Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 2010
Από την άνοιξη του 2010 η χώρα άρχισε να κινείται στη δίνη μια σκληρής οικονομικής κρίσης, η οποία έμελλε να συνεχιστεί για σχεδόν όλη τη διάρκεια της δεκαετίας. Την ίδια στιγμή και ενάντια σε όλες τις δυσκολίες η εγχώρια heavy rock σκηνή αναπτυσσόταν με ταχύτατο ρυθμό και ζούσε στιγμές που ανάλογες τις δεν είχαν υπάρξει στο παρελθόν. Οι νέες κυκλοφορίες ήταν στην πλειοψηφία ποιοτικές, φρέσκες αξιόλογες μπάντες ξεπηδούσαν συνεχώς, ο κόσμος που πήγαινε στις συναυλίες αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο, σπουδαία ονόματα του χώρου έρχονταν από το εξωτερικό διαρκώς για live, ενώ τα ντόπια συγκροτήματα καλούνταν σε φεστιβάλ ανά την Ελλάδα για να παίξουν ζωντανά. Με λίγα λόγια η σκηνή είχε αποκτήσει μια δυναμική που δεν είχε ποτέ στο παρελθόν και παράλληλα ήταν από τις πλέον δραστήριες της χώρας.
Κινητήρια δύναμη για αυτή την εξέλιξη υπήρξε η τριάδα που ήδη είχε ξεχωρίσει από καιρό, ο λόγος φυσικά για τους Nightstalker, τους Planet of Zeus και τους 1000mods που κυριάρχησαν και καθόρισαν τη σκηνή. Το αξιοσημείωτο είναι πως η αποδοχή των τριών ονομάτων δεν περιορίστηκε στα στενά όρια της χώρας αλλά εξαπλώθηκε εκτός αυτής, με τις τρεις μπάντες να φιλοξενούνται στα μεγάλα heavy rock φεστιβάλ της Ευρώπης και να πραγματοποιούν συνεχείς περιοδείες στο εξωτερικό, φτάνοντας μέχρι την Αυστραλία (μόνο metal συγκροτήματα είχαν τέτοιες εμπειρίες κατά το παρελθόν).
Για τους αρχαιότερους όλων, Nightstalker, η δεκαετία του 2010 ήταν η πιο παραγωγική στη μακρόχρονη καριέρα τους. Κυκλοφόρησαν τρία άλμπουμ: Dead Rock Commandos (2012), As Above, So Below (2016) και Great Hallucinations (2019) και πραγματοποίησαν πολυάριθμες συναυλίες, περισσότερες από όσες είχαν κάνει ποτέ στο παρελθόν. Ανάμεσα σε αυτές, ξεχωρίζουμε το επετειακό live που διοργανώθηκε στο Gagarin το 2014 για να γιορταστούν τα 25 χρόνια πορείας του συγκροτήματος, με τη συμμετοχή πλήθους μουσικών της εγχώριας σκηνής (μάλιστα η συγκεκριμένη βραδιά αποτυπώθηκε σε DVD, το οποίο διανεμήθηκε μέσω του περιοδικού Metal Hammer).
Είναι χαρακτηριστικό πως η δημοφιλία του γκρουπ έφτασε σε τέτοια επίπεδα που μέχρι και tribute album ηχογραφήθηκε προς τιμήν του, γεγονός ασυνήθιστο, όπως και να το κάνουμε, για τα ελληνικά δεδομένα (κυκλοφόρησε το 2016, επίσης μέσω του Metal Hammer, με συμμετοχές από σχήματα όπως οι Headquake, Godsleep, Beggars και Ink). Από τις συνθέσεις αυτής περιόδου, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στο Children Of The Sun, το οποίο στην πράξη απέκτησε χαρακτήρα ύμνου της σκηνής, κάτι στο οποίο συνέβαλε φυσικά το συνοδευτικό βίντεο στο οποίο εμφανίζονταν σχεδόν άπαντες οι μουσικοί του χώρου. Για αρκετό καιρό μάλιστα είχε καθιερωθεί -κατ’ επιμονή του κόσμου- το κλείσιμο των συναυλιών τους να γίνεται με αυτό, ώστε να δημιουργείται ένα πανηγυρικό φινάλε.
