Φέτος συμπληρώνονται 20 χρόνια από τη διάλυση των Kyuss και με αυτή την αφορμή το Local Fuzz παρουσιάζει μια αναδρομή στην πορεία του συγκροτήματος το οποίο εξακουλουθεί να παραμένει επιδραστικό όσο λίγα.
Αν υπάρχει ένα όνομα το οποίο μέχρι και σήμερα παραμένει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου ταυτισμένο με το όρο stoner rock, αυτό δεν είναι άλλο από τους θρυλικούς Kyuss. Σχεδόν δυο δεκαετίες μετά την επίσημη διάλυση τους, το Local Fuzz έρχεται να ρίξει φως στις κυριότερες πτυχές της ιστορίας του συγκροτήματος προκειμένου να γίνει ευρύτερα αντιληπτό το μέγεθος αλλά και η συνεισφορά του στην εξέλιξη της rock μουσικής.
Κείμενο-Επιμέλεια: Πάνος Δρόλιας
The Early Days
Είθισται στη μακρινή Καλιφόρνια των ΗΠΑ οι θερμοκρασίες τις περισσότερες ημέρες του χρόνου να κυμαίνονται σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Ειδικά στο νότιο κομμάτι της Καλιφόρνια και στο αραιοκατοικημένο Palm Desert, το οποίο συνορεύει με την έρημο της La Quinta, η θερμοκρασία είναι συχνά τόσο αφόρητα υψηλή που αισθάνεσαι ότι κατοικείς περισσότερο σε κάποιο απομακρυσμένο εξοχικό της Κόλασης παρά σε ανθρώπινο περιβάλλον. Κατά συνέπεια, προκειμένου να καταφέρει κάποιος να αντέξει σε ένα τέτοιο περιβάλλον όπου κυριαρχούν ανελλιπώς η καυτή ανάσα του ήλιου και η καταθλιπτική απομόνωση της φλεγόμενης ερήμου χρειάζονται πολλά κότσια. Κάποιοι δεν μπόρεσαν να αντέξουν. Κάποιοι άλλοι επέλεξαν να κυνηγήσουν την λύτρωση τους μέσα από την μουσική. Κάπως έτσι στα μέσα της δεκαετίας του ’80 δημιουργήθηκε μια ομάδα από μουσικούς, οι οποίοι παρά την ταυτόχρονη συμμετοχή τους σε διαφορετικές μπάντες, φρόντισαν σταδιακά να δημιουργήσουν έναν πρωτότυπο ήχο που συνένωνε στοιχεία από το ψυχεδελικό rock, το heavy metal και το punk ενώ περιείχε και αρκετές blues αναφορές, μιας και οι περισσότερεςμπάντες έπαιζαν αρκετά συχνά σε bars όπου κυριαρχούσε το λατινοαμερικάνικο στοιχείο. Η μπάντα που ξεχώρισε γρήγορα από όλες ήταν οι Yawning Man που σχηματίστηκαν από τους Gary Arce, Alfredo Hernandez και Mario Lalli το 1986. Από τις πρώτες μέρες της δημιουργίας τους, οι Yawning Man κατάφεραν να γίνουν αρκετά γνωστοί στα περίχωρα του Palm Desert και της La Quinta μέσα από τα μαραθώνια instrumental τζαμαρίσματα τους που λάμβαναν χώρα είτε σε κάποιο βρώμικο και στενόχωρο garage είτε σε parties, τα οποία γίνονταν στα πιο απόκρυφα και απομονωμένα μέρη της ερήμου, εκεί δηλαδή όπου οι άφθονες δόσεις μπύρας αναμειγνύονταν με την μαριχουάνα και τα λεγόμενα «μαγικά μανιτάρια». Τα συγκεκριμένα parties είχαν ονομαστεί και ως generator parties εξαιτίας των βενζινοκίνητων γεννητριών που τροφοδοτούσαν με ηλεκτρισμό τον εξοπλισμό των συγκροτημάτων.
Αν και εκείνη την εποχή οι Yawning Man δεν κατάφεραν να ηχογραφήσουν κάποιο full-length album παρά μονάχα δυο demos, η επιρροή που άσκησαν στις νεότερες μπάντες αποδείχθηκε κάτι παραπάνω από σημαντική και καταλυτική. Στις αρχές του 1988 τρεις νεαροί συμμαθητές από το Palm Desert High ονόματι John Garcia, Josh Homme και Brant Bjork, εμφανώς επηρεασμένοι από τις επιδόσεις των Yawning Man, αποφάσισαν να σχηματίσουν την δική τους μπάντα, την οποία και αρχικά ονόμασαν ως Katzenjammer που στην γερμανική αργκό αποτελεί μετάφραση του hangover. Στους Katzenjammer σύντομα προστέθηκαν ο μπασίστας Chris Cockrell και λίγο αργότερα ο Nick Oliveri στην ρυθμική κιθάρα. Με αυτή την σύνθεση και με τον John Garcia να έχει ήδη αναλάβει τα φωνητικά και τους Homme και Bjork την lead κιθάρα και τα drums αντίστοιχα, οι Katzenjammer ξεκίνησαν να παίζουν live σε διάφορα generator parties από το Palm Springs μέχρι την γενέτειρα του Homme, το Joshua Tree. Σύμφωνα με τον Homme οι συγκεκριμένες εμφανίσεις «ήταν παράγοντας διαμόρφωσης (για την μπάντα). Δεν υπάρχουν clubs εδώ οπότε μπορείς να παίξεις μόνο τζάμπα. Αν δεν αρέσεις στον κόσμο, θα σου το πουν. You can’t suck». Ύστερα από μερικούς μήνες και ενώ ο Oliveri είχε αποχωρήσει (προσωρινά όπως αποδείχτηκε αργότερα) για να αφοσιωθεί σε άλλα projects, η μπάντα αποφάσισε να αλλάξει το όνομα της σε Sons of Kyuss, το οποίο και εμπνεύστηκε από έναν χαρακτήρα ονόματι Kyuss μέσα από την πρώτη advanced έκδοση του κλασικού fantasy RPG Dungeons & Dragons. Η αλλαγή του ονόματος σε Sons of Kyuss συνέπεσε και με την στροφή της μπάντας προς νέες μουσικές φόρμες, εμφανώς επηρεασμένες τόσο από τα riffs των Black Sabbath όσο και από και την ψυχεδέλεια των Hawkwind και Blue Cheer. Αξίζει να σημειωθεί βεβαίως ότι η συγκεκριμένη μουσική μεταστροφή δεν είχε μόνο ως αιτία την αγάπη της μπάντας για τα παραπάνω ονόματα αλλά και το γεγονός ότι δεν είχαν τα χρήματα για να αγοράσουν ενισχυτές με συνέπεια αναγκαστικά να κουρδίζουν συνεχώς όλο και πιο χαμηλά! Κάτω από αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, η μπάντα άρχισε να δουλεύει το 1989 πάνω σε δικό της υλικό για τις ανάγκες ενός demo ενώ ταυτόχρονα φρόντιζε να δίνει μερικά lives στο Los Angeles. Κάπως έτσι, οι προσπάθειες της μπάντας κατέληξαν στο ομότιτλο (και πανσπάνιο πλέον) της demo EΡ που κυκλοφόρησε στις 19 Απριλίου του 1990 σε 500 μονάχα κόπιες μέσα από την δική τους Black Highway Music.
Όλοι πάντως μέσα στο συγκρότημα γνώριζαν πολύ καλά ότι το επόμενο και πιο σημαντικό βήμα αποτελούσε η ηχογράφηση ενός full-length album. Μέχρι όμως να συμβεί αυτό, οι Sons of Kyuss αποφάσισαν να δώσουν μια σειρά από συναυλίες σε rock clubs στην γκλαμουράτη πλευρά του Hollywood. Αυτό βέβαια δεν πέρασε απαρατήρητο από τις τοπικές glam/poser μπάντες. Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Homme: «Ήταν παράξενα γιατί υπήρχαν πολλές hair μπάντες τριγύρω. Βασικά, πολύς κόσμος μας μισούσε…νομίζω ότι μπλέξαμε σε καυγάδες περίπου σε 13 ή 14 συνεχόμενα shows». Παρόλα αυτά, υπήρξαν και κάποιοι που αποθέωσαν την μπάντα. Όπως για παράδειγμα ο Chris «Hot Rod» Long που ήταν club promoter και συντάκτης σ’ ένα underground μουσικό έντυπο με τίτλο Hollywood Rocks καθώς και ο Bob Buziak που ήταν πρόεδρος μια ανεξάρτητης δισκογραφικής ονόματι Dali Records. Σε μια από τις εμφανίσεις των Sons of Kyuss στο Raji club του Hollywood στις αρχές του 1991, μάλιστα, ο Long κατάφερε να πείσει τον Buziak να υπογράψει το συγκρότημα στην Dali. Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με την αποχώρηση του Cockrell και την επιστροφή του Oliveri, αυτή τη φορά στην θέση του μπάσου, ώθησε για μια ακόμη φορά την μπάντα να αλλάξει το όνομα της και να το μικρύνει σε αυτό που εν τέλει έμεινε στην ιστορία: Kyuss. Χωρίς να χάσουν χρόνο οι Kyuss ξεκίνησαν τις ηχογραφήσεις για το πρώτο τους album, το οποίο κυκλοφόρησε στις 23 Σεπτεμβρίου 1991 υπό τον τίτλο Wretch. Παρότι ομολογουμένως η ηχητική ποιότητα του Wretch δεν ήταν και η καλύτερη ενώ και τα περισσότερα κομμάτια του album ήταν κατ’ουσία επαναηχογραφήσεις εκείνων του demo EP που είχε προηγηθεί, εντούτοις τα I’m Not, Big Bikes και το Sabbath-ικό feeling του Son Of A Bitch μαζί με τα γκαζωμένα Love Has Passed Me By και Isolation άφηναν εξαιρετικές υποσχέσεις για το μέλλον του συγκροτήματος.
Άλλωστε όπως χαρακτηριστικά λέει και ο τίτλος του πρώτου κομματιού του album «it’s the Beginning of What’s About to Happen»…
From the Red Sun to the Sky Valley
Η κυκλοφορία του Wretch πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από το σύνολο του μουσικού τύπου ενώ και οι πωλήσεις του ήταν από χαμηλές έως ανύπαρκτες. Ωστόσο, το σημαντικότερο ήταν πως από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του τα ίδια τα μέλη του συγκροτήματος δεν το θεώρησαν καν ως το δισκογραφικό ντεμπούτο των Kyuss, αφενός μεν επειδή είχε ηχογραφηθεί κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες αφετέρου δε παραπάνω από τα μισά κομμάτια του ήταν επαναηχογραφήσεις του Sons of Kyuss EP. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων του Wretch, το συγκρότημα δίχως να γνωρίζει αν τελικά το album θα κατάφερνε ποτέ να κυκλοφορήσει, προτίμησε σκοπίμως να αφήσει εκτός μερικά κομμάτια ούτως ώστε να ηχογραφηθούν στο μέλλον σε ένα επαγγελματικό studio και φυσικά με καλύτερο ή τουλάχιστον αξιοπρεπή ήχο. Το συγκρότημα όχι μόνο δεν το έβαλε κάτω αλλά ξεκίνησε να δουλεύει πάνω σε μια σειρά από καινούργια κομμάτια με την ελπίδα ότι θα έβρισκε παράλληλα και το κατάλληλο άτομο που θα μπορούσε να τους βγάλει τον ήχο που ήθελαν στο studio. Η γνωριμία τους με τον κιθαρίστα-τραγουδιστή των Masters of Reality, Chris Goss, τους βοήθησε να ξεπεράσουν και αυτόν τον σκόπελο με τον Homme να δηλώνει χαρακτηριστικά: «Ο Chris ήταν θεόσταλτος. Όταν βρήκαμε τον Chris, ήξερε ακριβώς πως θέλαμε να ακουγόμαστε και πώς να το βγάλει προς τα έξω».
