
Το φαινόμενο που ακούει στο όνομα THE OCEAN COLLECTIVE μετράει περί τα 20 χρόνια ζωής. Όλα αυτά τα χρόνια έχουν περάσει δεκάδες άτομα από τις θέσεις των οργάνων, δικαιολογώντας απόλυτα το όρο «κολλεκτίβα» που έθεσε ευθύς εξαρχής ο Robin Staps. Ο άνθρωπος που ουσιαστικά είναι υπεύθυνος για οτιδήποτε γίνεται στο συγκρότημα. Πρόκειται για την κινητήριο δύναμη ή την αστείρευτη πηγή δημιουργικότητας, που ενώνει κάθε φάση του συγκροτήματος σαν χαλύβδινος κρίκος που αρνείται να διαβρωθεί από τα χρόνια, να σπάσει από τις εξωτερικές δυνάμεις.
Όπως έχει αναφέρει ο ίδιος, το συγκρότημα είναι η οδός που παίρνουν οι ιδέες του προς τον υλικό κόσμο. Τα άτομα που θα βρεθούν για να τις διευκολύνουν να βρουν το δρόμο τους δεν έχουν πολλή σημασία. Ή μάλλον έχουν, όσο χρειαστεί για να επιτελέσουν το έργο τους. Σε αυτό αφιέρωμα θα αναφερθούμε στα άτομα που πέρασαν από τους THE OCEAN COLLECTIVE, τον ρόλο τους και την χρησιμότητά τους. Ο Staps δικαιολογεί το πέρασμα όλων αυτών των ανθρώπων με έναν κάπως κυνικό, αλλά ωστόσο ρεαλιστικό τρόπο. Δεν είναι όλοι φτιαγμένοι για την μουσική. Όχι γιατί δεν ξέρουν να παίζουν, αλλά γιατί δεν μπορούν να ακολουθήσουν τον εξοντωτικό ρυθμό των περιοδειών, γιατί στην πορεία κάνουν οικογένειες και γιατί τελικά αυτή η φλόγα που έχουν μέσα τους παύει να καίει με το ίδιο θάμπος.

Fogdiver [EP] (Make My Day Records, 2003)
Το “Fogdiver” αν και δεν αποτελεί μια full–length κυκλοφορία, σηματοδοτεί την αρχή της δισκογραφικής τους πορείας. Θα έλεγε κανείς ότι είναι η διερευνητική ματιά που ρίχνει ο Staps προς τον έξω κόσμο. Αν και είναι πρόθυμος να παρουσιάσει τον καλύτερό του εαυτό προς την post κοινότητα, θέτει τα προσωπικά του όρια αποφασίζοντας να ακολουθήσει τον δρόμο του full instrumental, «για να μην μπει η μουσική του στη διαδικασία της κατηγοριοποίησης» όπως αναφέρει. Αν και πιο πιθανό λόγο, πίσω από αυτή την απόφαση, βρίσκω το γεγονός ότι δεν είχε βρει ακόμα το κατάλληλο πρόσωπο. Από την άλλη, τα πρόσωπα που τον πλαισιώνουν δεν είναι τίποτα τυχαίοι. Όχι προς το όνομα, αλλά ως προς την εμπιστοσύνη που τους δείχνει. Οι Jonathan Heine (στο μπάσο), Torge Ließmann (στα τύμπανα) και Gerd Kornmann (στα κρουστά) είναι τα άτομα που θα βρεθούν δίπλα του στους επόμενους καθοριστικούς, για την πορεία του συγκροτήματος, δίσκους. Επίσης στο “Fogdiver” θα ακούσουμε για πρώτη φορά samples από την ταινία του Andrei Tarkovsky, “Stalker”. Η λατρεία του Staps για τον μεγάλο Tarkovsky, δεν θα κρυφτεί ούτε στις επόμενα album, με αποκορύφωμα βέβαια το “Pelagial”. Αλλά σε αυτό θα αναφερθούμε παρακάτω. Τέλος, δε θα μπορούσαν να λείπει κι η αναφορά στα έγχορδα. H Rebekka Mahnke βρέθηκε πίσω από το τσέλο, ενώ η Lena Bretschneider στο βιολί.

Fluxion (Make My Day Records, 2004)
Αρχικά θα πρέπει να θεωρήσουμε το “Fluxion” αναπόσπαστο μέρος του “Aeolian”. Πρόκειται για τον έναν πόλο, από τα πολλά θεματικά δίπολα που αρέσκεται να δομεί ο Staps, που αρχικά προοριζόταν να κυκλοφορήσει σαν διπλό album με το “Aeolian”. Όμως η Make My Day Records είχε αντίθετη άποψη, κι έτσι το έτερο σκέλος το απολαύσαμε ένα χρόνο αργότερα και από διαφορετική εταιρεία.
