Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΩΝ 00s
Στη δεκαετία του 2000 τα πράγματα ήταν σαφώς καλύτερα για το εγχώριο heavy rock σε σχέση με αυτή που προηγήθηκε, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να μιλήσουμε, σε καμία περίπτωση, για μαζική απήχηση. Στο μεγαλύτερο μέρος της τα πράγματα εξακολούθησαν να είναι υποτονικά αλλά προς το τέλος της πραγματοποιήθηκε η έκρηξη που τόσα χρόνια καθυστερούσε. Κατά τη διάρκεια της ξεπετάχτηκε μια «φουρνιά» συγκροτημάτων που έμελλε να κάνει σπουδαία πράγματα και αυτό κρατάμε ως το σημαντικότερο γεγονός αυτής τη περιόδου.
Την ίδια εποχή διεθνώς ο heavy rock ήχος περνούσε σε μεγαλύτερα ακροατήρια και διαδιδόταν με ταχείς ρυθμούς, με τη καθοριστική συμβολή ενός γκρουπ που δεν ήταν αμιγώς heavy rock. Ο λόγος φυσικά για τους Queens of the Stone Age του Josh Homme, θεμελιωτή του heavy rock και συνδημιουργού των τιτάνων Kyuss. Οι δυο δίσκοι που κυκλοφόρησαν στην αρχή της δεκαετίας (Rated R – 2000 και Songs for the Deaf – 2002) ήταν πραγματικά αριστουργηματικοί, προσέλκυσαν το ενδιαφέρον ακροατών που ουδεμία σχέση είχαν με το heavy rock και έφτασαν μέχρι τις παρυφές του mainstream ακροατηρίου. Κάπως έτσι πολύς κόσμος εξοικειώθηκε με το συγκεκριμένο μουσικό είδος και μπήκε στη διαδικασία να ψάξει και να ανακαλύψει παλιότερες μπάντες του ήχου. Παράλληλα κάποια από τα κομμάτια τους άρχισαν να παίζονταν και σε εγχώρια μπαρ με αποτέλεσμα ο ήχος να γίνει οικείος και για το εγχώριο κοινό και ταυτόχρονα να προλειανθεί το έδαφος και για άλλα γκρουπ, νεότερα αλλά και από το πρόσφατο παρελθόν.
Στα καθ’ ημάς, με την έλευση του 2000 οι Nightstalker επανήλθαν στη δισκογραφία με το EP The Ritual. Εδώ βρίσκουμε το σχήμα ως trio (πριν επανέλθει ξανά σε τετράδα με την προσθήκη όμως ντράμερ -όχι δεύτερου κιθαρίστα), ενώ ανάμεσα στα πέντε κομμάτια του EP συναντάμε και μια διασκευή στο Iron Horse – Born to Lose των Motorhead.
Την ίδια χρονιά κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση οι Lord 13 με το EP Embrace. Το συγκρότημα, που είχε ξεκινήσει ένα χρόνο νωρίτερα και είχε «βαφτιστεί» από το ομώνυμο κομμάτι των Monster Magnet, συγκαταλέγεται στα πλέον συνεπή στο συγκεκριμένο χώρο γκρουπ και σίγουρα από τα πιο ποιοτικά. Το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους κυκλοφόρησε το 2006 (είχε προηγηθεί άλλο ένα ακόμα EP, το HellRide του 2003), έφερε ως τίτλο απλώς το όνομα τους και περιείχε, ανάμεσα στα άλλα, ένα κομμάτι που θα μπορούσε να έχει θέση άτυπου ύμνου της σκηνής (Badwater Booze). Ο δεύτερος δίσκος τους κυκλοφόρησε μια πενταετία αργότερα, ονομαζόταν 2013 (αν και κυκλοφόρησε το 2011…) και αξίζει να αναφέρουμε πως σε ένα τραγούδι τα φωνητικά πρόσφερε ο γίγαντας Ben Ward των Βρετανών Orange Goblin, με τους οποίους είχαν μοιραστεί τη σκηνή σε αρκετές περιπτώσεις, κατά τις συχνές επισκέψεις των τελευταίων στη χώρα μας.