Τι απέμενε λοιπόν; Ένα δεύτερο album εμφανώς καλύτερο και πιο κοντά στα θέλω των Kyuss. Μόνο που όταν το Blues for the Red Sun είδε το φως της ημέρας στις 30 Ιουνίου του 1992 δεν ήταν ένα συνηθισμένο album. Ήταν ακριβώς εκείνο το album που έδωσε πνοή και υπόσταση σε ένα καινούργιο μουσικό ιδίωμα πέρα από τα στερεότυπα της εποχής: το stoner rock! Μια βουτιά στην μουσική μαγεία που κατακλύζει κομμάτια σαν τα Green Machine, Freedom Run, Writhe και Allen’s Wrench αρκεί άλλωστε για να καταλάβει κανείς γιατί μέχρι και σήμερα το Blues for the Red Sun ανήκει στην κατηγορία των αριστουργηματικών albums. Και μόνο η έμπνευση του Homme να περάσει την παραμόρφωση της κιθάρας του μέσα από ενισχυτές που ήταν φτιαγμένοι για μπάσο, δημιούργησε riffs που φλέρταραν έντονα με την βαρύτητα των Sabbath και την ψυχεδέλεια των Hawkwind (χαρακτηρίστηκαν μάλιστα από κάποιους ως «post-Hendrix guitar flurries») ενώ σε συνδυασμό με την τσιτωμένη φωνή του Garcia και τις γκαζωμένες επιδόσεις του section Bjork/Oliveri απέδειξαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι οι Kyuss ήταν φτιαγμένοι για πολύ μεγάλα και σχεδόν αδιανόητα πράγματα. Σύμφωνα μάλιστα με τον John Garcia οι «Black Sabbath was heavy but it sounded indoors. Kyuss sounds like it’s outdoors».
Το Blues for the Red Sun ήταν η σπίθα που έβαλε για τα καλά φωτιά στις μηχανές των Kyuss. Για πρώτη φορά τα κομμάτια των Kyuss άρχισαν να παίζουν σε διάφορους ραδιοφωνικούς σταθμούς από την Καλιφόρνια μέχρι το Σικάγο ενώ και τα videoclips για τα Green Machine και Thong Song προβάλλονταν συνεχώς στο Headbanger’s Ball του MTV ανάμεσα στην μόδα εκείνης της εποχής που είχε την ονομασία grunge. Παράλληλα, η σωρεία εγκωμιαστικών κριτικών συνέβαλαν έτσι ώστε και το album να πουλήσει 40.000 αντίτυπα και το ίδιο το συγκρότημα να εξασφαλίσει μια περιοδεία για τους επόμενους μήνες. Προτού όμως ξεκινήσει η περιοδεία η αποχώρηση του Nick Oliveri, εξαιτίας του θανάτου του πατέρα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ανάγκασε τους Kyuss να ψάξουν εκ νέου για καινούργιο μπασίστα. Ο αντικαταστάτης του Oliveri δεν άργησε να βρεθεί στο πρόσωπο του Scott Reeder, τον οποίο οι Kyuss είχαν γνωρίσει μέσα από τις κοινές τους εμφανίσεις με τους θρυλικούς The Obsessed του γνωστού και μη εξαιρετέου Scott “Wino” Weinrich. Με την προσθήκη του Reeder το συγκρότημα ξεκίνησε μια μακροσκελή περιοδεία που μεταξύ άλλων περιλάμβανε το άνοιγμα συναυλιών για τους Danzig, White Zombie και Faith No More. Το απόλυτο highlight της περιοδείας τους δεν ήταν άλλο από τις εμφανίσεις με τους Metallica στις αρχές του 1993 στην Αυστραλία. Σύμφωνα με τον Homme: «Οι Metallica δεν είχαν ιδέα ποιον ήθελαν να ανοίξει γι΄αυτούς εννιά ημερομηνίες στις αρχές του 1993. Είχαν όμως ακούσει το Blues for the Red Sun και τους άρεσε… Η περιοδεία ήταν μια εξαιρετική εμπειρία. Το να βρίσκεσαι και μόνο στην Αυστραλία ήταν απίστευτο». Μετά την περιοδεία με τους Metallica και την συνεχή προβολή του ονόματος του, το συγκρότημα φρόντισε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το momentum μπαίνοντας ξανά στο studio για να ηχογραφήσει το επόμενο του album με την βοήθεια και πάλι του μαγικού χεριού του Chris Goss.
