Empty Frame – Underdogs (Coma Records, 2024)
Καιρό είχαμε να ακούσουμε καινούρια μουσική από τους Empty Frame, συγκεκριμένα από το αξιόλογο Who Wants To Ride The Horse του 2018. Το συγκρότημα πέρασε μια μεταβατική περίοδο (μεσολάβησε φυσικά και η πανδημία) και πλέον διανύει μια νέα εποχή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο δελτίο τύπου για την φρέσκια δουλειά του Underdogs. Ως πενταμελές σχήμα πια, οι Empty Frame παρουσιάζονται με σαφώς διαφοροποιημένο ήχο εν έτει 2024 (όχι, δεν παίζουν πανκ, για να προλάβουμε…). Οι νέες τους συνθέσεις κινούνται σε εμφανώς πιο heavy κατεύθυνση, με το prog και το post rock να δείχνουν ότι βάζουν στο περιθώριο το folk χαρακτήρα που διαπερνούσε τις μέχρι τώρα ηχογραφήσεις τους. Φρόντισαν μάλιστα να κάνουν ξεκάθαρη αυτή τη νέα ηχητική προσέγγιση με το “Come Undone” που δόθηκε ως πρώτο δείγμα και ήταν αυτό που τοποθετήθηκε πρώτο στο tracklist. Το σκοτεινό και βαρύ riff του μαρτυρούσε πως τα πράγματα αυτή τη φορά θα είναι κάπως αλλιώτικα. Προφανώς δεν μιλάμε για ριζική μεταστροφή του ύφους τους, το βιολί και το τσέλο παραμένουν δυναμικά παρόντα και υπάρχουν κομμάτια (όπως το “Sing Along”) που θα μπορούσαν άνετα να βρίσκονται σε κάποιο από τα προηγούμενα άλμπουμ τους. Από την άλλη οι ακουστικές κιθάρες και τα πλήκτρα έχουν μείνει πίσω για να δώσουν περισσότερο χώρο στις σκληρές κιθάρες και τα πιο heavy τύμπανα. Δεν περνάει εξάλλου απαρατήρητο το γεγονός πως ακούγονται blast beats (!) σε δυο ξεχωριστά σημεία (“A Tribe of Shadows”, “Mountain Cloud”).
Αρκετά όμως με τις διαφορές, ας εξετάσουμε και τις κοινές συνισταμένες με το παρελθόν. Πρώτα και κύρια η μπάντα διατηρεί αμετάβλητη την ποιότητα των συνθέσεων που παραμένει σε υψηλό επίπεδο. Τα ανδρικά με τα γυναικεία φωνητικά συνυπάρχουν αρμονικά σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του δίσκου, στοιχείο χαρακτηριστικό της τραγουδοποιία τους. Επίσης, η θεματολογία τους δεν μένει αδιάφορη στο κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι. Ενώ για άλλη μια φορά ο συγκερασμός ετερόκλητων αναφορών είναι επιτυχής. Εν ολίγοις, το Underdogs είναι ένα στιβαρό βήμα στην πορεία της μπάντας. Ταυτόχρονα είναι και μια τολμηρή κίνηση, δεν είναι λίγο για ένα συγκρότημα με σχεδόν δυο δεκαετίες διαδρομής στον τέταρτο δίσκο (προσθέστε και δυο soundtrack) να δοκιμάζει κάτι αρκετά διαφορετικό. Και το γεγονός πως τα καταφέρνουν πολύ καλά επιβεβαιώνει την αξία τους.
Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Gemma – Δρόμοι (Joe Records, 2024)
Να, κάτι τέτοιοι δίσκοι βγαίνουν και δεν μπορούμε να κρατήσουμε την στήλη Local Jams σε μια μουσική ομοιογένεια. Οι εκ Κρήτης ορμώμενοι Gemma μπορεί να μη μετράνε πολλά χρόνια μαζί, αλλά σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα έχουν καταφέρει να στρέψουν ένα μεγάλο κομμάτι μιας, ομολογουμένως, ετερόκλητης σκηνής προς το μέρος τους. Όχι άδικα θα συμπληρώσω μιας και ο δεύτερος δίσκος τους έρχεται σαν ένα παλιρροϊκό κύμα να σαρώσει τα πάντα στο διάβα του.
Κι εξηγούμαι. Κανονικά αυτό που γίνεται με το “Δρόμοι” θα πρέπει να αναλυθεί σε αυτοτελές κείμενο, αλλά θα προσπαθήσω να είμαι λακωνικός.
Είναι γνωστό το μπαμ που έγινε εδώ και μια δεκαετία, η ρωγμή στον χρόνο από όπου ξεπήδησε το new retro wave, όπου η νοσταλγία των 80s έθεσε τον ηλεκτρονικό synth ήχο στο κέντρο κάθε μουσική επιρροής. Από εκεί και πέρα παρατηρήσαμε από πολλές (και εγχώριες) μπάντες, μια ταυτόχρονη στροφή προς πιο post punk καταστάσεις, διατηρώντας έτσι την σκοτεινή ατμόσφαιρα και την δεκαετιολαγνεία, προτιμώντας ωστόσο τις δονήσεις του μπάσου αντί αυτές του Korg για το απαραίτητο υπόβαθρο. Μοιραία λοιπόν, στο γενικότερο restart της μουσικής, και σαν φυσική συνέχεια των προηγούμενων, να βρισκόμασταν ξανά στις αρχές του 1990, όπου το “μπαμ” των 80s εξελίχθηκε σε γιγαντιαίων διαστάσεων supernova. Ε λοιπόν, οι Gemma είναι από τους πρώτους που μπαίνουν σε αυτό το (νέο) τρένο, εγκαινιάζοντας εν πολλοίς ένα νέο κύμα συγκροτημάτων που θα έρθει στο μέλλον.