Λίγα χρόνια αργότερα, μετά τη δημιουργία των Lord 13, o τραγουδιστής τους Jim μαζί με τον ντράμερ Γιώργο Αποστόλου (των θαυμάσιων Make Believe) και τον κιθαρίστα Νίκο Σοφίου (μέλος επίσης των Human Asteroid) σχημάτισαν τους Madleaf. Το γκρουπ ξεκίνησε το 2004 αλλά το ντεμπούτο του Sinners κυκλοφόρησε το 2008 (μέσω της Αμερικάνικης Poison Tree Records) και αποτελούσε ένα συγκερασμό grunge και heavy rock ήχων. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες αλλαγές μελών με αποτέλεσμα από την αρχική σύνθεση να παραμείνει μόνο ο Σοφίου. Κάπως έτσι το δεύτερο άλμπουμ τους (House Of Lust) καθυστέρησε αρκετά, κυκλοφόρησε τελικώς το 2016 με τα φωνητικά να ανήκουν πια στον Νίκο Μαρίνο (God in a Cone) και τον ήχο τους αρκετά ανανεωμένο.
Για τον Νίκο Σοφίου αξίζει να αναφέρουμε, πως πέραν των Madleaf, συνυπήρξε για κάποιο διάστημα με τον Γιώργο Αποστόλου στους πολύ καλούς Ludmila, για τους οποίους θα μιλήσουμε αναλυτικότερα παρακάτω, ενώ η πορεία του είχε ξεκινήσει ήδη από τα τέλη των ‘90s με τους Human Asteroid. Οι τελευταίοι αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα συγκροτήματος που διαθέτει τις δυνατότητες, το υλικό και το momentum αλλά δεν καταφέρνει να αφήσει το αποτύπωμα του στη σκηνή. Πρωτοπαρουσίασαν τις συνθέσεις μέσω του EP Zeos του 2000 και του φερώνυμου EP της επόμενης χρονιάς, με ήχο πιστό στην Kyuss κληρονομία, και ενώ θα αναμέναμε να «απογειωθούν» τα επόμενα χρόνια, τελικά μέχρι σήμερα αυτό που καταγράφεται είναι σποραδικές εμφανίσεις, χωρίς σταθερή παρουσία στα εγχώρια δρώμενα.
Λίγο πριν την έλευση του 2000 ηχογράφησαν το πρωτόλειο υλικό τους και οι Engine-V (τότε ακόμα λέγονταν απλώς Engine), ένα από τα καλύτερα heavy rock γκρουπ της δεκαετίας. Το σχήμα που δημιούργησαν το 1998 οι Γιώργος Λάιτμερ και Πάνος Τομαράς, αμφότεροι μέλη των Honeydive (για τους οποίους έχουμε ήδη μιλήσει), ηχογράφησε το φθινόπωρο του 1999 το Budgie EP, το οποίο περιείχε πέντε συνθέσεις. Όπως συνέβη και με τις περισσότερες μπάντες της σκηνής, το ντεμπούτο άλμπουμ τους ήρθε με κάποια καθυστέρηση. Συγκεκριμένα το Broken World κυκλοφόρησε το 2005 (μέσω της Mad Prophet Records που διατηρούσαν τότε οι Nightstalker) και αποτελεί ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά δείγματα της σκηνής για ολόκληρη τη δεκαετία του 2000. Το συγκρότημα υπήρξε ιδιαίτερα ενεργό συναυλιακά, έχοντας στο ενεργητικό του και σημαντικές support εμφανίσεις (με σπουδαιότερη αυτή του Ιουλίου του 2006 όταν άνοιξαν τη συναυλία των Deep Purple στο Θέατρο Βράχων), δυστυχώς όμως η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη, καθώς το γκρουπ δεν κυκλοφόρησε ποτέ δεύτερο άλμπουμ και σταδιακά αδρανοποιήθηκε.
Το 2000 υπήρξε έτος πρώτης δισκογραφικής εμφάνισης και για τους Vibratore Bizarro με έδρα την Αθήνα (όπως και όλα τα συγκροτήματα που έχουμε αναφέρει μέχρι στιγμής, γεγονός σαφώς αξιοσημείωτο). Τότε, λοιπόν, παρουσίασαν το ομώνυμο Demo (περιείχε τα κομμάτια Dead Man Walkin’, Touch Me και Motorlove), ερχόμενοι να προστεθούν στο μικρό πυρήνα γκρουπ που καταπιάνονταν με το συγκεκριμένο μουσικό είδος. Και αυτοί είχαν ξεκινήσει από το 1998 (από μέλη με προϋπηρεσία στους Jesus Toy, μεταξύ άλλων), με το παρθενικό τους άλμπουμ να εμφανίζεται τελικώς το 2005. Το Sex Hundred & Sexty Sex περιείχε οκτώ νέες συνθέσεις συν τα τρία κομμάτια του πρώτου τους ντέμο και κυκλοφόρησε επίσης μέσω της Mad Prophet Records. Και στην περίπτωση τους ισχύει ό,τι ακριβώς αναφέραμε και για τους Engine-V, υπήρξαν δραστήριοι συναυλιακά, με αξιόλογα support σε ονόματα του εξωτερικού (όπως αυτό στους εξαιρετικούς Καναδούς Black Mountain, το 2011 στο Gagarin), δεύτερο άλμπουμ ωστόσο δεν κυκλοφόρησαν ποτέ και σιγά σιγά χάσαμε την επαφή μαζί τους (κοινή μοίρα δυστυχώς για πολλές μπάντες της εποχής).