Η δεκαετία του 2010 ήταν άκρως επιτυχημένη και για τους Planet of Zeus, οι οποίοι κεφαλαιοποίησαν τη δυναμική που είχαν αναπτύξει με το ντεμπούτο τους Eleven The Hard Way (2008), αξιοποιώντας στο έπακρο τις ζωντανές εμφανίσεις τους καθώς και τις επόμενες δισκογραφικές δουλειές τους. Το 2011 το συγκρότημα κυκλοφόρησε το άλμπουμ Macho Libre, το οποίο υπήρξε κομβικό για τη μετέπειτα πορεία του, μιας και έτυχε ευρείας αποδοχής. Τα Dawn of the Dead, Vanity Suit, The Ballad of Boston George και φυσικά το Leftovers αγαπήθηκαν πολύ από τον κόσμο και η παρουσία τους στα setlist των συναυλιών τους θεωρείται ακόμα επιβεβλημένη. Ακολούθησαν το επίσης πολύ δυνατό Vigilante (2014), το Loyal to the Pack (2016) το οποίο χαρακτηριζόταν από μια ξεκάθαρη hard rock κατεύθυνση και το πιο πρόσφατο Faith in Physics (2019), το οποίο εκδόθηκε από την Ιταλική Heavy Psych Sounds.
Ιδιαίτερη στιγμή για το γκρουπ υπήρξε η κυκλοφορία του διπλού ζωντανά ηχογραφημένου άλμπουμ Live In Athens (2018), στο οποίο καταγράφονταν μερικά χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από τις δυο sold out εμφανίσεις του στο Gagarin, την άνοιξη εκείνης της χρονιάς. Οι δυο αυτές συναυλίες είχαν εορταστικό χαρακτήρα και πραγματοποιήθηκαν με την αφορμή συμπλήρωσης δέκα χρόνων από την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους.
Όσο για τους τρίτους της παρέας, τους 1000mods, δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι ήταν μια δεκαετία απογείωσης. Ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα, όταν ξεκινούσαν, δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι μέσα σε λίγα χρόνια θα καταφέρουν τόσα πολλά πράγματα. Είναι αξιοσημείωτο πως το όνομα τους ήταν ήδη πολύ γνωστό, πριν καν κυκλοφορήσουν τον πρώτο τους δίσκο. Το Super Van Vacation κυκλοφόρησε τελικώς το 2011 και εκπλήρωσε τις υψηλές προσδοκίες που είχε δημιουργήσει το γκρουπ. Το LP περιείχε, μεταξύ άλλων, την εντυπωσιακή τριάδα Road to Burn – Vidage – Super Van Vacation, η οποία είναι ακόμα και σήμερα δύσκολο να προσεγγιστεί σε συνθετικό επίπεδο από τη μπάντα. Η ζωντανή παρουσίαση του άλμπουμ πραγματοποιήθηκε στο An, το οποίο γέμισε ασφυκτικά και ουσιαστικά κατέστησε σαφές πως το σχήμα προοριζόταν για πολύ μεγαλύτερους χώρους. Κάτι το οποίο έγινε πραγματικότητα το επόμενο διάστημα με εμφανίσεις σε venue όπως το Gagarin και το Academy (το οποίο μάλιστα και «εγκαινίασαν» το 2015) και σε αντίστοιχου μεγέθους χώρους.