Το “Fluxion” είναι ο πρώτος δίσκος που ανοίγει η βεντάλια με τους συνεργάτες του Staps. Φυσικά το πόστο με τα περισσότερα πρόσωπα δε θα μπορούσε να είναι άλλο από αυτών των φωνητικών. Έτσι στην πρώτη γραμμή βρίσκουμε τον Mathias “Meta” Buente, ο οποίος προέρχονταν από τους άσημους WORLD OF SHIT και ο Nico Webers, που είναι γνωστός από το metalcore σχήμα WAR FROM A HARLOTS MOUTH. Στους guest μουσικούς ξεχωρίζει ο Nate Newton. Η συμμετοχή του βέβαια αναφέρεται μόνο στο Metal Archives, αλλά επειδή και η συμμετοχή του αργότερα στο “Precambrian” είναι επιβεβαιωμένη δεν χάνουμε τίποτα να τον αναφέρουμε τώρα. Πρόκειται για τον μπασίστα των CONVERGE, την κιθάρα και την φωνή των stonerάδων DOOMRIDERS, αλλά και των μονολιθικών OLD MAN GLOOM. Επίσης έχει συνεργαστεί με τον Cavalera στις μπάντες του, CAVALERA CONSPIRACY και KILLER BE KILLED. Ακόμα αξίζει να αναφέρουμε τους Carsten Albrecht (THE ANTI DOCTRINE) και Ercüment Kasalar (TEPHRA) από τους πιο γνωστούς, ενώ οι Thomas Herold και Alex Roos μάλλον περνάνε απαρατήρητοι. Στα έγχορδα τέλος, συναντάμε ξανά την Rebekka Mahnke στο τσέλο (δεν θα ξαναδούμε σταθερό πρόσωπο σε αυτό το πόστο), τον Demeter Braun στο βιολί καθώς και τον Tove Langhoff στο κλαρινέτο.
Στο “Fluxion” ερχόμαστε για πρώτη φορά σε επαφή με το πλήρες δημιουργικό έργο που έχει στο μυαλό του ο Staps. Πρόκειται για έναν αψεγάδιαστο δίσκο του ακραίου ήχου, που παρότι ηχεί ακόμα άγουρος σε σχέση με αυτούς που θα ακολουθήσουν, προϊδεάζει με τον πιο δυνατό τρόπο τον ακροατή, γεμίζοντάς τον με περίσια αναμονή για το μέλλον. Στην επανέκδοσή του το 2009, τα φωνητικά ξαναγράφονται, αυτή την φορά από τότε τραγουδιστή Mike Pilat, αλλά σε αυτό θα αναφερθούμε αργότερα.

Aeolian (Metal Blade Records, 2005)
Ό,τι είναι για τους NEUROSIS το “Through Silver in Blood” (1996) και για τους CULT OF LUNA το “The Beyond” (2003), αυτό είναι και το “Aeolian” για τους THE OCEAN. Έχουμε να κάνουμε με την πιο σκληρή πλευρά της μουσικής τους. Πρόκειται για τον αρνητικό πόλο που απορροφά καθετί που βρίσκεται ελεύθερο εκεί έξω. Είναι το αντιστάθμισμα στον πλουραλισμό και τις ενορχηστρώσεις του “Fluxion”. Πιο μονόχνοτο, πιο επιθετικό και αδιάλλακτο, το “Aeolian” ωθεί με τις απαιτήσεις του στα άκρα όλα τα άτομα που πήραν την θέση τους πίσω από το μικρόφωνο. Κι αυτοί βέβαια με την σειρά τους ωθούν τις ιδέες του Staps βαθειά μέσα στο αιθουσαίο μας σύστημα. Οι ιδέες, οι οποίες φυσικά δε θα μπορούσαν να είχαν δομηθεί τυχαία. Και μόνο τις σημειώσεις του Staps να διαβάσουμε με τον διαχωρισμό των ρόλων θα καταλάβουμε το επίπεδο του ψυχαναγκασμού. Για παράδειγμα, ο Carsten Albrecht είναι υπεύθυνος για την βουερή φωνή (sic), ο Nate Newton για την βραχνή κραυγή, ο Tomas Hallbom για την σκανδιναβική (!?) κραυγή, ο “νέος” Sean Ingram για τo βαθύ μούγκρισμα, και πάει λέγοντας. Προφανώς όλα αυτά είναι συνοδευτικά (κι όχι απαραίτητα απόλυτα ακριβή) στις κύριες φωνές των Mathias “Meta” Buente και Nico Webers, οποίοι αποδεικνύουν και με το παραπάνω την αξία τους.
Φυσικά ένα από τα πράγματα που δεν ξεχνάς να αναφέρεις για τον δίσκο είναι η ιδιαιτέρως gothic παρέμβαση στο ένατο κομμάτι, “Queen of the food–chain”, με απόσπασμα από την ερμηνεία μοναχών της Μονής Σίμωνος Πέτρας του “Αγνή Παρθένε”.

Precambrian (Metal Blade Records, 2007)
Υπάρχει εκείνη η στιγμή που κάθε μπάντα που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να κάνει το άλμα προς τα εμπρός. Το “Precambrian” υπήρξε για τους THE OCEAN αυτό το μεγάλο βήμα που ανέδειξε την μουσική τους και ταυτόχρονα τους έφερε κοντά σε ένα ευρύτατο μουσικό κοινό. Και πως όχι άλλωστε, αφού πέρα από το καθαρά μουσικό κομμάτι, ο Staps συνεργάστηκε πάλι με δεκάδες άτομα, που από μόνα τους τραβάνε τα βλέματα της underground (και μη) σκηνής. Η διπλή κυκλοφορία γράφτηκε σε δύο μέρη, με το πρώτο να συλαμβάνεται στην Αυστραλία, και το υπόλοιπο (“Hedean/Archaean”) τέσσερις μήνες αργότερα.
Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πρόκειται για τον πρώτο θεματικό δίσκο, ο οποίος πάει πίσω στον χρόνο δισεκατομμύρια έτη, αποκαλύπτοντας την εποχή του Προκάμβριου. Βαθειά επηρεασμένος από τις σπουδές του πάνω στη γεωλογία, ο Staps χωρίζει την κυκλοφορία σε δύο δίσκους και συνολικά σε πέντε μέρη. Ο πρώτος περιλαμβάνει τους δύο μεγααιώνες της προκαμβριοτικής περιόδου, Αδαΐο και Αρχαϊκό, ενώ ο δεύτερος το Πρωτεροζωϊκό. Για να κλείσουμε με την ακαδημαϊκή γνώση, ο Staps προσεγγίζει τον δίσκο σαν Δημιουργός μπροστά σε μια άγονη περιοχή, άδεια από ζωή (αν και οι πρόσφατες μελέτες δείχνουν το αντίθετο). Οι ενορχηστρώσεις έχουν κάτι το ολοκληρωτικό-επιβλητικό, που σε καθηλώνει στην καρέκλα σε όλη την διάρκεια του δίσκου.
Ας πάμε όμως στα πρόσωπα που απαρτίζουν αυτό το μεγαλεπήβολο σχέδιο του Staps. Πρόκειται για τον δίσκο με τις περισσότερες συμμετοχές, αλλά κι όπου θα ακούσουμε για τελευταία φορά όλα μέλη της μπάντας που την ακολούθησαν από τα πρώτα βήματα της. Έτσι λοιπόν οι Torge Ließmann (τύμπανα), Gerd Kornmann (κρουστά) και Hannes Hüfken (μπάσο) συνεχίζουν όπως κάνουν τόσα χρόνια. Οι Jonathan Heine (μπάσο) και Andreas Hillebrand (κιθάρα) συνεχίζουν από τον προηγούμενο δίσκο, ενώ σε μεγάλη μεταγραφή αναδεικνύεται ο Mike Pilat. Πρόκειται για έναν κλασικό μουσικό γυρολόγο, όπου αφού έγραψε τα σημεία του στο μπάσο, ο Staps τον δοκίμασε και στα φωνητικά. Μια κίνηση μοιραία και για τους δύο, αφού ο Pilat καθιερώθηκε στο σχήμα και ακολούθησε τις ζωντανές εμφανίσεις, ενώ στην επανέκδοση του “Fluxion” το έντυσε εκ νέου με την φωνή του.
Στα φωνητικά τώρα, όπως αναμενόταν γίνεται πάλι ο κακός χαμός από τις συμμετοχές. Πέρα από τους βασικούς, Mathias “Meta” Buente, Nico Webers και τον συνήθη ύποπτο Nate Newton, αυτή την φορά έχουμε και τον τεράστιο Caleb Scofield (φωνή των OLD MAN GLOOM, CAVE IN, ZOZOBRA), τον τιτατονοτεράστιο Dwid Hellion (φωνή των σκατόψυχων INTEGRITY), τον Eric Kalsbeek (TEXTURES), Jan Oberg (EARTHSHIP) και Jason Emry, Rene Nocon. Ενώ για πρώτη και τελευταία φορά θα ακούσουμε τον ίδιο τον Robin Staps στα κομμάτια “Rhyacian” (ένα από τα αγαπημένα του, το οποίο σύμφωνα με τον ίδιο αναπτύσσεται όπως η εξέλιξη της ίδιας της Γης), “Ectasian” και “Stenian”.
Στα υπόλοιπα όργανα βλέπουμε κι εκεί μια πλειάδα ατόμων. Η Katharina Sellheim κάνει τρομερή δουλειά στο πιάνο, ενώ το μεταλλόφωνο του Daniel Eichholz δίνει μια άλλη διάσταση στις συνθέσεις που εμπλέκεται. Από εκεί και πέρα από τους Stefan Heinemeyer (τσέλο), John Gürtler (σαξόφωνο), Jonas Olsson (ντέφι) και Karina Suslov (βιόλα), ξεχωρίζει ο Christoph Von Der Nahmer στο βιολί, για την συμμετοχή του με βερολινέζικη συμφωνική ορχήστρα στο “Moment Of Glory” (2000) των SCORPIONS.

Heliocentric (Metal Blade Records, 2010)
Τα “Heliocentric” και “Anthropocentric” αποτελούν το νέο διπολικό μανιφέστο του Robin Staps, που μαζί με το δριμύ κατηγορώ ενάντια στην θρησκεία, φέρνουν και ριζικές αλλαγές σε επίπεδο προσώπων μέσα στη μπάντα. Η κοινή πορεία με τους Torge Ließmann (τύμπανα), Gerd Kornmann (κρουστά) και Hannes Hüfken (μπάσο) έχει πια σταματήσει και την θέση τους έχουν πάρει οι Louis Jucker (μπάσο, φωνητικά), Luc Hess (τύμπανα), Jonathan Nido (κιθάρα) και Loïc Rossetti (φωνή). Απ’ ότι φαίνεται η κατεύθυνση που θέλει να δώσει στους THE OCEAN ο Staps είναι ξεκάθαρη. Μειώνοντας τον αριθμό των ατόμων μπορεί πια να περιοδεύσει με την συχνότητα και την διάρκεια που επιθυμεί. Ας μη ξεχνάμε πως υπήρχαν περίοδοι που πάνω στην σκηνή εμφανίζονταν πάνω από οχτώ άτομα. Αλλά πέρα από αυτό, και μόνο το γεγονός ότι πλέον υπάρχει μόνο ένας τραγουδιστής που συνδυάζει τις ιδιαιτερότητες όλων των προηγούμενων, αποτελεί από μόνο του ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, μια νέα σελίδα, στην δισκογραφική πορεία της μπάντας.