Αν για τη δεκαετία του ’90 η κορυφαία κυκλοφορία για το χώρο του heavy rock ήταν δικαιωματικά το Use των Nightstalker, για τα ’00s η άτυπη αυτή διάκριση θα έπρεπε να απονεμηθεί στο Just a Burn, των ιδίων. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε το πρώτο μισό της δεκαετίας (συγκεκριμένα το σωτήριο έτος 2004) μέσω της νεοσύστατης αλλά και βραχύβιας εταιρίας του συγκροτήματος, Mad Prophet Records, και ήταν το τελευταίο στο οποίο τα τύμπανα ηχογραφήθηκαν από τον Argy. Κι εδώ βρίσκουμε κομμάτια που θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηριστούν διαχρονικά όπως τα All Around, Line, Voodoo U Do και φυσικά το ομώνυμο, το οποίο είναι πιθανώς το πιο χαρακτηριστικό της σκηνής όλα αυτά τα χρόνια.
Ως γνωστόν οι παρέες είναι που φτιάχνουν ιστορίες (όπως λέει και το γνωστό άσμα), και αυτό επαληθεύτηκε και στην περίπτωση της εγχώριας heavy rock σκηνής. Μια παρέα που λειτουργούσε περισσότερο ως κολεκτίβα και λιγότερο σαν δισκογραφική έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διάδοση και διεύρυνση της σκηνής. Ο λόγος για τη Spinalonga Records, η οποία ξεκίνησε τη δράση της στα μέσα της δεκαετίας του 2000 και κυκλοφόρησε μερικές εξαιρετικές συλλογές (και όχι μόνο). Το 2005 κυκλοφόρησε το πρώτο και το δεύτερο μέρος της περίφημης συλλογής In The Junkyard και δυο χρόνια αργότερα το In The Junkyard 3, σε διπλό μάλιστα άλμπουμ. Οι τρεις αυτές συλλογές περιελάμβαναν την αφρόκρεμα της heavy rock σκηνής συν μια σειρά από θαυμάσια εγχώρια γκρουπ από όλο το φάσμα του εναλλακτικού ήχου. Μέσα σε αυτές τις τρεις συλλογές βρίσκουμε ονόματα όπως Planet Of Zeus, Liquidust, Semen of the Sun, Cube, The Dive, The Bliss, Ludmila, Yellow Devil Sauce, Bull Doza, Lord 13, Engine-V, Nightstalker κ.α. Τα περισσότερα από αυτά τα σχήματα θα τα συναντήσουμε παρακάτω και θα μιλήσουμε εκτενώς, ενώ για κάποια αλλά αξίζει να κάνουμε μια σύντομη αναφορά εδώ.
Για παράδειγμα, οι Liquidust, οι οποίοι αποτελούν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ξεκίνησαν από το 2000 κιόλας (τότε ηχογραφήθηκε το Hero In Delusion) και είχαν στις τάξεις τους την εντυπωσιακή ερμηνεύτρια Τάνια Λεοντίου (αρχικά έπαιζε και τύμπανα στo γκρουπ), η οποία τα επόμενα χρόνια έγινε πιο γνωστή ως τραγουδίστρια των Universe 217, που κινούνται σε πιο doom μονοπάτια. Οι BullDoza επίσης είναι άλλη μια μπάντα η οποία αξίζει να μνημονευτεί σε αυτό το σημείο. Πρωτοεμφανίστηκαν το 2005 με το EP This Hurts και το 2007 κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους Celebration, και ουσιαστικά αποτελούν το πρώτο συγκρότημα από τη Θεσσαλονίκη που συναντάμε στην μέχρι τώρα διαδρομή μας (μετέπειτα θα διαπιστώσουμε ότι σταδιακά συγκροτήθηκε μια αρκετά ενεργή σκηνή στη συγκεκριμένη πόλη).
Και οι τρεις προαναφερθείσες συλλογές είναι πραγματικά έξοχες, κατάφεραν να παρουσιάσουν ό,τι καλύτερο υπήρχε στη σκηνή εκείνη την εποχή και οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται για τον συγκεκριμένο ήχο επιβάλλεται να τις έχει στην κατοχή του (ή έστω να τις έχει ακούσει). Η Spinalonga Records βέβαια δεν σταμάτησε εκεί, την επόμενη δεκαετία παρουσίασε άλλες τέσσερις άκρως ενδιαφέρουσες συλλογές (This Is Groovy Indie Heavy? – 2010, Miss Fortune Was A Henhouse Manager – 2011, This Is Heavy Heavy Heavy – 2011 και A Sampler Darkly – 2013) φροντίζοντας πάντα να επεκτείνει το ηχητικό της φάσμα. Ωστόσο καθώς τα χρόνια προχωρούσαν, οι καταστάσεις άλλαζαν, το ίντερνετ ήταν πια κυρίαρχο (είναι χαρακτηριστικό πως από αυτές τις τέσσερις συλλογές οι τρεις διατέθηκαν μόνο ηλεκτρονικά) και πλέον υπήρχε υπερπληροφόρηση σχετικά με τα τεκταινόμενα στη σκηνή, ακόμα και από πιο mainstream ηλεκτρονικά μέσα. Κάπως έτσι η δράση της Spinalonga περιορίστηκε, χωρίς ποτέ να υπάρξει επίσημη παύση εργασιών. Με τα νέα δεδομένα ωστόσο ανάλογες απόπειρες δεν είχαν μεγάλο πεδίο δράσης, μιας και η αμεσότητα και η ευκολία του internet είχε αντικαταστήσει τέτοιου είδους δραστηριότητες.
Συνεχίζοντας την πορεία μας, βρίσκουμε ξανά μπροστά μας τους Headquake, οι οποίοι κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους τελικώς, μετά από πολλά χρόνια, το 2007, μέσω της Sound Effect Records. Μέχρι εκείνη τη στιγμή το μόνο ηχογραφημένο υλικό τους που μπορούσες να βρεις υπήρχε σε διάφορες συλλογές (όπως αυτή του Metal Hammer από το μακρινό 1995!). Βέβαια ποτέ δεν είναι αργά, οπότε το ομώνυμο πρώτο ολοκληρωμένο πόνημα τους ήταν σαφώς ευπρόσδεκτο. Εκεί κατέθεταν τη δική τους οπτική για το heavy rock, το οποίο έφερε έντονες αναφορές στο grunge και στο alternative rock των 90s. Έκτοτε το συγκρότημα συνέχισε να είναι ενεργό κυρίως στο συναυλιακό κομμάτι, μιας και ο δεύτερος δίσκος τους κυκλοφόρησε επτά χρόνια αργότερα. Το Into The Spiral (2014) διατηρούσε σε υψηλά επίπεδα την ποιότητα των συνθέσεων και δεν μας απογοήτευσε. Για την τρίτη κυκλοφορία της μπάντας, το Roots And Branches (Sound Effect Records, 2016) έχουμε μιλήσει ήδη παραπάνω, μιας και περιείχε υλικό ηχογραφημένο στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90. Το γκρουπ συνεχίζει ακόμα και σήμερα την πορεία του και ευελπιστούμε να εξακολουθήσει να μας προσφέρει αξιόλογες δουλειές.
Την τελευταία διετία της δεκαετίας του 2000 κάτι φάνηκε νa αλλάζει στη σκηνή. Εμφανίστηκαν κάποια συγκροτήματα που έμελλε να κάνουν σπουδαία πράγματα τα επόμενα χρόνια και να βάλουν τη σπίθα που χρειαζόταν για να πάρει τα πάνω της η εγχώρια σκηνή. Παράλληλα το ενδιαφέρον του κόσμου άρχισε να αυξάνεται σταδιακά για το συγκεκριμένο ήχο και αυτό το διαπίστωνες με ευκολία από το μέγεθος του κοινού στις αντίστοιχες συναυλίες που συνεχώς μεγάλωνε.
