Οι Cure ως brand name εξακολουθούν να βρίσκονται σταθερά στον αφρό της επικαιρότητας παρά το γεγονός πως η δισκογραφική τους παραγωγή από το 2000 και μετά είναι πενιχρή. Τόσο η ισχυρή προσωπικότητα του Robert Smith όσο και κάποια επιμέρους γεγονότα είτε σε διεθνές επίπεδο (π.χ. η ένταξη του συγκροτήματος στο Rock & Roll Hall of Fame το 2019) είτε σε τοπικό (όπως η απολαυστική συναυλία τους στην Πλατεία Νερού την ίδια χρονιά) τους διατηρούν πάντοτε επίκαιρους και στα πράγματα. Όσο περιμένουμε -με τεράστια ανυπομονησία- την πολυαναμενόμενη (και για χρόνια αναβαλλόμενη) νέα τους κυκλοφορία, η ενασχόληση με εκδόσεις γύρω από το βρετανικό συγκρότημα, αποτελεί μια κάποια λύση… Η βιβλιογραφία γύρω από τους Cure είναι αρκετά εκτεταμένη. Λογικό αν αναλογιστούμε πως έχουν πίσω τους μια παρακαταθήκη σχεδόν μισού αιώνα. Παρακάτω παρουσιάζονται τρεις σχετικές εκδόσεις, μια από το εξωτερικό καθώς και δυο εγχώριες, μια πρόσφατη και μια παλαιότερη.
Jeff Apter – Never Enough
Η ιστορία των Cure
(Εκδ. Sonik, 2006)
Θα χρειάζονταν κάμποσοι τόμοι για να καταγραφεί λεπτομερώς και με πληρότητα ολόκληρη η διαδρομή των Cure, η οποία ξεκίνησε στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’70, όταν το γκρουπ έκανε τα πρώτα του βήματα ως σχολική μπάντα. Ο Αυστραλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Jeff Apter ανέλαβε πριν αρκετά χρόνια το δύσκολο έργο να συμπυκνώσει την περιπετειώδη πορεία του συγκροτήματος σε ένα βιβλίο. Ο Apter, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του πλούσιο συγγραφικό έργο το οποίο καλύπτει ένα ευρύ φάσμα μουσικών από τον Jeff Buckley ως τους AC/DC, βασίστηκε για το εγχείρημα του σε εκτενή έρευνα καθώς και σε αρκετές ώρες συνεντεύξεων με τους πρωταγωνιστές.
Αν κάποιος θα ανέμενε μια αγιογραφία του Robert Smith, θα έπεφτε εντελώς έξω. Ο συγγραφέας όχι μόνο αποφεύγει να «θεοποιήσει» τον Smith αλλά δεν διστάζει να εξαπολύσει εναντίον του φαρμακερά βέλη (με τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ είναι κάπως πιο επιεικής, ίσως γιατί δεν αρνήθηκαν να του παραχωρήσουν συνεντεύξεις κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου…). Ο Apter σε πολλά σημεία είναι αρκετά επικριτικός και μάλιστα απαξιώνει δίχως δισταγμό το ντεμπούτο τους Three Imaginary Boys, χαρακτηρίζοντας το, εν ολίγοις, έναν αδιάφορο δίσκο! Παρ’ όλα αυτά, έχουμε λόγους να υποθέτουμε πως -έστω και κατά βάθος- θαυμάζει τον Smith γιατί υπήρξε εξαρχής ένας μουσικός με όραμα και ανεξάντλητο ταλέντο. Ο Smith παρουσιάζεται άλλωστε ως ένα άτομο με αταλάντευτη πίστη στο έργο του, που -παρότι οι περισσότεροι τον έχουμε στο μυαλό μας σαν έναν μειλίχιο χαρακτήρα- δεν δίσταζε συχνά, στα πρώτα βήματα του συγκροτήματος, να βγάζει την κιθάρα του και να εφορμά στο κοινό και να έρχεται στα χέρια με όσους δεν έδειχναν ιδιαίτερο ενθουσιασμό για τις σκοτεινές, βαθιά μελαγχολικές συνθέσεις της μπάντας.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου βρίσκεται εκεί που περιγράφεται το πως ο Smith λίγους μόνο μήνες μετά την ηχογράφηση του ερεβώδους αριστουργήματος Pornography, έκανε στροφή 180 μοιρών και συνέθεσε τον pop ύμνο Let’s Go To Bed (το ακολούθησαν τα εξίσου ευδιάθετα The Walk και The Lovecats), όντως ταυτόχρονα full time μέλος των Banshees. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας αφιερώνει περισσότερο από το μισό βιβλίο στα πρώτα χρόνια του σχήματος, που καλύπτουν την περίοδο κυκλοφορίας των τεσσάρων πρώτων άλμπουμ του (δηλαδή, μέχρι το 1982). Η εξιστόρηση φτάνει τελικώς ως το 2005 (μετά και την κυκλοφορία και του ομώνυμου δίσκου τους), ωστόσο δεν μοιάζει ελλιπής, ειδικά αν αναλογιστούμε πως έκτοτε η δισκογραφική παρουσία των Cure είναι ιδιαίτερα αραιή.