Στο δισκογραφικό κομμάτι, οι 1000mods παρουσίασαν άλλα τρία full length album, το Vultures (2014) σε σαφώς πιο rock & roll στυλ, το πιο βαρύ Repeated Exposure To… (2016) και το ηχογραφημένο στο Σιάτλ Youth of Dissent (2020) το οποίο λόγω και της μουσικής ιστορίας της συγκεκριμένης πόλης έφερε μια ξεκάθαρη grunge ηχητική προσέγγιση. Επίσης, την επόμενη χρονιά από το ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε το EP Valley Of Sand (2012), το οποίο περιλάμβανε τη μακροσκελή ομώνυμη σύνθεση (με σαφείς αναφορές στους Colour Haze) καθώς και τρία κομμάτια από τον πρώτο τους δίσκο σε ζωντανή ηχογράφηση. Παράλληλα συνέχισαν να «οργώνουν» τη χώρα για συναυλίες, ενώ περιόδευσαν σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία! Μεταξύ των εγχώριων live, ξεχωρίζουμε την εμφάνιση τους στο γεμάτο Θέατρο Βράχων το 2018 και τη συμμετοχή τους στο Release Athens Festival 2019, όταν και έπαιξαν μετά τους Fu Manchu, ένα από τα πιο επιδραστικά για αυτούς συγκροτήματα, και πριν τους Alice in Chains, η μουσική επιρροή των οποίων φάνηκε στο Youth of Dissent, το οποίο ακολούθησε την επόμενη χρονιά.
Κι αν για τους Nightstalker, Planet of Zeus και 1000mods η εξέλιξη της πορείας τους μέσα σε αυτή τη δεκαετία ήταν ως ένα βαθμό αναμενόμενη, βάσει όσων είχαν προηγηθεί, η μεγάλη έκπληξη ήρθε από την περιφέρεια και συγκεκριμένα από τα Ιωάννινα. Ο λόγος φυσικά για τους Villagers of Ioannina City (ή για συντομία VIC), οι οποίοι εμφανίστηκαν σχεδόν από το πουθενά και προκάλεσαν τεράστιο θόρυβο. Το «σχεδόν» που προηγήθηκε, χρησιμοποιήθηκε σκόπιμα μιας και το γκρουπ είχε καταγράψει μια μικρή μεν, υπαρκτή δε, διαδρομή ήδη τα προηγούμενα χρόνια. Βεβαίως αυτή ελάχιστη σχέση είχε μουσικά με ό,τι ακολούθησε. Τo σχήμα – πρόδρομος τους ονομαζόταν V.I.C. Royal και ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Το 2000 συγκεκριμένα εμφανίζεται ένα ντέμο τους με τίτλο Human – Animal και το 2003 ο πρώτος και τελευταίος τους δίσκος To Be Continued… (μάλλον όχι και τόσο προφητικός τίτλος). Το εντελώς ακατέργαστο metal που παρουσίαζαν τότε ουδεμία συνάφεια θα είχε τελικά με τη μουσική που θα έπαιζαν στο μέλλον.
Πάντως τα τρία βασικά μέλη (σε κιθάρα – μπάσο – τύμπανα) που αποτελούσαν τον πυρήνα του γκρουπ συνέχισαν μαζί και δημιούργησαν το 2007 τους Villagers of Ioannina City. Το νέο σχήμα με εντελώς διαφοροποιημένο ήχο παρουσίασε το 2010 ένα promo – EP έξι κομματιών, που όμως ελάχιστοι ανακάλυψαν τότε. Το συγκεκριμένο EP έφτασε στα χέρια των περισσοτέρων εκ των υστέρων όταν κυκλοφόρησε με το περιοδικό Metal Hammer το 2015. Το σημαντικό βεβαίως ήταν πως τα συγκεκριμένα κομμάτια (επεξεργασμένα, έστω) αποτέλεσαν τη βάση για το ντεμπούτο τους Riza, το οποίο κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2014. Εδώ, στην αρχική τριάδα που προϋπήρχε από την εποχή των V.I.C. Royal (Αλέξης Καραμέτης, Άκης Ζώης, Άρης Γιαννόπουλος), προστέθηκε ο τρομερός κλαρινοπαίχτης Κωνσταντής Πιστιόλης, ο οποίος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στον ήχο που ακούμε στο δίσκο αλλά ακόμα περισσότερο στις συναυλίες, με αυτή την απρόσμενη μίξη heavy rock με κλαρίνο.