Ένα από τα γκρουπ που έπαιξε κομβικό ρόλο σε αυτή την αλλαγή του σκηνικού ήταν οι Αθηναίοι Planet Of Zeus. Το ντεμπούτο τους Eleven The Hard Way κυκλοφόρησε το 2008 μέσω της αγγλικής Casket Music και μόνο απαρατήρητο δεν πέρασε. Η μπάντα είχε ξεκινήσει δειλά ήδη από το 2000 αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή μόνο ένα ντέμο ηχογραφημένο το 2005 είχε να παρουσιάσει (συν τις συμμετοχές στις συλλογές της Spinalonga, που προαναφέραμε). Το Eleven The Hard Way (το οποίο μέχρι σήμερα έχει γνωρίσει ήδη δυο επανεκδόσεις) περιείχε μια ομάδα κομματιών που έμελλε να αποθεωθούν στα live τους όπως τα Eat Me Alive, Something’s Wrong, Woke Up Dead (William H. Bonney) και Supernothing, στα οποία η αγάπη τους για τον ήχο του Νότου και ειδικά αυτό των Down ήταν ολοφάνερη. Το σημαντικότερο όλων όμως ήταν πως αποκάλυπταν ένα συγκρότημα με τεράστια δυναμική και αστείρευτες δυνατότητες να κάνει το παραπάνω βήμα, κάτι που συνέβη με τρόπο εμφατικό τα επόμενα χρόνια. Οι Planet of Zeus ξεκίνησαν αρχικά ως trio (Μπάμπης Παπανικολάου – φωνή/κιθάρα, Γιάννης Βράζος – μπάσο, Στέλιος Προβής – τύμπανα) και εξελίχθηκαν στη συνέχεια σε κουαρτέτο με την προσθήκη του φοβερού ντράμερ Σεραφείμ Γιαννακόπουλου, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα ο Στέλιος Προβής να αφήσει τις μπαγκέτες και να αναλάβει χρέη lead κιθαρίστα. Η συγκεκριμένη σύνθεση έχει μείνει απαράλλακτη ως σήμερα (επιβεβαιώνοντας τους ποδοσφαιρόφιλους που διατείνονται πως «ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει») και τα «έργα» της θα τα συναντήσουμε παρακάτω.
Το έτερο σχήμα που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεταστροφή του κλίματος και στη μετέπειτα άνθιση της heavy rock σκηνής ήταν οι Κορίνθιοι 1000mods. Δημιουργήθηκαν το 2005 από μουσικούς με καταγωγή από το Χιλιομόδι και τα πέριξ χωριά και το 2007 παρουσίασαν το Blank Reality EP. Το υλικό του, ναι μεν ήταν πρωτόλειο, «πρόδιδε» όμως το γεγονός πως ήταν φτιαγμένο από ένα γκρουπ με σπουδαία ποιότητα και τεράστια προοπτική. Δυο χρόνια αργότερα επανήλθαν με το single Liquid Sleep (το χρωματιστό 7ιντσο θεωρείται συλλεκτικό σήμερα), το οποίο ανέβασε ακόμα περισσότερο τις προσδοκίες για το πολυαναμενόμενο ντεμπούτο τους. Μέχρι να κυκλοφορήσει αυτό, κατάφεραν να κάνουν το όνομα τους ευρέως γνωστό χάρη στις ζωντανές εμφανίσεις τους και τα σημαντικά support τους (προσωπικά ξεχωρίζω την εμφάνιση τους πριν τους Colour Haze τον Οκτώβριο του 2010 στο An). Για τις δουλειές τους θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε αναλυτικά στη συνέχεια, όμως εδώ θα ήθελα να επισημάνω ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα τους. Αυτό έγκειται στο γεγονός ότι έβαλαν ξανά στον μουσικό χάρτη την περιφέρεια (και εδώ δεν θα πρέπει να το περιορίσουμε μόνο στα πλαίσια της heavy rock σκηνής). Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι μουσικοί και τα συγκροτήματα από την ελληνική επαρχεία αντιμετωπίζονταν το λιγότερο με καχυποψία. Η επιτυχία των Χιλιομοδιτών ήρθε να αντιστρέψει αυτή την παγιωμένη νοοτροπία και να προλειάνει το έδαφος και για πολλές άλλες μπάντες της περιφέρειας που πλέον αντιμετώπιζαν ευήκοα ώτα, παρά «μουδιασμένη» αποδοχή.