Φυσικά μια τόσο μεγάλη αλλαγή δε θα μπορούσε να αφομοιωθεί απευθείας, τόσο από τον ίδιο τον δημιουργό, όσο κι από τους οπαδούς. Το “Heliocentric” εκτός των άλλων (όλων των παραπάνω δηλαδή) είναι δομημένο σε μια πιο ήπια μορφή έκφρασης, χωρίς ακρότητες και εντάσεις. Αυτή η αβρή προσέγγιση της κατά τα άλλα γνήσιας μουσικής των THE OCEAN, δεν αρέσει και πολύ σε οπαδούς και κριτικούς. Η φωνή του Loïc Rossetti ξενίζει, αλλά φέρνει έναν νέο αέρα που ξεφεύγει από την metalcore νοοτροπία των ακραίων φωνητικών. Μάλιστα ο ίδιος ο Staps αναφέρει πως άκουσε πάνω από 100 demo πριν κατασταλάξει στην ερμηνεία του Rossetti στο κομμάτι “Firmament”, κι αφού τον δοκίμασε και στο “The City in the Sea” του “Aeolian” κατάλαβε ότι είχε βρει αυτόν που χρειάζονταν.
Ένα δεύτερο μεγάλο κεφάλαιο στο δίσκο αποτελούν οι ενορχηστρώσεις, που σε συνδυασμό με τη στιβαρή θεματολογία δεν αφήνουν περιθώριο για δευτερολογία. Ο αντίκτυπος των ρηξικέλευθων ιδεών του Κοπέρνικου, Γαλιλαίου και Αρίσταρχου για την ηλιοκεντρική δομή του σύμπαντος δεν μπορεί να αφήσει ακόμα και σήμερα κάποιον ασυγκίνητο. Από την άλλη δίνεται μεγαλύτερος χώρος στα χάλκινα πνευστά, καθώς και στα έγχορδα, ενώ η ομάδα αυτών των μουσικών μεγαλώνει. Έτσι λοιπόν έχουμε τους Vincent Membrez (πιάνο), Jérôme Correa (σαξόφωνο), Robert Gutowski (τρομπόνι), Hans Albert Staps (τρομπέτα), James Yates (βιμπρόφωνο), Céline Portat (βιόλα), Estelle Beiner (τσέλο) και Lionel Gafner (κοντραμπάσο). Και αν μπήκατε στην διαδικασία να τους ψάξετε θα καταλάβατε ότι κανένας δεν συμμετείχε σε κάποιο από τα προηγούμενα άλμπουμ. Σε αντίθεση βέβαια με κάποιες guest εμφανίσεις στα φωνητικά (όχι που δε θα υπήρχαν κι εδώ), οι οποίες δεν έχουν την ίδια βαρύτητα με το παρελθόν, και πρόκειται για τους γνώριμους πια René Noçon και τον πάλαι ποτέ μπροστάρη Mathias “Meta” Buente.

Anthropocentric (Metal Blade Records, 2010)
Και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις, όλοι έσπευσαν να προδώσουν την πίστη τους στον Staps, χωρίς να περιμένουν να ακούσουν το “Anthropocentric”. Το έτερο ήμισυ του “Heliocentric”, γράφτηκε κι αυτό στην απομόνωση των Άλπεων, στο La Chaux-de-Fonds, συνεχίζοντας την παράδοση που θέλει το δεύτερο μισό οποιασδήποτε κυκλοφορίας να ηχεί πιο σκληρή και τραχιά. Τηρουμένων των αναλογιών, το “Anthropocentric” είναι ένα νέο “Fluxion”, με τον Loïc Rossetti να αποκαλύπτει την σκοτεινή του πλευρά και ταυτόχρονα να κερδίζει πόντους στην κρίση των ακροατών. Έτσι λοιπόν το “Heliocentric” συνεχίζει από το “Proterozoic” μέρος του “Precambrian” με τις μεγάλες συνθέσεις και ενορχηστρώσεις, ενώ το “Anthropocentric” είναι πιο ευθύ και τεχνικό.
Οι συντελεστές του δίσκου όπως είναι φυσικό παραμένουν οι ίδιοι, με ελάχιστες προσθήκες (η Dalai Theofilopoulou στο τσέλο και η Sheila Aguinaldo στα φωνητικά), ενώ για πρώτη φορά θα δούμε ότι μέλη του συγκροτήματος συμβάλουν στην συνθετική διαδικασία των κομματιών. Έτσι ο κιθαρίστας Jonathan Nido συμβάλει στα “For He That Wavereth…”, “The Grand Inquisitor II: Roots & Locusts”, “Wille Zum Untergang”, και “Heaven TV”. Βέβαια και στο παρελθόν, το τελικό αποτέλεσμα σύμφωνα πάντα με τον Staps προέρχονταν από τα μέλη του συγκροτήματος. Ο ίδιος απλά έγραφε την δομή ενώ άφηνε τα τεχνικά μέρη στους υπόλοιπους.