Στα θετικά του βιβλίου συγκαταλέγεται το αναλυτικό παράρτημα με πλήρη δισκογραφία και όλα τα κατά καιρούς μέλη του συγκροτήματος, ενώ στα αρνητικά η προσκόλληση του συγγραφέα στις λεπτομέρειες σε εξαντλητικό βαθμό καθώς και το γεγονός πως σε ορισμένα σημεία βρισκόμαστε κάπως χαμένοι στη μετάφραση μην μπορώντας να αντιληφθούμε το νόημα των όσων γράφονται.
Συλλογικό – Οι κήποι των κρεμασμένων
15 ιστορίες για τους Cure
(Ars Nocturna/ Nightread, 2018)
Παλαιότερα μια εγχώρια έκδοση αφιερωμένη σε κάποιο μουσικό/ συγκρότημα σήμαινε συνήθως μετάφραση στίχων (όχι πάντοτε με επιτυχία, είναι η αλήθεια) συνοδεία κάποιων βιογραφικών στοιχείων. Εδώ πλέον έχουμε να κάνουμε με κάτι διαφορετικό και σαφώς πιο δημιουργικό, ιστορίες εμπνευσμένες από τραγούδια, μυθοπλασία δηλαδή (με την εξαίρεση δύο κειμένων που έχουν τη μορφή αναμνήσεων). Ο υπότιτλος “15 ιστορίες για τους Cure” του τόμου Οι κήποι των κρεμασμένων, είναι επεξηγηματικός της ιδέας και του περιεχόμενου του. Αφοσιωμένοι φίλοι της μπάντας, μουσικοί και μη, αντλούν έμπνευση από συνθέσεις του Smith και της παρέας του για να γράψουν μια ιστορία, χωρίς περιορισμούς ή κάποια κοινή συνισταμένη.
Κείμενα περισσότερο ή λιγότερο ευρηματικά, με μικρότερη ή μεγαλύτερη συνάφεια με το μουσικό σύμπαν των Cure, απαρτίζουν το ποικίλο περιεχόμενο του παρόντος τόμου που εκτείνεται από την ποίηση ως το sci fi. Μεταξύ των συμμετεχόντων βρίσκουμε ονόματα γνωστά σε όσους παρακολουθούν τη σκοτεινή εναλλακτική σκηνή της χώρας όπως των Μάνου Καρακατσάνη, Mike Πούγουνα, Άντα Λαμπάρα, Ζαφείρη Μαράνου, Νίκου Δρίβα, Λεωνίδα Σκιαδά και Γιώργου Σαφελά, στον οποίο ανήκει η ιδέα του βιβλίου. Ενώ για όσους αναρωτιούνται ποιο κομμάτι αποτέλεσε πηγή έμπνευσης τις περισσότερες φορές, την έκπληξη κάνει το Kyoto Song με τη συχνότητα της παρουσίας του, κάτι που επιβεβαιώνει την διαχρονική του αξία.