Μιας και μιλήσαμε για επαρχία, επόμενη στάση μας η Χαλκίδα, όπου σχηματίστηκαν το 2001 οι Routes, μια από τις αξιόλογες μπάντες της σκηνής, στην οποία αξίζει να αφιερώσουμε μερικές γραμμές. Το ομώνυμο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε το 2008 (μέσω της Trailblazer Records) και κέντρισε το ενδιαφέρον των φίλων του συγκεκριμένου ήχου. Ο διάδοχος του, το Land of Holy Dope, εμφανίστηκε το 2012, με το γκρουπ να συνεχίζει στα ίδια γνώριμα ηχητικά μονοπάτια. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι εδώ το σχήμα πειραματίζεται αρκετά με τους ηλεκτρονικούς ήχους, κάτι που ήταν ιδιαίτερα εμφανές και στα live τους μιας και ένα μέλος τους ασχολούταν με αυτό το κομμάτι αποκλειστικά. Τα τελευταία χρόνια οι Routes δεν είναι δραστήριοι ούτε δισκογραφικά, ούτε συναυλιακά, χωρίς να μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν είναι οριστική η παρούσα κατάσταση.
Στους αξιόλογους δίσκους που κυκλοφόρησαν το 2008 περιλαμβάνεται ασφαλώς και το ντεμπούτο των Αθηναίων Semen of the Sun (όνομα παρμένο από ένα στίχο του επικού Monster Astronauts των Spiritual Beggars), οι οποίοι ανήκουν επίσης στη φουρνιά των συγκροτημάτων που πρωτογνωρίσαμε μέσω των συλλογών της Spinalonga. Το Radio Adult: Slow Songs, Cheese & Wine κυκλοφόρησε με τη συνδρομή της Lab Records και της Spinalonga Records και μας συνέστησε το trio, που εκτός από το heavy rock είχε τις ρίζες του επίσης στο grunge και στο 90s alt rock. Το σχήμα που είχε ξεκινήσει το 2004 (η πρώτη του ηχογράφηση, το EP An Old Dog, τοποθετείται στο 2005) έμελλε να κυκλοφορήσει δυο ακόμα καλά άλμπουμ την επόμενη δεκαετία (The Walk – 2012 και Those Pills – 2014) πριν ανακοινώσει παύση εργασιών το 2016.
Λίγο πριν την αλλαγή δεκαετίας (στο τέλος του 2009, συγκεκριμένα) κυκλοφόρησε ο πρώτος δίσκος των Phase Reverse, που είχε ως τίτλος απλώς το όνομα τους. Τότε πέρασε μάλλον απαρατήρητος, δύο χρόνια αργότερα όμως επανακυκλοφόρησε (με νέο artwork και bonus υλικό) από την ιταλική Aural Music και αυτή τη φορά προσέλκυσε το ενδιαφέρον σαφώς περισσοτέρων. Η μουσική τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια μίξη heavy rock ήχων με southern metal νοοτροπία. Οι ίδιοι πάλι την περιγράφουν ως Southern European Pentatonic Heavy Metal. Όπως και να έχει, ο ήχος τους μόνο αταίριαστος δεν είναι στο πνεύμα του παρόντος κειμένου, όποτε δεν θα μπορούσαν να είναι απόντες. Η επόμενη δουλειά τους Phase II …And Man Created God κυκλοφόρησε το 2013, ενώ ακολούθησε το Phase III: Youniverse το 2015 (σε CD και βινύλιο από την ROAR). Τα τελευταία χρόνια οι εμφανίσεις τους έχουν αραιώσει πολύ, χωρίς ωστόσο το σχήμα να έχει αδρανοποιηθεί οριστικά.
Στα σχήματα εκείνης της «γενιάς» συμπεριλαμβάνονται και οι Αθηναίοι The Curf. Σχηματίστηκαν το 2006 και την επόμενη χρονιά παρουσίασαν το ομώνυμο ντεμπούτο τους μέσω της δραστήριας -τότε- Trailblazer, το οποίο κινούταν σε γνωστά ψυχεδελικά heavy rock μονοπάτια. Κι ενώ θα ανέμενε κανείς τα επόμενα χρόνια να είναι από τις πλέον ενεργές μπάντες του χώρου, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα ήθελαν καθώς μια σειρά γεγονότων (μεταξύ των οποίων και η μετοίκηση τους στο εξωτερικό) οδήγησαν σταδιακά το γκρουπ σε αναστολή εργασιών. Τελικώς, επανήλθαν στη δισκογραφία μια ολόκληρη δεκαετία αργότερα, με το καλό LP Death and Love(2017). Προπομπός αυτού υπήρξε το βαρύ κι ασήκωτο EP Royal Water, που κυκλοφόρησε την προηγούμενη χρονιά και παρουσίαζε ένα πιο doom προσανατολισμό.