Αυτό όμως που έφερε πάντα 100% την ευθύνη ήταν το περιεχόμενο της θεματολογίας. Έτσι λοιπόν μετά την κοπερνίκεια επανάσταση, και την κυριαρχία της ορθολογικής σκέψης, ο Staps τα βάζει με τους φονταμενταλιστές Χριστιανούς και τους ευαγγελιστές, οι οποίοι αναδύθηκαν με σκοπό να αντισταθμίσουν το κίνημα των φιλελεύθερων Προτεσταντών. Στην σταυροφορία ενάντια σε αυτούς τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι η γη είναι το κέντρο του σύμπαντος, η ηλικία του οποίου είναι μόλις 5.000 χρόνια, ο Staps προσκαλεί τον Μέγα Ιεροεξεταστή του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, την θρυλική νουβέλα που εντάσσεται μέσα στους «Αδελφούς Καραμαζώφ». Όσοι έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο απόσπασμα γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο επιχείρημα ενάντια στα παρωπιδικά βλέμματα των θρησκόληπτων.

Pelagial (Pelagic Records, 2013)
Κι ό,τι δεν είχαν κάνει όλο αυτό τον καιρό το πετυχαίνουν με έναν δίσκο. Δεν κυκλοφορούν απλά τον πιο προσιτό ακραίο δίσκο που έχει γραφτεί ποτέ, αλλά επίσης καταφέρνουν να υπερβούν τους εαυτούς τους και ότι παλιότερα χώριζαν σε δύο μέρη πλέον το μπλέκουν σε ένα κι αδιαίρετο σύνολο. Αν σκεφτεί κανείς πως το αρχικό πλάνο προόριζε το “Pelagial” να αποτελείται από ένα και μοναδικό κομμάτι καταλαβαίνετε το επίπεδο της ομογενοποίησης που έχει ο δίσκος. Δεν ξέρω αν έχει πολύ νόημα να αναδεύσουμε τα συναισθήματα που μας δημιουργεί ο δίσκος. Γι’ αυτό λοιπόν θα αναφερθούμε στα «περί της ουσίας».
Το διττό ταξίδι που επιχειρούν οι THE OCEAN, σε γεωγραφική και ψυχολογική κλίμακα, έχει όνομα και υπόσταση. Πρόκειται για τον Andrei Tarkovsky (θυμάστε την αναφορά του στο “Fogdiver”;) και συγκεκριμένα για την ταινία “Stalker”. Μάλιστα ο Staps ήθελε να παραλληλίσει τόσο τα δύο έργα τέχνης, που τα πρωτόλεια των στίχων ήταν παρμένα απευθείας από το σενάριο της ταινίας. Ωστόσο δεν κατάφερε να αποκομίσει την απαραίτητη άδεια, οπότε μπήκε στην διαδικασία να τους αναμορφώσει. Βέβαια πρωτύτερα υπήρχε και μια άλλη ιδέα, να κυκλοφορήσει ο δίσκος χωρίς καθόλου φωνητικά. Κι αυτό γιατί ο Loïc μετά την παρατεταμένη περιοδεία του 2011 αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα στις φωνητικές του χορδές, ενώ κι από θεματολογική άποψη ο Staps δεν είχε βρει το περιεχόμενο των στίχων για την ωκεανική βυθοσκόπηση, αφού η αρχική προσέγγιση ήταν πιο κυριολεκτική, οπότε προκειμένου οι στίχοι να πραγματεύονται τα θαλάσσια όντα, σκέφτηκε να επαναλάβει το εγχείρημα του “Fogdiver”. Ευτυχώς για εμάς κάτι τέτοιο δεν συνέβη, αφού μπορεί η ξεχωριστεί instrumental έκδοση του δίσκου να έχει την δική της μαγεία, ωστόσο η δουλειά που κάνει ο Loïc Rossetti στο δίσκο είναι αξεπέραστη.
Από άποψη μελών δεν παρατηρούμε κάποια ιδιαίτερη αλλαγή, ούτε κάποιον ιδιαίτερο πειραματισμό. Ο Staps έχει κατασταλάξει στις προσδοκίες και τις απαιτήσεις του. Έτσι λοιπόν οι Louis Jucker (μπάσο), Luc Hess (τύμπανα), Vincent Membrez (πληκτα) παραμένουν, ενώ οι Tomas Hallbom (φωνή) και Mitch Hertz (κιθάρα) με τους οποίους είχε συνεργαστεί παλιότερα φαίνεται πως βρήκαν τον χρόνο τους στον νέο δίσκο. Τα νέα πρόσωπα είναι οι Chris Breuer (μπάσο), Isabelle Gottraux (βιόλα), Regula Schwab (βιολί) και Catherine Vay (τσέλο).

Phanerozoic I: Palaeozoic (Metal Blade, 2018)
Όπως προαναφέραμε, κάθε δίσκος της μουσικής κολεκτίβας των THE OCEAN εσωκλείει μια συγκεκριμένη θεματική ενότητα, ανάλογα με το πανεπιστημιακό αμφιθέατρο στο οποίο αποφασίζει να περάσει τον χρόνο του ο Robin Staps. Έτσι λοιπόν, αφού περάσαμε από τις συγκρούσεις των τευτονικών πλακών της γεωλογίας, στην αδυσώπητη αντιπαράθεση μεταξύ αστρονομίας και φιλοσοφίας, και αφού ανοίξαμε τα εγχειρίδια του Κουστώ για το ωκεανογραφικό “Pelagial”, επιστρέφουμε εκεί όπου όλα ξεκίνησαν. Στην μεγάλη έκρηξη ζωής της Καμβρίου. Όχι, δεν θα αναλύσουμε μία μία τις παλαιοζωικές περιόδους, πως θα μπορούσαμε άλλωστε, απλά θα μείνουμε στο γεγονός ότι η μπάντα τοποθετεί μουσικά (και χρονικά) τον δίσκο κάπου ανάμεσα από το “Precambrian” και το διπλό “Heliocentric/Anthropocentric”. Επίσης, όπως υποδηλώνει ο τίτλος, θα ακολουθούσε ένας δεύτερος δίσκο, ο οποίος ήρθε σε δύο χρόνια.