Η οικονομική κατάρρευση της Dali Records τους ανάγκασε όμως να υπογράψουν στην Electra, με αποτέλεσμα η κυκλοφορία του album να μετατεθεί για τον επόμενο χρόνο. Μετά από τις τελευταίες προετοιμασίες το τρίτο album της μπάντας με τίτλο Welcome to Sky Valley κυκλοφόρησε εν τέλει στις 28 Ιουνίου 1994 περιλαμβάνοντας αρχικά συνολικά 3 κομμάτια και ένα hidden track, τα οποία με κατοπινή επανακυκλοφορία χωρίστηκαν στα συνολικά δέκα που γνωρίζουμε σήμερα. Ακόμα και ένα και μόνο κομμάτι να περιείχε όμως τίποτα δεν θα μπορούσε να αλλάξει αυτό που είναι μέχρι και σήμερα. Ένα album που κυριολεκτικά προκαλεί σοκ! Ή με άλλα λόγια το magnum opus των Kyuss, όπου τα μπουκωμένα και καρά-fuzzy riffs του Homme κουβαλούν μέσα τους το φλογισμένο άρωμα της αμερικανικής ερήμου και παντρεύονται αρμονικά με μια ψυχεδέλεια τόσο αποπνικτική και καθηλωτική που κυριολεκτικά σε στέλνει στα ουράνια και ακόμα παραπέρα! Ναι τα Gardenia, Asteroid, Conan Troutman, Supa Scoopa and Might Scoop, Odyssey και Demon Cleaner στέκονται ακόμα υπερήφανα και αγέρωχα προσφέροντας απλόχερα μύηση στον μαγικό κόσμο των Kyuss αλλά και ένα ταξίδι πέρα από τα όρια της λογικής και της ψυχεδέλειας… Δεν το πιστεύετε; Ακολουθεί μια μαγική τζούρα που επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές…
Με το Welcome to Sky Valley οι Kyuss κατάφεραν να αγγίξουν το μουσικό τους ταβάνι και τίποτα πλέον δεν φάνταζε ικανό όχι να τους ρίξει από εκεί αλλά ούτε καν να τους φρενάρει από μια πορεία που διαγραφόταν εξόχως λαμπρή. Ή μήπως όχι;
…And the Band Leaves Town
Δεν χωράει αμφιβολία πως με το Welcome to Sky Valley οι Kyuss είχαν καταφέρει κάτι το πολύ ξεχωριστό και ιδιαίτερο. Και μπορεί αυτό εν τέλει να μην αποτυπώθηκε σε μεγάλες πωλήσεις δίσκων αλλά και μόνο να σκεφτεί κανείς πόσα συγκροτήματα επηρεάστηκαν ή και αντέγραψαν τον πρωτότυπο ήχο (πάντα για τα δεδομένα της εποχής) της μπάντας αρκεί για αντιληφθεί κανείς την σημασία και την διαχρονικότητα του συγκεκριμένου δίσκου. Ωστόσο η αποχώρηση του Brant Bjork, ο οποίος ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της μπάντας, λίγο πριν την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων του Welcome to Sky Valley εξαιτίας διαφόρων προβλημάτων στις σχέσεις των μελών που είχαν προκύψει κυρίως μέσα από τις συνεχείς περιοδείες, ήρθε να καταδείξει πως κάτι δεν πήγαινε καλά στο εσωτερικό των Kyuss. Το συγκρότημα από την πλευρά του φρόντισε να μην δώσει αρκετά μεγάλη έκταση στο θέμα προσλαμβάνοντας άμεσα στην θέση του Bjork τον Alfredo Hernandez, ο οποίος μερικά χρόνια πριν είχε συνυπάρξει με τον Scott Reeder σε μια μπάντα ονόματι Across the River ενώ μαζί με τους Gary Arce και Mario Lalli είχαν δημιουργήσει τους Yawning Man, που όπως είχαμε επισημάνει πιο πάνω αποτέλεσαν μια από τις βασικότερες επιρροές των Kyuss.
Έπειτα και από αυτή την εξέλιξη, το συγκρότημα βγήκε για μια ακόμη φορά σε περιοδεία μέχρι τα τέλη του 1994 προκειμένου να προωθήσει την κυκλοφορία του Welcome to Sky Valley ενώ παράλληλα φρόντισε να δίνει τακτικά το παρών στα διάφορα generator parties που γίνονταν στην καρδιά της ερήμου της Νότιας Καλιφόρνια. Πολύ σύντομα όμως και πάλι το συγκρότημα ξαναμπήκε τον Μάρτιο του 1995 στα φημισμένα Sound City Studios του Van Nuys της Καλιφόρνια προκειμένου να ηχογραφήσει ένα καινούργιο album πάντα υπό την πολύτιμη καθοδήγηση του Chris Goss. Οι ηχογραφήσεις οδήγησαν στην κυκλοφορία στις 11 Ιουλίου του ίδιου έτους του τέταρτου κατά σειρά album των Kyuss με τίτλο …And the Circus Leaves Town. Αν και από το πρώτο κιόλας άκουσμα του δίσκου εκείνο που συνειδητοποιεί κανείς είναι η εμφανής απουσία της καθηλωτικής ψυχεδέλειας του προκατόχου του, παρόλα αυτά τα riffs αποκτούν μια πιο fuzzy και heavy διάσταση, η οποία αφενός μεν σου κολλάει κατευθείαν στο μυαλό αφετέρου δε καταδεικνύει περίτρανα ότι το συγκρότημα προτίμησε εν τέλει να μην γράψει ένα δεύτερο Welcome to Sky Valley αλλά κάτι που να απεικονίζει ξεκάθαρα την μουσική εξέλιξη του. Άλλωστε, τα One Inch Man, El Rodeo, Catamaran (διασκευή σε Yawning Man) μαζί με το εκπληκτικό Spaceship Landing και το instrumental Jumbo Blimp Jumbo είναι από εκείνα τα κομμάτια που μπορούν με χαρακτηριστική άνεση να σταθούν δίπλα σε ό,τι πιο λαμπρό έχουν γράψει ποτέ οι Kyuss.
Το …And the Circus Leaves Town μπορεί να μην είχε την αίγλη των προηγούμενων δυο δίσκων, δεν έπαυε εντούτοις να αποτελεί ένα album που έφερε πέρα για πέρα την σφραγίδα μιας μπάντας που παρά το σχετικά «νεαρό» της ηλικίας της (ο John Garcia ήταν στα 25 ενώ ο Josh Homme είχε μόλις συμπληρώσει τα 22 του χρόνια) είχε αγγίξει σημαντικά την ωριμότητα και ετοιμαζόταν για ακόμα πιο εξωπραγματικά επιτεύγματα στο μέλλον. Δυστυχώς όμως από κει που κανείς δεν το περίμενε το …And the Circus Leaves Town έμελε να είναι και το κύκνειο άσμα των Kyuss. Και αυτό διότι τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία του η μπάντα αποφάσισε και επισήμως να διαλυθεί. Είναι αυτονόητο πως πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν σχετικά με αυτή την απόφαση. Το μόνο σίγουρο πάντως ήταν ότι παρά την ράδιο αρβύλα της εποχής σύμφωνα με την οποία το συγκρότημα εμφανιζόταν απογοητευμένο από τις πωλήσεις και την αποδοχή του …And the Circus Leaves Town, η πραγματική αιτία εντοπιζόταν στις κακές σχέσεις του Garcia με τον Homme, οι οποίες μετά την αποχώρηση του Bjork είχαν ενταθεί χωρίς ωστόσο να κυκλοφορήσει απολύτως τίποτα παραέξω. Το οριστικό αντίο στους Kyuss δόθηκε δυο χρόνια μετά όταν και το νέο συγκρότημα των Homme και Hernandez με την ονομασία Queens of the Stone Age κυκλοφόρησε ένα πανσπάνιο και άκρως συλλεκτικό split EP με τους Kyuss, όπου από την μια περιείχε τα Fatso Forgotso, Flip the Phase και μια ανεπανάληπτη διασκευή στο καρακλασικό Into the Void (ναι ναι ξέρετε ποιων) από τους Kyuss και από την άλλη τα If Only Everything, Born to Hula και Spiders & Vinegaroons των Queens of the Stone Age. Επιπλέον, το 2000 κυκλοφόρησε μέσα από την Elektra η συλλογή Muchas Gracias: The Best of Kyuss, η οποία παρότι παρουσιάστηκε ως ένα greatest hits album στην ουσία δεν ήταν τίποτα λιγότερο από μια συλλογή-επικήδειος που περιλάμβανε τις live εκτελέσεις των Gardenia, Thumb, Conan Troutman και Freedom Run που ηχογραφήθηκαν στις 24 Μαΐου του 1994 στο Αμβούργο μαζί με μια σειρά από b-sides παρμένα κυρίως από singles.
http://www.youtube.com/watch?v=JyyoNnQEpSc
Το stoner rock δεν θα ήταν ποτέ πια το ίδιο χωρίς τους Kyuss…
Josh Homme vs Kyuss Lives
Το τι ακριβώς συνέβη μετά την διάλυση των Kyuss λίγο έως πολύ είναι γνωστό σε όσους παρακολουθούν με συνέπεια τα δρώμενα του stoner rock. Πολλά (αν όχι όλα) από τα (πρώην) μέλη των Kyuss προτίμησαν να ακολουθήσουν τους δικούς τους ξεχωριστούς δρόμους. Ο Garcia έπειτα από μια σύντομη audition με τους Karma to Burn, σχημάτισε το 1997 τους Slo Burn με τους οποίους λίγο πριν διαλυθούν κυκλοφόρησε το κα-τα-πλη-κτι-κό Amusing the Amazing EP ενώ την ίδια χρονιά μαζί με τον Bjork και τον Oliveri ηχογράφησαν τα 13th Floor, Simple Exploding Man, Cocaine Rodeo για το πρώτο album των Mondo Generator. Επιπλέον σχημάτισε τους Unida κυκλοφορώντας δυο albums και το 1998 δημιούργησε τους Hermano με τους οποίους μέχρι το 2007 έχει ηχογραφήσει τρία studio και ένα live album ενώ προσφάτως κυκλοφόρησε τον εξαιρετικό πρώτο προσωπικό του δίσκο. Στην αντίπερα όχθη, ο Josh Homme αφού περιόδευσε για λίγο διάστημα με τους Screaming Trees και άνοιξε κολλητιλίκια με τον Mark Lanegan σχημάτισε τους πασίγνωστους πλέον Queens of the Stone Age στους οποίους μέχρι και σήμερα αφιερώνει το αστείρευτο μουσικό του ταλέντο. Στα ρεπά του από τους QOTSA κατάφερε πάντως να συν-δημιουργήσει τους Eagles of Death Metal και σχετικά πρόσφατα τους Them Crooked Vultures ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1997 καθιέρωσε μια συλλογή ονόματι The Desert Sessions από την οποία παρέλασαν κατά καιρούς ονόματα από την αφρόκρεμα του stoner rock και όχι μόνο.
Όσο για τους υπόλοιπους; Ο μεν Bjork μετά την θητεία στους Fu Manchu που κράτησε ως το 2001 αφοσιώθηκε αποκλειστικά στο προσωπικό του σχήμα κινούμενος πάντα σε λατρεμένους desert ψυχεδελικούς ρυθμούς, ο δε Oliveri μετά το πέρασμα του από τους QOTSA συνεχίζει να βγάζει την τρέλα του είτε στους Mondo Generator είτε στους Dwarves παίζοντας συνήθως ημίγυμνος (και ενίοτε εντελώς τσίτσιδος) ενώ οι Hernandez και Reeder συμμετέχουν σε διάφορα projects χωρίς να έχουν κάποιο σταθερό σχήμα. Παρά τις διάφορες μουσικές δραστηριότητες των άλλοτε μελών των Kyuss, ωστόσο, ποτέ δεν έπαψαν να κυκλοφορούν διάφορες φήμες περί επανασύνδεσης του συγκροτήματος. Ήδη με δηλώσεις του ο Homme το 2004 είχε κάνει σαφές ότι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα επανασύνδεσης των Kyuss. Ένα χρόνο μετά όμως οι φήμες για κάποιο επικείμενο reunion ξαναφούντωσαν. Και αυτό διότι στις 20 Δεκεμβρίου του 2005 στο encore της εμφάνισης των QOTSA στο Wiltern Theatre του Los Angeles, ο John Garcia ανέβηκε στην σκηνήγια να ερμηνεύσει μαζί με το συγκρότημα του Homme τα Thumb, Hurricane και Supa Scoopa and Mighty Scoop προκαλώντας στην κυριολεξία χαμό. Ήταν η πρώτη φορά μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια που Garcia και Homme βρίσκονταν και πάλι μαζί επί σκηνής.
Ύστερα από αυτή την απρόσμενη κοινή συνεύρεση Garcia και Homme επί σκηνής, έστω και μονάχα για τρία κομμάτια, ήταν απολύτως φυσικό να φουντώσουν όχι μόνο οι φήμες αλλά και οι προτάσεις για κάποιο reunion των Kyuss. Αν και στις αρχές του 2006 ο Homme είχε δηλώσει ότι ήταν κάτι παραπάνω από χαρούμενος που βρέθηκε ξανά στην σκηνή με τον Garcia, σε μια από τις συνεντεύξεις του τον επόμενο χρόνο έσπευσε να βάλει τα πράγματα στην θέση τους λέγοντας ότι «Οι προσφορές (για reunion) έρχονται συνέχεια. Είναι όλο και πιο ακριβές και λεπτομερείς. Τα λεφτά είναι τρελά αλλά ποτέ δεν μπήκα στον πειρασμό. Πραγματικά δεν μενοιάζουν τα χρήματα, ποτέ δεν μ’ ένοιαζαν. Δεν σήμαιναν ποτέ αυτό οι Kyuss, οπότε με άλλα λόγια αυτό θα ήταν βλασφημία. Για μένα τα reunions δεν είναι πλέον αναγκαία. Δεν είναι αυτό που ήταν, είναι αυτό που είναι και οι Kyuss ήταν κάτι πραγματικά μαγικό – και αν δεν ήσουν εκεί, ε λοιπόν δεν ήσουν. Αυτό θα πει τύχη. Δεν νιώθω την ανάγκη να το κάνω για κάποιον που δεν είχε την ευκαιρία να μας δει ή δεν άρπαξε την ευκαιρία να μας δει. Θα αφήσω άλλες μπάντες να αλλάξουν τις κληρονομιές τους. Οι Kyuss έχουν τόσο μεγάλη ιστορία που θα ήταν τεράστιο λάθος. Μου αρέσει ότι κανείς δεν είδε τουςKyuss και αυτό τελικά παρεξηγήθηκε. Αυτό μοιάζει σαν έναν μύθο που σχηματίζεται. I’mtoo proud of it to rub my dick on it».
Από την πλευρά του, ο John Garcia δεν πρόσθεσε κάτι παραπάνω σχετικά με την κοινή του εμφάνιση με τον Homme καθώς προτίμησε να επικεντρωθεί στο solo project του με την ονομασία Garcia vs Garcia με σκοπό να κυκλοφορήσει ένα album τον Σεπτέμβριο του 2008. Επειδή όμως η συγκεκριμένη πρόθεση του πήρε τελικά αναβολή χωρίς κάποιο συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, ο Garcia προτίμησε να συνεργαστεί με μια βελγική μπάντα ονόματι Arsenal γράφοντας στίχους και μουσική για δυο κομμάτια. Μέσα από αυτή την συνεργασία ο Garcia είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με τον κιθαρίστα Bruno Fevery, ο οποίος του εκμυστηρεύτηκε πως όταν ήταν νεαρός έπαιζε σε μια τοπική tribute μπάντα στους Kyuss. Κάπως έτσι σύντομα γεννήθηκε στο μυαλό του Garcia η ιδέα μιας περιοδείας στην Ευρώπη με την ονομασία Garcia plays Kyuss όπου με την βοήθεια μια σειράς από μουσικών θα έπαιζε live υλικό από την εποχή των Kyuss. H περιοδεία των Garcia plays Kyuss ξεκίνησε πράγματι τον Απρίλιο του 2010 με πρώτη στάση το Roadburn Festival και συνεχίστηκε μέχρι το καλοκαίρι συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον των die-hard οπαδών των Kyuss. Το highlight και ταυτόχρονα η μεγάλη έκπληξη της περιοδείας βέβαια δεν ήταν άλλη από την headlining εμφάνιση του σχήματος στο Cisson της Γαλλίας στις 20 Ιουνίου, όπου κατά την διάρκεια του encore ο Brant Bjork και ο Nick Oliveri ανέβηκαν στην σκηνή για να παίξουν μαζί με τους Fevery και Garcia τα Gardenia και Green Machine, προκαλώντας έτσι απανωτά κύματα πανικού.
Η κοινή εμφάνιση των 3/4 της original σύνθεσης των Kyuss ξεσήκωσε για μια ακόμα φορά θύελλα σεναρίων περί επανένωσης των Kyuss με την προσθήκη του Homme. Το κυριότερο ήταν όμως ότι ξεσήκωσε και πάλι το συναίσθημα και την όρεξη των Oliveri, Garcia και Bjork για την μουσική των Kyuss. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε αποφασίστηκε από κοινού μια ευρωπαϊκή περιοδεία μέσα στο 2011 με την μπάντα να φέρει την ονομασία Kyuss Lives! και να καταστρώνονται επίσης πλάνα για ένα studio album στο εγγύς μέλλον. Όπως επισήμαινε ο Garcia: «Ο πραγματικός λόγος που σκέφτηκα να κάνω αυτό με τον Brant και τον Nick ήταν το συναίσθημα που μοιραστήκαμε στο Hellfest. Το να μπορέσω να παίξω με τέτοιους απίστευτους μουσικούς είναι ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα για μένα. Αυτό επίσης θα είναι μια μεγάλη ευκαιρία για μένα να μάθουν όλοι για το Garcia vs. Garcia που πρόκειται να κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 2011». Έπειτα από αυτά τα ομολογουμένως ευχάριστα νέα, πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν να χαρακτηρίσουν το συγκεκριμένο γεγονός ως το reunion των Kyuss για το οποίο τόσα χρόνια προσευχόμασταν γονυπετείς. Η αλήθεια ήταν βέβαια πως το εν λόγω event επρόκειτο στην ουσία για ένα event περισσότερο εορταστικού και αναμνηστικού χαρακτήρα με απώτερο σκοπό την προώθηση του solo project του Garcia παρά για την πραγματική αναβίωση του πνεύματος των Kyuss. Δεν πρέπει εξάλλου να ξεχνάμε ότι Kyuss χωρίς την κιθάρα του Josh Homme ΔΕΝ υπάρχουν! Είναι σαν να λέμε ότι είναι ποτέ δυνατό να υπάρξουν Black Sabbath χωρίς τον Tony Iommi. Πολύ απλά δεν γίνεται! Σε κάθε περίπτωση, τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη συναυλία των Kyuss Lives! επί αθηναϊκού εδάφους το 2011 μας γέμισε χωρίς αμφιβολία με ονειρικές εικόνες και εντυπώσεις. Ένα μικρό δείγμα από την ατμόσφαιρα που επικράτησε στην εμφάνιση της μπάντας τον Μάρτιο του 2011 αρκεί για να βγάλετε τα συμπεράσματα σας.
Ωστόσο, οι συναυλιακές κινήσεις των Kyuss Lives! ουδέποτε πέρασαν απαρατήρητες από τον Josh Homme. Μπορεί αρχικά να μην τις πήρε και τόσο στα σοβαρά (κυκλοφορούν εξάλλου κάποια βιντεάκια στα οποία βρίσκεται στα παρασκήνια παρακολουθώντας ένα από τα shows των Kyuss Lives!) αλλά οι δηλώσεις από πλευράς John Garcia και Brant Bjork, σύμφωνα με τις οποίες αποκάλυπταν τις προθέσεις τους για την μελλοντική ηχογράφηση ενός live και εν συνεχεία ενός studio δίσκου με την σύνθεση των Kyuss Lives! έμελαν να αναζωπυρώσουν μια βεντέτα που φαινομενικά είχε θαφτεί στις στάχτες της διάλυσης των Kyuss στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της αναζωπύρωσης στάθηκε η μήνυση που υπέβαλλε ο Homme εναντίον των John Garcia και Brant Bjork για παράνομη χρήση του ονόματος του συγκροτήματος με σκοπό την εξαπάτηση των οπαδών. Σύμμαχος σε αυτή την κίνηση, μάλιστα, αποτέλεσε και ο μπασίστας Scott Reeder, ο οποίος παρότι είχε πάρει μέρος σε μερικές από τις συναυλίες των Kyuss Lives! έπειτα από την αποχώρηση του Nick Oliveri, ένιωσε υποχρεωμένος να σταθεί στο πλευρό του Homme αφού, σύμφωνα με ισχυρισμούς του, οι Garcia και Bjork τον μαχαίρωσαν πισώπλατα. Ο Reeder φρόντισε παράλληλα να κάνει σαφή την δυσαρέσκεια του προς τους δυο με ένα e-mail, το οποίο παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου του Los Angeles και ανέφερε τα εξής: «Τα έχω χαμένα με το πως μπορούσαμε να λύσουμε τα πάντα σε καλό κλίμα και μετά μέσα σε μία μέρα, ο John λέει στον Josh ότι χρειαζόμαστε να κάνουμε ένα meeting για να ξεκαθαρίσουμε, και την επόμενη ο Brant προτείνει να αλλάξω στάση προς τον Josh και να μπω στην μπάντα. Ο Josh διασύρεται γιατί με τη στάση του σας τιμωρεί, όπως το θέτει ο Brant, αλλά η αλήθεια είναι πως οι λανθασμένες σας αποφάσεις μας έφεραν εδώ. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή για εμάς από το να αντιδράσουμε γρήγορα και να σταματήσουμε την αίτησή σας για το σήμα κατατεθέν. Εσείς και οι manager σας με μαχαιρώνετε πισώπλατα αλλά και πάλι ο Josh είναι ο δακτυλοδεικτούμενος σαν να είναι ο κακός της υπόθεσης. Δεν είναι σωστό. Αυτός είναι μόνο φιλικός μαζί μου και μαζί σας. Γελάω όταν ο Brant μου λέει ότι η συμφωνία για το συγκρότημα λήγει μετά από δέκα χρόνια. Όταν ο διαχωρισμός των δικαιωμάτων των τραγουδιών με τους παραγωγούς αμφισβητούταν πριν μερικά χρόνια, εσύ δέχθηκες ότι η συμφωνία συνεργασίας θα είναι διηνεκής. Δεν μπορείς να τα έχεις όλα φίλε μου».
