπογράψουν με την εν λόγω εταιρεία, ωστόσο ήταν αυτή που τα έκανε γνωστά στο ευρύ κοινό. Τι σχέση έχει αυτό με τους Red Fang; Στο “Murder The Mountains” παρατηρούμε μια θεαματική αλλαγή σε επίπεδο παραγωγής και συνθέσεων. Ένα σοβάρεμα χωρίς όμως να χάνεται μέσα σε αυτό ούτε η καφρίλα, ούτε η φρεσκάδα του χαρακτήρα της μπάντας. Μπορεί να μη διατηρείται στο έπακρο αυτό το sludge ‘n’ roll attitude αλλά οι ογκωδέστατες συνθέσεις τους έρχονται να καταπλακώσουν και ελέφαντα. Οι επιρροές από Clutch, Torche και ολίγον από High On Fire είναι καταφανείς, αλλά διόλου μας ενοχλούν. Καλά ίσως το δίδυμο των φωνών να κάνει πολύ Mastodon αλλά δεν παύει να μας πωρώνει! Όπως αναφέραμε και πιο πριν το μεγαλύτερο ατού του δίσκου είναι η παραγωγή την οποία επιμελήθηκε ο συντοπίτης τους, Chris Funk (βασικό μέλος των The Decemberists). Όλα τα όργανα βρίσκονται στο σωστό επίπεδο, δίνοντας ταυτόχρονα την αίσθηση ότι η μπάντα αρχίζει να βρίσκει την ταυτότητά της, γεγονός ομολογουμένως δύσκολο μέσα σε αυτό το χαώδες είδος που ονομάζεται sludge/stoner.
Το ξέρω ότι πάνε χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε ο δίσκος, αλλά κάλιο αργά παρά ποτέ όπως λένε και στο βλαχοχώρι μου. Για όσους βρίσκονται στην ίδια μοίρα με μένα και δεν τους έχετε πάρει ακόμα πρέφα, δεν θα σας χαλάσει ένα διάλειμμα από Eyehategod και Melvins.
Νίκος Ζέρης