Αυτό που κάνει ξεχωριστό κάθε δίσκο των THE OCEAN δεν είναι μόνο η θεματική, αλλά πολύ περισσότερο η μουσική προσέγγιση. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το “Phanerozoic I: Palaeozoic” μπαίνει εμβόλιμα μεταξύ του δισκογραφικού κενού 2007 και 2010. Ο Staps καταφέρνει να ισορροπήσει με έναν διαφορετικό τρόπο μεταξύ του τεχνικού post/sludge ιδιώματος και των πιο “pop” (aka mainstream) μελωδικών φωνητικών, από ότι στο “Pelagial”. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του το “Phanerozoic” είναι πιο τεχνικό και πιο ωμό. Οι συνθέσεις, αν και διέπονται από ξεκάθαρα δομικά στοιχεία, ακούγονται πιο απλοϊκές και φασαριόζες. Επειδή όμως όλοι γνωρίζουμε το τεράστιο μέγεθος της μπάντας, σε μια δεύτερη ακρόαση το δουλεμένο αυτί μπορεί να πιάσει το νόημα πίσω από κάθε εναλλαγή μέσα στα κομμάτια. Πως κάθε θέμα δένει, τόσο μουσικά όσο και εννοιολογικά με το πλαίσιο του concept στο οποίο εντάσσεται. Μεγάλο παράδειγμα το “Devonian: Nascent”, ενώ ξεκινάει με μια απρόσμενη μελαγχολία (σε αυτό βοηθάει και ο τεράστιος Jonas Renkse των KATATONIA), καταλήγει σε μια ομοβροντία riffs και γιγαντιαίου drumming. Αυτό που πάντα ξεχώριζε στις συνθέσεις των THE OCEAN ήταν η “τυχαία” θέση των πιο δυναμικά δημοφιλών κομματιών. Βέβαια αυτό καθορίζεται και από το προσωπικό γούστο του καθενός. Ωστόσο στην εν λόγω κυκλοφορία ο ακροατής θα πρέπει να περιμένει να φτάσει έως το τέλος για να ακούσει ένα από τα πιο άρτια τραγούδια στην ιστορία του συγκροτήματος. Το “Permian: The Great Dying” αναμφισβήτητα αποτελεί έναν μεγάλο σταθμό για την μπάντα. Ο Loic Rossetti αποδεικνύει γιατί έχει μια ξεχωριστή θέση μεταξύ των συναδέλφων του, μιας και δίνει πραγματικό ρεσιτάλ ερμηνείας. Πέρα από αυτό το κομμάτι ο Rossetti, σε όλη τη διάρκεια του δίσκου, πότε τεντώνει και πότε χαλαρώνει τις φωνητικές του χορδές, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά την πολύ καλή κατάσταση στην οποία βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια.
Θα τολμούσα να πω ότι το συγκεκριμένο πόνημα βρίσκεται ένα σκαλί κάτω από το “Pelagial” και αυτό γιατί στο τελευταίο παρατηρούσαμε μια συμπαγή συνεκτικότητα μεταξύ των κομματιών. Μουσικά θέματα που ξεκίναγαν στο δεύτερο κομμάτι ολοκληρώνονταν τρία κομμάτια μετά. Αυτό το εγχείρημα λοιπόν δεν αναπαράγεται ξανά, για αυτό μοιραία οτιδήποτε μετά από αυτό είναι καταδικασμένο να υπολείπεται. Παρόλα αυτά, το “Phanerozoic” έχει πολλές και καλές στιγμές! Ακόμα και στα σημεία όπου ετοιμάζεσαι να πατήσεις skip, ξέρεις ότι υπάρχει μια χρηστική λειτουργία για το εν λόγω μέρος, μια προετοιμασία για αυτό που θα ακολουθήσει. Ακούστε λοιπόν τον δίσκο, μέχρι το τέλος, και μετά είμαι σίγουρος ότι θα περιμένετε για το δεύτερο μέρος.

Phanerozoic II: Mesozoic | Cenozoic (Metal Blade, 2020)
Επιτέλους η αντίστροφη μέτρηση, που κρατάει από το 2007 (με εξαίρεση την διπλή κυκλοφορία του 2010) έφτασε στο τέλος της. Αυτό το ταξίδι που πέρασε μέσα από τις συμπληγάδες των τεκτονικών πλακών, που βυθίστηκε στα βάθη των ωκεανών, που μας κατέστησε μάρτυρες των ατέρμονων κύκλων της ζωής που ξετυλίχθηκαν πάνω στον πλανήτη μας, έμελλε να λάβει τέλος στο “Phanerozoic II: Mesozoic | Cenozoic”. Θα έλεγα ότι οι τρεις κυκλοφορίες πριν από το “Phanerozoic II” άγγιξαν την τελειότητα, για ένα συγκρότημα που στο ντεμπούτο του μπορεί να έθεσε υψηλά τον πήχη με τα “Fluxion” και “Aeolian”, αλλά κανείς δεν περίμενε ότι θα βρισκόταν στα ανώτατα στρώματα της post metal σκηνής, ειδικά σε μια περίοδο όπου αυτή άρχιζε να φθίνει.