Λίγο πριν την αλλαγή της χιλιετίας (συγκεκριμένα το 1999) ξεκίνησε την πορεία του το trio των Yellow Devil Sauce και ως εκ τούτου θεωρείτε από τα μακροβιότερα σχήματα της σκηνής μιας και εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα. Η πρώτη ηχογράφηση των Yellow Devil Sauce καταγράφεται το 2001 με το demo Desk Job, ενώ το πρώτο ομώνυμο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους κυκλοφόρησε το 2006. Έκτοτε συνεχίζουν τη μουσική τους διαδρομή σε νωχελικούς ρυθμούς αλλά με αξιοπρόσεκτη συνέπεια μιας και παρουσιάζουν νέα δουλειά ανά τέσσερα χρόνια (το ντεμπούτο τους ακολούθησαν τα Early Dinner At Dr. Chakravarti’s – 2010, Right Under Your Nose – 2014 και Zulu – 2018).
Στη δεκαετία του 2000 υπήρξαν και περιπτώσεις συγκροτημάτων που ενώ ήταν ενεργά (ακόμα και σε όλη τη διάρκεια της) δεν κατάφεραν για διάφορους λόγους να αποτυπώσουν τη δουλειά τους δισκογραφικά. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα η μπάντα The Dive. Το σχήμα ξεκίνησε το 2000, ήταν αρκετά δραστήριο συναυλιακά στη διάρκεια της συγκεκριμένης δεκαετίας, είχε παρουσία σχεδόν σε όλες τις συλλογές της Spinalonga (στις οποίες έχουμε ήδη αναφερθεί) αλλά κατάφερε να κυκλοφορήσει τον πρώτο δίσκο του μόλις το 2011. Το ομώνυμο The Dive υπήρξε αποτέλεσμα της συνεργασίας των Spinalonga και Lab Records και έτυχε μιας εντυπωσιακής έκδοσης. Στο μουσικό κομμάτι το άλμπουμ ήταν εξαιρετικό συνδυάζοντας τη heavy rock νοοτροπία με grunge, garage και alternative rock αναφορές (εδώ βρίσκεται και η κορυφαία σύνθεση τους Fabio, Fabio). Δυο χρόνια αργότερα κατέθεσαν Zo’e (πάλι με τη συνδρομή της Spinalonga) αλλά έκτοτε οι εμφανίσεις τους είναι σποραδικές και χωρίς να έχει υπάρξει κάποια νεότερη ηχογράφηση. Εδώ θα άξιζε να αναφέρουμε πως οι Dive ήταν μέρος μιας ιδιαίτερης τριάδας που συμπληρωνόταν από τους Bliss και τους Cube. Η ιστορία των τριών γκρουπ έχει αρκετά κοινά -αν και ηχητικά δεν ταυτίζονταν- καθώς και τα τρία, έχοντας ξεκινήσει από τις αρχές περίπου των 00s, χρειάστηκαν σχεδόν μια δεκαετία για να παρουσιάσουν την πρώτη τους πλήρη δισκογραφική δουλεία (το Gabbatha των Bliss κυκλοφόρησε το 2011 και το ομώνυμο ντεμπούτο των Cube το 2012, αμφότερα μέσω της Spinalonga φυσικά) και αφού νωρίτερα είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους μέσω των περίφημων συλλογών της προαναφερθείσας εταιρίας. Προτείνουμε ανεπιφύλακτα να αναζητήσετε το υλικό και των τριών σχημάτων, έστω κι αν ξεπερνούν εμφανώς τα όρια του heavy rock, το οποίο μας απασχολεί εδώ.
Μια ακόμα αντίστοιχη περίπτωση αποτελούν οι Stonedevils, οι οποίοι σύμφωνα με το βιογραφικό τους υπάρχουν από το 2000 αλλά κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους με χαρακτηριστική καθυστέρηση το 2014! Το Hell’s Playground ακολουθεί πιστά τις διδαχές των θεμελιωτών του είδους, με τα μπαρουτοκαπνισμένα riffs να αποτελούν τη βάση για κάθε σύνθεση τους, χωρίς να παρεκκλίνουν στο ελάχιστο από το τυπικό heavy rock ύφος.