Το Riza περιελάμβανε ένα συνδυασμό διασκευών σε παραδοσιακά κομμάτια και πρωτότυπες συνθέσεις του γκρουπ. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό και η φήμη τους εξαπλώθηκε αστραπιαία στόμα με στόμα και όταν έφτασε η ώρα της ζωντανής παρουσίασης του στο club Koo Koo (μετέπειτα Temple) συνέρρευσε μεγάλο πλήθος, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια τεράστια ουρά και μερικές εκατοντάδες κόσμου να μην καταφέρουν να εισέλθουν στο χώρο λόγω περιορισμένης χωρητικότητας (το συμβάν δεν αποτελεί αστικό μύθο, ο γράφων ανήκει στους πολλούς που δεν κατάφεραν να μπουν τότε στο club). Η επόμενη εμφάνιση τους έλαβε χώρα στο πολύ μεγαλύτερο Fuzz Club, έγινε κι αυτή sold out και εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο γλέντι. Τα επόμενα χρόνια θα εμφανίζονταν σε μεγάλους χώρους, είτε κλειστούς είτε ανοιχτούς, με πιο αξιομνημόνευτες συναυλίες αυτή στην Τεχνόπολη τον Σεπτέμβριο του 2015 (τη βραδιά είχαν ανοίξει οι διαχρονικοί Vavoura Band) και την αντίστοιχη του Σεπτεμβρίου του 2019 στο Θέατρο Βράχων, όπου και παρουσίασαν το δεύτερο δίσκο τους Age of Aquarius.
Μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους και τη σαρωτική επιτυχία των live τους, οι προσδοκίες για την επόμενη δουλειά τους έφταναν στα ύψη. Ωστόσο χρειάστηκε αρκετός χρόνος για να ακούσουμε τον διάδοχο του Riza, μιας και ήρθε μετά από πέντε και πλέον χρόνια. Στο ενδιάμεσο το γκρουπ κυκλοφόρησε -το 2014, επίσης- το EP Zvara/Karakolia (δυο κομμάτια που παραδοσιακά προκαλούν χαμό στις συναυλίες του), διασκεύασε το Lex Talionis των Rotting Christ για ένα tribute album στο ιστορικό black metal συγκρότημα που επιμελήθηκε το Metal Hammer το 2016 και συνεργάστηκε με την πολυσυλλεκτική μπάντα Tau στο κομμάτι Wakey Wakey (υπάρχει στη συλλογή The Sun The Moon The Mountain: A Passage Through Greek Psychedelia του 2017).
Το Age of Aquarius κινείται σε μια αρκετά διαφοροποιημένη λογική, αφήνοντας στο background τον παραδοσιακό ήχο, και εστιάζοντας κυρίως στις heavy ψυχεδελικές αναφορές του γκρουπ, με εμφανείς επιρροές τόσο από αμερικάνικα σχήματα (Kyuss/ QOTSA) όσο και ευρωπαϊκά (Colour Haze, My Sleeping Karma), με το αποτέλεσμα να είναι ομολογουμένως απολαυστικότατο. Αξίζει να αναφερθεί πως ο δίσκος τελικά κυκλοφόρησε σε φυσική μορφή (την άνοιξη του 2020) από το γνωστό ευρωπαϊκό label Napalm Records (στο ρόστερ του θα βρείτε σπουδαία ονόματα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού) δείγμα της δυναμικής που είχαν αποκτήσει οι VIC.
Κείμενο – επιμέλεια αφιερώματος: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Cover Photo: Κωνσταντίνος Κανδυλιώτης