Όμως ό,τι αρχίζει ωραία δεν σημαίνει ότι θα τελειώσει με τον ίδιο τρόπο. Μετά από όλη αυτή την μουσική διαδρομή, κι ενώ δοκίμασαν σχεδόν τα πάντα με συνεργασίες και πειραματισμούς, είτε αυτό λεγόταν “Devonian” (με την συνδρομή του Jonas Renkse), είτε αυτό ήταν ολόκληρο το θεματικό “Pelagial”, το “Phanerozoic II” φαίνεται πως παραπατάει από την ήδη κεκτηθείσα ταχύτητα και λίγο πριν το μεγάλο φινάλε κινδυνεύει να σωριαστεί στον δισκογραφικό στίβο. Ειλικρινά δεν μπορώ να περιγράψω διαφορετικά αυτό που συμβαίνει στο νέο δίσκο των THE OCEAN. Μιλάμε για τόνους ιδεών και εναλλαγών στις συνθέσεις, που όμως χάνονται στον μουσικό λαβύρινθο που έχει οικοδομήσει η μπάντα. Για να είμαστε ξεκάθαροι, η μουσική των THE OCEAN ποτέ δεν ήταν εύκολα προσβάσιμη στον μέσο ακροατή. Ήθελε (και θέλει) παίδεμα για να την κατακτήσεις. Αλλά παρά τις τόσες ακροάσεις ο δίσκος αφήνει το αίσθημα του ανολοκλήρωτου στο τέλος. Αφήνει ένα κενό, μια προσδοκία για κάτι μεγαλύτερο. Πιστεύω πως το συγκρότημα ξεπέρασε τον εαυτό του, και στην προσπάθεια του ο Robin Staps να συνδέσει τόσα πράγματα μαζί, τελικά αποτυγχάνει να δημιουργήσει ένα ομογενοποιημένο σύνολο.
Μεγάλο παράδειγμα το magnum opus του δίσκου “Jurassic | Cretaceous”. Πρόκειται για το πληρέστερο κομμάτι του δίσκου, μιας και έχει τον στιβαρό στιχουργικό παράγοντα, την συνεργασία (ξανά) με τον Jonas των KATATONIA, και ένα σωρό συνθετικές ιδέες, που όμως, τελικά, δεν μπορεί να κοιτάξει στα μάτια το αντίστοιχο “Permian: The Great Dying” του προηγούμενου δίσκου. Εδώ έχουμε μια συμβατική πιο “metal” προσέγγιση με ξεκάθαρες δομές και επαναλήψεις, δηλαδή μια εκ διαμέτρου αντίθετη συνταγή από τα χούγια της post metal. Ακόμα και στην ιδιαίτερη συνήθεια του Staps να έχει μια κοινή μελωδία που διατρέχει όλο τον δίσκο σε διάφορα σημεία του, θαρρώ πως έπεσε στη παγίδα του “και-ποιος-θα-το-καταλάβει”. Η φράση που σκάει για πρώτη φορά στο 4:30” του “Jurassic” είναι κάτι μεταξύ “The Grunge” και “Lateralus”, γεγονός που αφαιρεί πολλούς πόντους από ένα συγκρότημα που έχει οικοδομήσει το δικό του μελωδικό λεξιλόγιο.
Αυτό όμως που πραγματικά ψάχνει να βρει το “Phanerozoic II” είναι η ταυτότητά του. Καταλαβαίνω ότι στα πλαίσια του θεματικού ύφους η ποικιλομορφία των ήχων ίσως να είναι επιβεβλημένη, παρόλα αυτά θεωρώ ότι το φάσμα ανοίγει πολύ, ακόμα και για τα δεδομένα της μπάντας. Τι τέλος πάντων είναι το “Phanerozoic II”; Ο riffολογικός ορυμαγδός του “Pleistocene” ή ο down tempo ανατολίτικος “αμανές” του “Holocene”; Το μουσικό τοπίο αλλάζει άρδην μέσα σε μερικά λεπτά, κι ενώ αυτό κανονικά θα έπρεπε να μας εντυπωσιάζει, κάποιες φορές πιάνουμε επ’ αυτοφώρω την μπάντα να χρησιμοποιεί πασιφανή κλισέ που “κάπου τα έχουμε ξανακούσει”.
Όπως και να έχει, αυτό που κυριαρχεί μετά τις τόσες (πολλές) ακροάσεις είναι το αίσθημα του ξαναζεσταμένου φαγητού. Περίμενα ότι αυτό το ταξίδι που κράτησε τόσα εκατομμύρια χρόνια και έφτασε έως το 11,700 π.Χ. θα έκλεινε με έναν πιο εντυπωσιακό τρόπο. Ναι, τα “Triassic”, “Jurassic” και “Pleistocene” είναι κομμάτια που χωράνε στην all time λίστα του συγκροτήματος, αλλά φαντάζουν περισσότερο υπολείμματα του προηγούμενου δίσκου, παρά βάσεις για τον συγκεκριμένο. Κι επειδή όλο αυτό το πισωγύρισμα το έχουμε ξαναζήσει με τα “Heliocentric” και “Anthropocentric”, δεν σημαίνει ούτε ότι έρχεται το τέλος, ούτε ότι υποβαθμίζεται με κάποιο το συγκρότημα.

Halocene (Pelagic Records, 2023)
Το μάθημα παλαιοντολογίας τέλειωσε, βγάλτε όλοι μια κόλλα χαρτί και γράψτε τι μάθατε μέσα από τους τελευταίους τέσσερις δίσκους των THE OCEAN μέσα στα δέκα χρόνια που πέρασαν. Γιατί είναι αλήθεια, ότι κάθε τίτλος κομματιού ή κυκλοφορίας ήθελε μια ολόκληρη διατριβή για να καταλάβει κανείς σε τι αναφερόταν. Όπως και να έχει, φτάνοντας στην τρέχουσα περίοδο του κύκλου της ζωής στην γη, το συγκρότημα κυκλοφορεί το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο αυτής της θεματικής πορείας, το οποίο ονομάζεται “Halocene” (η τρέχουσα γεωλογική εποχή).
Υπάρχουν πολλοί λόγοι ώστε η πρώτη ακρόαση του “Halocene” να μπερδέψει τα πράγματα μέσα στο μυαλό εκείνου που αγαπά και ακολουθεί την μπάντα εδώ και χρόνια. Πρώτα από όλα επικρατεί η αίσθηση ότι ο δίσκος βγήκε πολύ γρήγορα. Εντάξει τα “Phanerozoic” I και II βγήκαν σε πολύ πιο σύντομο διάστημα, αλλά ας μη ξεχνάμε ότι πρόκειται για έναν διπλό δίσκο, όπου μέρη του δεύτερου προέκυψαν από την παραγωγή του πρώτου. Κατά δεύτερον, ο down tempo προσανατολισμός του “Halocene”, πέρα από το γεγονός ότι προσομοιάζει με την κλιμάκωση του “Pelagial” (2013), παρόλα αυτά ηχεί πολύ ασφαλής συνθετικά. Επιπλέον η αλλαγή του ήχου σε πιο ηλεκτρονικούς – ambient ήχους, ίσως να προβληματίσει και τους τελευταίους που πιστεύουν ότι οι THE OCEAN είναι η post hardcore μπάντα των πρώτων δίσκων.
Από την άλλη, υπάρχουν οι παραπάνω, αλλά και άλλοι τόσοι λόγοι για να θαυμάσεις αυτή την κυκλοφορία. Ο σύντομος χρόνος, η εν μέρει αλλαγή του ήχου σε συνδυασμό με την διατήρηση της μουσικής ταυτότητας που ανέδειξε την μπάντα θα έλεγα πως εμπίπτουν στα θετικά. Διότι μετά τις πρώτες ακροάσεις έρχεσαι αντιμέτωπος με μια εξελικτική διαδικασία που λίγες μπάντες έχουν καταφέρει να πραγματοποιήσουν με τέτοια επιτυχία. Σημαντικός παράγοντας αυτής της δημιουργικής πορείας αποτέλεσε ο Peter Voigtmann (υπεύθυνος για τα πλήκτρα), ο οποίος αν και μπήκε στο γκρουπ αρκετά πρόσφατα (μόλις το 2018), ωστόσο έχει καταφέρει να αφήσει το στίγμα του. Είναι τόσο θεμελιώδης η επιρροή του Voigtmann στο “Halocene”, όπου κυκλοφόρησε το “Limbus” υπό το όνομα SHRVL, μια ξεχωριστή κυκλοφορία, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πόνημα των THE OCEAN. Δεύτερο σημείο αναφοράς, το “Unconformities”, ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έγραψε o Robin Staps κι η παρέα του, όπου συμμετέχει η εξαιρετική Karin Park και που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τον παραδοσιακό ήχο της μπάντας, αλλά ταυτόχρονα, μόλις το ακούσεις αναγνωρίζεις όλα εκείνα τα βασικά στοιχεία του ήχου της.
Είναι η δισκογραφική πορεία των THE OCEAN ο ορισμός της εξέλιξης; Μα βεβαίως. Μαζί με τους CULT OF LUNA είναι ίσως οι μοναδικές εναπομείνασες post metal μπάντες υψηλού επιπέδου. Βέβαια μπορεί οι COL να έχουν περιχαρακώσει τον ήχο τους και να ξεφεύγουν ελάχιστα από αυτόν, εμπλουτίζοντας τον με το σταγονόμετρο, ενώ στον αντίποδα οι THE OCEAN φαίνεται πως έχουν εξαντλήσει τα συνθετικά μοτίβα μέσα στο αυστηρό post metal πλαίσιο και αναζητούν νέες διεξόδους, πάντα με οδηγό το δίδυμο Staps και Rossetti. Δώστε χρόνο στο “Halocene”, όχι μόνο για να φτάσετε στο heavy μέρος του που βρίσκεται προς το τέλος του δίσκου, αλλά πολύ περισσότερο για να νιώσετε τον παλμό και την ατμόσφαιρα που αποπνέει.
Αυτοί είναι THE OCEAN COLLECTIVE, η πορεία των οποίων καταγράφηκε με τον πλέον συνοπτικό τρόπο. Θα μπορούσαμε να αναλύσουμε επιμέρους πολλά από τα πεπραγμένα του Robin Staps, αλλά και των ατόμων που συμμετείχαν με τον τρόπο τους σε κάθε ένα μουσικό μέτρο στις, ομολογουμένως, ατελείωτες παρτιτούρες, αλλά αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από ένα μόνο κείμενο, μια μόνο στιγμή. Άλλωστε με κάθε νέα ακρόαση ενός από τους δίσκους υπάρχει πάντα κάτι να ανακαλύψεις που θα σε εξιτάρει και θα θες να το αποτυπώσεις. Το ταξίδι στον ωκεανό του ήχου συνεχίζεται.
Επιμέλεια αφιερώματος: Νίκος Ζέρης
[Η πρώτη μορφή των κειμένων δημοσιεύτηκε στο RockHard]