Όπως ήταν φυσικό, η μήνυση των Homme και Reeder ξεσήκωσε την οργή των Garcia και Bjork, οι οποίοι παρότι με επίσημη δήλωση τους εμφανίστηκαν «σοκαρισμένοι και στεναχωρημένοι» φρόντισαν να περάσουν αμέσως στην αντεπίθεση, με τον Bjork να αναφέρει χαρακτηριστικά πως όταν έφυγε από τους Kyuss, τόσο ο Homme όσο και ο Reeder κατοχύρωσαν επίτηδες το όνομα του συγκροτήματος ώστε να μην χρησιμοποιηθεί από τον ίδιο, ενώ για τον Reeder πρόσθεσε απλά πως βρήκε τον κατάλληλο τρόπο να εκφράσει τον θυμό του επειδή η μπάντα επέλεξε τον Nick Oliveri αντί γι’ αυτόν. Με αυτά τα δεδομένα, η υπόθεση οδηγήθηκε αναπόφευκτα στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Καλιφόρνια. Έτσι, τον Αύγουστο του 2012 με απόφαση του το δικαστήριο έκρινε πως η μπάντα των Garcia και Bjork δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το σήμα των Kyuss σε καμία περίπτωση, παρά μόνο εφόσον η λέξη “Lives” ακολουθούσε τη λέξη “Kyuss” στο ίδιο μέγεθος γραμματοσειράς. Παράλληλα, απαγόρεψε στους Kyuss Lives! να χρησιμοποιήσουν το όνομα αυτό σε σχέση με οποιοδήποτε studio δίσκο, live album ή οποιαδήποτε άλλη ηχογράφηση ενώ προειδοποίησε τα μέλη του σχήματος ότι μελλοντικές συναυλίες με το συγκεκριμένο όνομα θα τους καθιστούσε υπεύθυνους για καταπάτηση εμπορικού σήματος και τους πρότεινε να ξεκινήσουν ένα καινούργιο όνομα για να συνεχίσουν την καριέρα τους.
Υπό το βάρος της συγκεκριμένης απόφασης οι Garcia και Bjork υποχρεώθηκαν εν τέλει να αλλάξουν το όνομα της μπάντας σε Vista Chino. Συγχρόνως δεν έκρυψαν και την δυσαρέσκεια τους για την έκβαση της διαμάχης τους με τον Homme, καθώς ο Garcia δήλωσε χαρακτηριστικά σε συνέντευξη του: «Ο Brant κι εγώ το παλέψαμε σκληρά. Στις Η.Π.Α., όμως, μερικές φορές νικάει όποιος έχει περισσότερα λεφτά. Αρχικά πιστεύαμε ότι άξιζε να το παλέψουμε, αλλά φτάσαμε σε ένα σημείο που κρίναμε ότι θα ήταν καλύτερο να σταματήσουμε. Οι δικηγόροι και οι λογαριασμοί μας κόστιζαν πάρα πολλά οπότε αποφασίσαμε, απλά, να αλλάξουμε το όνομά μας. Ποτέ δεν προσπαθήσαμε να κλέψουμε το όνομα. Ο Homme ξαφνικά νόμιζε ότι αυτό προσπαθούσαμε να κάνουμε, να αποκτήσουμε τα πνευματικά δικαιώματα του ονόματος. Αυτό ήταν αναληθές. Δεν είχαμε σκοπό να ονομαστούμε Kyuss. Πάντα είχαμε στο μυαλό μας το όνομα Kyuss Lives». Έπειτα από την μετονομασία τους σε Vista Chino, το νέο μουσικό μόρφωμα υπό την ηγεσία των Garcia και Bjork και με άξιο συνοδοιπόρο τους τον Bruno Fevery άρχισε την προετοιμασία του παρθενικού του δίσκου. Αν και ο Nick Oliveri είχε αποχωρήσει από το συγκρότημα τον Μάρτιο του 2012 επικαλούμενος διαφορές με τους managers, με συνέπεια να επιστρατευθούν οι Billy Cordell (πρώην Yawning Man) και ο Mike Dean (Corrosion of Conformity) ως session μπασίστες στις συναυλίες, επέστρεψε εν τέλει στις αρχές του 2013 για τις ηχογραφήσεις του δίσκου, οι οποίες έλαβαν χώρα στα Jalamanta Studios στο Joshua Tree της Καλιφόρνια. Ωστόσο, η επιστροφή του αποδείχθηκε για ακόμη μια φορά βραχύβια καθώς μετά το πέρας των ηχογραφήσεων αποχώρησε για να επικεντρωθεί στα προσωπικά του projects, αφήνοντας μάλιστα ανοικτό το ενδεχόμενο νέας full-time συνεργασίας με τους Queens of the Stone Age του Josh Homme. Το συγκρότημα βεβαίως δεν πτοήθηκε καθόλου από την συγκεκριμένη εξέλιξη καθώς μετά την υπογραφή συμφωνίας με την Napalm Records, κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2013 το ντεμπούτο album του με τίτλο Peace, αποσπώντας αρκετές κολακευτικές κριτικές κυρίως επειδή η ηχητική προσέγγιση του φάνηκε να απομακρύνεται από την βαρύγδουπη σκιά των Kyuss και να υιοθετεί ένα μοτίβο με αρκετές αναφορές μεν στα παραδοσιακά στερεότυπα του desert rock πλην όμως με έναν σαφώς πιο μοντέρνο μουσικό προσανατολισμό. Σε συνέντευξη του μετά την κυκλοφορία του Peace, o Garcia ανέφερε χαρακτηριστικά τα εξής: «Νομίζω ότι πολλοί και ειδικά ο Josh Homme και ο Scott Reeder περίμεναν ότι θα αποτυγχάναμε και δεν το κάναμε. Είμαστε εδώ που έπρεπε να ήμασταν. Μας πήρε λιγάκι παραπάνω για να φτάσουμε εδώ και είμαστε σε ένα καλό σημείο. Θα είμαστε σε περιοδεία μέχρι το τέλος του επόμενου καλοκαιριού και υπάρχουν ήδη συζητήσεις για έναν ακόμη δίσκο».
Από την κυκλοφορία του Peace μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει κάποια σοβαρή εξέλιξη γύρω από την συνέχεια των Vista Chino. Η μπάντα πάντως εξακολουθεί να παραμένει ενεργή ενώ έχει αφήσει υπόνοιες ότι μπορεί να επιστρέψει επιτέλους με έναν καινούργιο δίσκο.