Βαρέθηκα να διαβάζω κείμενα όπου μια μπάντα δεν χρειάζεται συστάσεις και πολύ περισσότερο τώρα που η αφορμή είναι οι GY!BE. Όσο υπάρχει κόσμος που δεν ξέρει αυτά τα τέσσερα γράμματα που άλλαξαν την ροή της rock και μετέπειτα επηρέασαν εκατοντάδες συγκροτήματα ώστε να αυτοαποκαλούνται post (σε κάθε εκδοχή της), ε τότε οφείλουμε να συστήνουμε ξανά και ξανά τους GODSPEED YOU! BLACK EMPEROR ως το κορυφαίο συγκρότημα μιας εποχής που δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται.
Μαζί με τους τιτάνιους MOGWAI, αποτελούν ουσιαστικά το πρώτο ρεύμα της post γενιάς, η οποία έθεσε τον θεμέλιο λίθο για αυτό το μεθοδικό και επαναλαμβανόμενο χτίσιμο των συνθέσεων. Ήταν ουσιαστικά ο λόγος που έπεσαν οι τιμές στον μετρονόμο και τα overdrive και fuzz πετάλια της grunge αντικαταστήθηκαν από chorus και delay. To “F♯ A♯ ∞” ακόμα ηχεί ολόφρεσκο στα αυτιά μου, παρότι έκλεισε φέτος τα 20 χρόνια του πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Από τότε έως σήμερα στο “Luciferian Towers”, όπως είναι λογικό, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει στο περιτύλιγμα της μουσική των GY!BE, αλλά όχι στην ουσία. Η έκπληξη και το ξάφνιασμα που βρίσκεται πίσω από κάθε γωνιά της μουσικής τους παραμένει εκεί, για να μας θυμίζει ότι οι Καναδοί αποτελούν αδιαμφισβήτητα, μάστορες στο να αφηγούνται ιστορίες δίχως λόγια.
Ο δίσκος αποτελεί ένα φθινοπωρινό ποίημα για την μουσική που αγαπάμε. Είναι το ίδιο νοσταλγικός και φρέσκος, σαν ένα νέο δόγμα που τείνει να ξεγράψει μονοκοντυλιά καθετί που προϋπήρξε. Φυσικά, το “Luciferian Towers”, δεν μπορεί παρά να αποτελεί την φυσική εξέλιξη της μπάντας, όχι μόνο με την έννοια της σκυταλοδρομίας από τον προκάτοχο στον διάδοχο, αλλά πολύ περισσότερο από την άποψη του συγκερασμού όλων των μουσικών βιωμάτων κάτω από ένα κοινό πρίσμα. Έτσι λοιπόν ο ακροατής δεν θα πρέπει να περιμένει τα «γκάζια» που άκουγε στο πρώτο μισό του “Asunder, Sweet And Other Distress” (2015), αλλά να σκεφτεί ότι έχει να κάνει με έναν δίσκο που πάει ένα βήμα μπροστά, καθώς σε αυτό προστίθενται jazz επιρροές, γνωστά folk περάσματα και όλα αυτά με ένα γνώριμο μελαγχολικό τοπίο στο background.
Τα τέσσερα κομμάτια του δίσκου αποτελούν ολοκληρωμένες οντότητες, όπως άλλωστε κάθε κομμάτι του συγκροτήματος. Από το “Undoing Luciferian Towers”, το οποίο καταλήγει μουσικά σε αυτή ακριβώς την δήλωση, την υπερίσχυση δηλαδή των μελωδιών έναντι των «παράφωνων» πνευστών, έως το μανιφέστο του “Anthem for No State”, ο ακροατής μετατρέπεται σε θεατής ξεκάθαρων εικόνων. Το “Bosses Hang”, αποτελεί ίσως το πιο καινοτόμο και δυναμικό κομμάτι του δίσκου, όπου κυριολεκτικά κάθε μέλος του συγκροτήματος προσπαθεί να καλύψει την μελωδία του άλλου. Το “Fam/Famine” μόνο περνά απαρατήρητο, διατηρώντας της θέση του εξισορροπιστή, δίνοντας ανάσες στον ακροατή για την έκρηξη συναισθημάτων που ακολουθεί.
Πραγματικά δεν περίμενα ότι το “Luciferian Towers” θα με κερδίσει τόσο. Αν κυκλοφορούσε πριν από δύο χρόνια θα αποτελούσε ίσως το πιο ηχηρό comeback σε μουσικό συγκρότημα μετά από αυτό των SWANS. Αλλά ας θυμηθούμε ότι το “The Seer” ήρθε κι αυτό μετά το “My Father Will Guide Me Up a Rope to the Sky”. Ας μη μπλέκουμε όμως τα πράγματα. Όσοι αγαπάτε ειλικρινά και διαχρονικά αυτή την μπάντα (γιατί υπάρχουν και χιλιάδες άτομα που περνάνε σαν επισκέπτες έτσι για να λένε), δεν γίνεται να μη λατρέψετε αυτόν τον δίσκο.
*Την Κυριακή 29 Απριλίου οι Καναδοί επιστρέφουν στην Αθήνα για μια μυσταγωγική βραδιά, για ακόμα μια συναυλία – εμπειρία ζωής. Χρειάζεται να πούμε οτι ανυπομονούμε;
9/10
Νίκος Ζέρης
[Πρώτη δημισίευση RockHard.gr]