Τι περιλαμβάνει όμως όλο αυτό το φανταχτερό πακέτο; Τα πάντα θα έλεγα. Αφήνοντας πίσω την σαγηνευτική εσωστρέφεια του πρώτου ομότιτλου δίσκου, η μπάντα αναγραμματίζει την ψυχεδελική διάθεση, το παραδοσιακό ηχόχρωμα και την κιθαριστική επιθετικότητα σε ανελέητο breakcore. Τα βασικά στοιχεία του ήχου παραμένουν εκεί, ωστόσο ο τσαμπουκάς που σπάει βαθμιαία από τους “Δρόμους” και μετά, οδηγεί το δίσκο σε μια απίστευτη κλιμάκωση στο “Παραμύθι” που συμμετέχει ο Μάριος Νταβέλης από τους Fundracar, για να δώσει την λύτρωση στο “Σήμερα”. Μετά; Πάλι από την αρχή, με τα εθιστικά “Χίονι” και “Μασέτι”, χωρίς σταματημό, όπως αξίζει σε κάθε μεγάλη κυκλοφορία που τολμάει να κάνει πολλά βήματα μπροστά. Έναν δίσκο, στο οποίο ακούς από οζρική ψυχεδέλεια έως ηπειρώτικο μοιρολόι και από γιαπωνέζικο breakcore έως ελληνικό ροκ αλά Κίτρινα Ποδήλατα. Δεν ξέρω, όλο αυτό εγώ το λέω βουτιά στην δική μου νοσταλγική δεκαετία.
Νίκος Ζέρης
Unverkalt – A Lump of Death: A Chaos of Dead Lovers (Argonauta Records, 2023)
Σε όλους μας είναι οικείος ο όρος αντιδάνειο, το γνωρίζουμε λόγω της γλώσσας μας, χρησιμοποιείται ωστόσο ως όρος και σε άλλες εκφάνσεις της επιστήμης/τέχνης, όπως για παράδειγμα ο κινηματογράφος. Η θεματολογία του δεύτερου δίσκου των Unverkalt είναι μια τέτοια περίπτωση όπου την δανείζονται από τις cult ταινίες τρόμου/μυστηρίου των 70s με κεντρικό σενάριο τους κατά συρροή δολοφόνους, οι οποίες με τη σειρά τους δανείζονται/επηρεάζονται από πραγματικά γεγονότα, η βιαιότητα και ο τρόμος των οποίων καμιά φορά ξεπερνά και την φαντασία. Μια τέτοια κατάσταση μπορείς να βιώσεις αν βρεθείς σε κάποιο ξεχασμένο μοτέλ κοντά στο Γκραν Κάνυον, ή σε κάποιο drive in σε ένα έρημο εμπορικό κέντρο κοντά στην Νυρεμβέργη.
Η ακρόαση του A Lump of Death μπορεί να μην αποπνέει αυτή την retro αισθητική που διαμορφώνεται από το εξώφυλλο, σου δίνει όμως μια ανατριχίλα στην ραχοκοκαλιά που θα την θυμάσαι για καιρό. Με την τριάδα των Θέμη Ιωάννου, Γιώργου Στάμκου και της εξαιρετικής Δήμητρας Καλαβρέζου να παραμένουν σταθεροί πυλώνες στο σχήμα, εξασφαλίζοντας την μουσική συνέχεια και την ανάδειξη της ηχητική ταυτότητας που προσπαθούν να διαμορφώσουν. Η δεύτερη αυτή κυκλοφορία έρχεται να ακολουθήσει τα πεπραγμένα του L’Origine du Monde, το οποίο όπως είχα γράψει κι αλλού, θύμιζε πολύ το project των Cult of Luna με την Julie Christmas. Αυτή την φορά η συνθετική διαδρομή παίρνει μια πιο pop κατεύθυνση, μιας και τα φωνητικά ανεβαίνουν μια οκτάβα πιο πάνω, ενώ το songwriting γίνεται πιο ευθύ. Δεν είναι κακό το αποτέλεσμα, μιας και πιστεύω ότι απευθύνεται σε ένα πιο νεανικό κοινό που ακολουθεί ενδεχομένως ένα διαφορετικό trend από το παραδοσιακό post-metal.
Εύκολο άκουσμα, με αρκετά σκοτεινά στοιχεία, για να δικαιολογήσει και την όλη θεματολογία, αλλά με πολύ απλές δομές. Δίνεται έμφαση στην δυναμική της μουσικής και το βαθμιαίο χτίσιμο μιας αφήγησης ή μιας γενικότερης ατμόσφαιρας. Σίγουρα πρόκειται για δίσκο που δεν περνάει απαρατήρητος, ωστόσο δεν ξέρω πόσο θα καταφέρει να παραμείνει στην επικαιρότητα τους επόμενους μήνες.
Νίκος Ζέρης