Η δεκαετία των 00s ολοκληρώνεται όπως άρχισε, με μια κυκλοφορία των Nightstalker. Ο λόγος για το Superfreak, το οποίο κυκλοφόρησε μέσω του θρυλικού αμερικάνικου label MeteorCity (με σημαντικό κατάλογο πίσω του και άμεση διασύνδεση με το περίφημο –πλην ανενεργό εδώ και χρόνια- website stonerrock.com και το online store All That Is Heavy). Το άλμπουμ διέθετε μερικά σπουδαία track (Baby, God Is Dead, Heavy Mental, Superfreak, Stain κ.α.) και δικαίως θεωρείται από τις καλύτερες δουλειές τους. Η ζωντανή παρουσίαση του έλαβε χώρα τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς σε ένα κατάμεστο An Club με opening act τους Vibratore Bizarro και 1000mods. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ιστορικό υπόγειο είχε γεμίσει τόσο ασφυκτικά που υπήρχε κόσμος ακόμα και στα σκαλιά της εξόδου!
Προσωπικά κάπου εκεί θα τοποθετούσα την απαρχή της επερχόμενης αλλαγής προς τη σταδιακή απογείωση της σκηνής. Όλος αυτός ο κόσμος (νεαρής κυρίως ηλικίας) δεν θα εξαφανιζόταν τα επόμενα χρόνια αλλά αντίθετα θα αποτελούσε τον πυρήνα ενός συνεχώς αυξανόμενου ακροατηρίου. Φεύγοντας από το An τότε σκεφτόμουν ότι οι Nightstalker έπρεπε πλέον να «μετακομίσουν» σε μεγαλύτερους χώρους, μιας και το ενδιαφέρον ήταν πια σαφώς αυξημένο από την πλευρά του κόσμου. Στην πράξη αυτό συνέβη καθώς τα επόμενα χρόνια το γκρουπ άρχισε να εμφανίζεται σε μεγαλύτερα venue (όπως το Gagarin ή το Academy) και επέστρεφε στο club των Εξαρχείων σε ειδικές μόνο περιστάσεις (όπως τα περίφημα χριστουγεννιάτικα live). Τα δεδομένα πια ήταν διαφορετικά και ολόκληρη η σκηνή ήταν έτοιμη να βγει στην επιφάνεια, κάτι που τελικώς συνέβη πανηγυρικά την επόμενη δεκαετία, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ένα παράδοξο (Οικονομική κρίση)
Μιας και έχουμε φτάσει στο τέλος της δεκαετίας, αξίζει να επισημάνουμε το παράδοξο της όλης υπόθεσης. Η εγχώρια heavy rock σκηνή άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία από το 2008-9, ενώ παράλληλα εξελισσόταν η οικονομική κρίση, η οποία «ξέσπασε» παγκοσμίως το 2008 και έγινε ιδιαίτερα αισθητή στην Ελλάδα από το 2009 και μετά. Ενώ λοιπόν οι οικονομικοί πόροι περιορίζονταν για τους Έλληνες μουσικούς (και όχι μόνο, φυσικά), το επίπεδο των παραγωγών αλλά και των συναυλιών ανέβαινε κατακόρυφα και την ίδια στιγμή ο κόσμος που πήγαινε στα ανάλογα live αυξανόταν εντυπωσιακά! Σαφής εξήγηση για αυτό το γεγονός δεν υπάρχει, ίσως να οφείλεται σε απλή συγκυρία, ίσως πάλι οι δυσκολίες (οικονομικές και άλλες) να έκαναν τους μουσικούς να δρουν πιο συγκροτημένα και στοχευμένα, ενώ και οι ακροατές ίσως να αναζητούσαν πια κάτι πιο «τίμιο» σε σχέση με αυτό που κυριαρχούσε μουσικά τα πολλά προηγούμενα χρόνια (δεν χρειάζεται να το περιγράψουμε, το γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά). Όπως και να έχει, μέσα σε ένα ζοφερό περιβάλλον άνθισε κάτι ωραίο και αυτό από μόνο του είναι ιδιαίτερα ευχάριστο και ελπιδοφόρο.
Κείμενο – επιμέλεια αφιερώματος: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Cover Photo: Κωνσταντίνος Κανδυλιώτης