Τελειώνοντας την ανάγνωση της συλλογής αυτό που διαπιστώνεις είναι το πόσο διαφορετικά και έντονα συναισθήματα προκαλούν η μουσική και οι στίχοι των Cure, όπως αυτά αποτυπώνονται στις ετερόκλητες ιστορίες που υπάρχουν εντός της. Το στοιχείο εκείνο που διατρέχει τις περισσότερες από αυτές είναι ίσως το βασικό γνώρισμα του Robert Smith, η μοναδική ικανότητα του να καταφέρνει να υπάρχει στο σκοτεινό και μελαγχολικό κόσμο του πάντα μια χαραμάδα αισιοδοξίας που ποτέ δεν εξαφανίζεται.
The Cure
(Blow Up, 1985)
Τα μουσικά βιβλία – βιογραφίες καλλιτεχνών στη δεκαετία του ‘80 είχαν μια συγκεκριμένη δομή, στην οποία αναφερθήκαμε παρενθετικά παραπάνω. Αποτελούνταν κατά βάση από κάποιες βιογραφικές πληροφορίες για το πρόσωπο του μουσικού (ή των μουσικών, αν επρόκειτο για συγκρότημα), από επιλογή στίχων τραγουδιών σε ελεύθερη (σε υπερβολικό βαθμό, ενίοτε) μετάφραση καθώς και από παράρτημα με τη δισκογραφία του εκάστοτε δημιουργού. Όλα αυτά διανθισμένα πάντοτε από κάμποσες ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Οι θεσσαλονικιώτικες εκδόσεις Blow Up στα μέσα της συγκεκριμένης δεκαετίας τύπωσαν αρκετά βιβλία τέτοιου τύπου, για ονόματα που μεσουρανούσαν τότε όπως Siouxsie and the Banshees, Bruce Springsteen, Madonna, Duran Duran, U2 και φυσικά τους Cure, οι οποίοι μας απασχολούν εδώ. Στο εσωτερικό του τόμου πληροφορούμαστε πως συγγραφέας του βιβλίου είναι η Jo – Ann Greene (σε τέτοιου είδους εκδόσεις σπάνια έμπαινε ο τίτλος του συντάκτη στο εξώφυλλο) η οποία είχε την βοήθεια του κιθαρίστα (!) Robert Smith.
Ουσιαστικά στο βιβλίο παρουσιάζεται εν συντομία η πορεία του σχήματος από την αρχή μέχρι εκείνη την εποχή (1985), διανθισμένη με αποσπάσματα συνεντεύξεων των πρωταγωνιστών, καθώς και από μερικές χαρακτηριστικές ιστορίες και περιστατικά. Το γεγονός εξάλλου πως οι στίχοι των κομματιών παρεμβάλλονται στο κείμενο -αντί να είναι συγκεντρωμένοι στον τέλος, όπως συνηθιζόταν-, προσφέρει καλύτερη ροή.
Διαβάζοντας το βιβλίο σήμερα λίγα έχει να προσθέσει σε όσα γνωρίζουμε, με δεδομένο πως όλη η πληροφορία υπάρχει πλέον στο διαδίκτυο και είναι πολύ εύκολα προσβάσιμη. Ωστόσο τέτοιου είδους εκδόσεις λειτουργούν ως τεκμήρια μιας άλλη εποχής, όπου η ιστορία καταγραφόταν όσο αυτή συνέβαινε. Διαπιστώνουμε παράλληλα πως η αξία του σχήματος είχε εκτιμηθεί ήδη από τα πρώτα λίγα χρόνια της ύπαρξης του και είχε προοικονομηθεί η μετέπειτα εκτόξευση του. Ας μην λησμονούμε τέλος πως το βιβλίο γράφτηκε σε μια περίοδο καθοριστική για το συγκρότημα καθώς στρεφόταν προς ένα ήχο περισσότερο προσβάσιμο στο μαζικό κοινό, κάτι που αποτυπώνεται με αρκετά γλαφυρό τρόπο. Η συγκεκριμένη χρονιά (1985) επίσης ήταν σημαδιακή και για τη σχέση του γκρουπ με το ελληνικό κοινό καθώς πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στη χώρα μας στο πλαίσιο του θρυλικού Rock in Athens.
Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος