Γυναικείες Φωνές
Δεν θα πρωτοτυπήσουμε αν πούμε ότι το heavy rock είναι ένας κατά βάση ανδροκρατούμενος χώρος, είναι κοινή διαπίστωση άλλωστε. Ωστόσο αρκετά συχνά οι εξαιρέσεις είναι που κάνουν ακόμα πιο ενδιαφέρουσα μια σκηνή. Θα ήταν σφάλμα να παραλείψουμε να αναφέρουμε πως τη συγκεκριμένη δεκαετία έτεινε να γίνει τάση οι μπάντες με γυναίκες στα φωνητικά (χαρακτηριστικότερη περίπτωση οι Blues Pills από τη Σουηδία). Αντίστοιχα παραδείγματα βεβαίως καταγράφηκαν και στη χώρα μας και νομίζω αξίζει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο αφιερωμένο σε αυτές τις περιπτώσεις.
Δεν θα μπορούσαμε παρά να ξεκινήσουμε με τους Ludmila, για πολλούς λόγους. Πέρα από ότι υπήρξαν ένα από τα παλαιότερα εγχώρια heavy rock σχήματα με γυναίκα στα φωνητικά (ξεκίνησαν το 2002), είναι άξιο αναφοράς ότι προέκυψαν από τις στάχτες τους σπουδαίου ροκ γκρουπ Make Believe, με την τραγουδίστρια τους Φλώρα Ιωαννίδη να αποτελεί μια από τις ικανότερες και προικισμένες παρουσίες της σκηνής. Μάλιστα στο ενεργητικό τους καταγράφεται κάτι που δύσκολα μπορεί να έχει υπάρξει αντίστοιχο του διεθνώς: κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα το ντεμπούτο και το δεύτερο δίσκο τους!
Όπως αρκετά από τα ονόματα στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, οι πρώτες ηχογραφημένες συνθέσεις των Ludmila εντοπίζονται σε συλλογές της Spinalonga. Το πρώτο άλμπουμ της μπάντας Hjärt – och ηχογραφήθηκε το 2008 όμως έμελλε να μείνει στα συρτάρια, για διάφορους λόγους, για αρκετά χρόνια. Ο δεύτερος δίσκος τους με τίτλο Sudden ηχογραφήθηκε το 2015 και χάρη στο ενδιαφέρον της καλής εταιρίας Labyrinth of Thought κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά σε μια θαυμάσια συσκευασία βινυλίου – CD, στην οποία περιλαμβανόταν και το ντεμπούτο τους, Hjärt – och, που μέχρι τότε δεν είχε δει το φως της δημοσιότητας. Κάπως έτσι πραγματοποίησαν το παράδοξο και πρωτότυπο κατόρθωμα που, όπως προαναφέραμε, δύσκολα μπορεί να έχει επαναληφθεί από οποιοδήποτε άλλο συγκρότημα. Μουσικά οι Ludmila κινούνται με ευκολία από τις παρυφές του alternative rock μέχρι το βαρύ και τραχύ rock, διανθισμένο πάντα με τα υπέροχα φωνητικά της Φλώρας Ιωαννίδη. Ως προς τα live, το σχήμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακριβοθώρητο μιας και οι εμφανίσεις τους ήταν ιδιαίτερα αραιές (μέχρι να εκλείψουν), κάτι που τις καθιστούσε αυτομάτως και ξεχωριστές για τους φίλους τους.
Το 2010 ξεκίνησαν τη διαδρομή τους οι Puta Volcano, ένα ακόμα γκρουπ με γυναικεία φωνητικά. Την επόμενη κιόλας χρονιά το σχήμα παρουσίασε την πρώτη του κυκλοφορία, το mini album Represent Victory Below Eye, την παραγωγή του οποίου είχε επιμεληθεί ο σπουδαίος -μακαρίτης πια- Chris Tsangarides (μια ματιά στο βιογραφικό του αρκεί για να προκαλέσει δέος). Το 2015 η μπάντα επιστρέφει με το εντυπωσιακό LP The Sun, το οποίο τους καθιερώνει ως ένα από τα ποιοτικότερα ονόματα της εγχώριας heavy rock σκηνής. Ακολούθως οι Puta Volcano εργάστηκαν μεθοδικά για το επόμενο πόνημα τους, το οποίο κυκλοφόρησε το 2017 υπό τον τίτλο Harmony Of Spheres. Σε αυτό αποκρυσταλλώνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο ήχος στον οποίο δούλευαν όλα αυτά τα χρόνια. Οι συμπαγείς κιθάρες, τα εκρηκτικά riff και τα ψυχωμένα φωνητικά της Άννας Παπαθανασίου (ή Luna Stoner, επί το καλλιτεχνικό) συγκροτούν τον πυρήνα της μουσικής τους, η οποία έχει ως βάση το heavy rock αλλά ενσωματώνει παράλληλα τις ξεκάθαρες αναφορές τους από τη grunge σκηνή (παρεμπιπτόντως, οι ίδιοι αποκαλούν τη μουσική τους volcanic rock). Στα παραπάνω προσθέστε τις γεμάτες ένταση και νεύρο ζωντανές εμφανίσεις τους (είτε σε μικρά club είτε σε μεγάλα φεστιβάλ σαν το Rockwave και το Release) και έχετε την πλήρη εικόνα ενός πραγματικά θαυμάσιου σχήματος. Κακά τα ψέματα η παρουσία τους προσέφερε μια αύρα ανανέωσης στην εγχώρια heavy rock σκηνή, η οποία μέχρι τότε ανδροκρατούταν σε απόλυτο βαθμό και τα συγκρότημα με frontwoman αντιμετωπίζονταν ως εξωτικά φρούτα. Η τέταρτη κυκλοφορία τους ήρθε την άνοιξη του 2020, οπότε και παρουσίασαν το νέο τους πόνημα AMMA. Ηχητικά αυτό ακολουθεί πιστά το ύφος του πολύ πετυχημένου Harmony Of Spheres, πράγμα λογικό κι αναμενόμενο με βάση την αποδοχή που έτυχε το δεύτερο.
Η εικόνα που περιγράψαμε παραπάνω έμελλε να αλλάξει σε σημαντικό βαθμό τα επόμενα χρόνια με συνεχείς προσθήκες γκρουπ που ακολουθούσαν το παράδειγμα των Puta Volcano. Μια εξαιρετική περίπτωση αποτελούν οι Road Miles, οι συνθέσεις των οποίων χαρακτηρίζονται από τα εξαίσια φωνητικά της Αφροδίτης Ταβουλάρη. Η πρώτη τους εμφάνιση έγινε με το EP τριών κομματιών Hues of Grit το οποίο ανέβηκε στο bandcamp (σημαντικό εργαλείο για όλα τα συγκροτήματα) στις αρχές τους 2015, για να ακολουθήσει στο τέλος της ίδιας χρονιάς το full length ντεμπούτο τους Gold and Shadows. Ακριβώς δυο χρόνια αργότερα επανήλθαν με το έξοχο Ballads for the Wasteland, το οποίο ακουγόταν σαν να φτιάχτηκε στη μέση της ερήμου. Ως προάγγελος της συγκεκριμένης κυκλοφορίας λειτούργησε η συμμετοχή τους, λίγους μήνες νωρίτερα, στη συλλογή The Sun The Moon The Mountain: A Passage Through Greek Psychedelia, στην οποία συνεισέφεραν το κομμάτι 600 Miles. Ηχητικά οι Road Miles διαφοροποιούνται σημαντικά από την πλειοψηφία των συγκροτημάτων της σκηνής, καθώς ναι μεν έχουν ως υπόβαθρο το heavy rock αλλά καθοριστικό ρόλο στη μουσική τους κατέχουν τα blues. Τα live της μπάντας ήταν μάλλον σπάνια, μιας και η γεωγραφική απόστασηχώριζε τα μέλη τους (με την Αθήνα και τα Χανιά, να αποτελούν τους τόπους διαμονής), όμως υπήρξαν αξιομνημόνευτα, κυρίως για τη μυσταγωγική ατμόσφαιρα τους. Τέλος στο σχήμα πρέπει να πιστωθεί μια από τις πιο περιπετειώδεις συνθέσεις των τελευταίων χρόνων, το καθηλωτικό William Blake από το ντεμπούτο του.
Μέσα στον καταιγισμό των νέων σχημάτων που ξεπετάγονταν συνεχώς στη σκηνή, ειδικά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2010, ξεχωρίσαμε και την παρουσία των Αθηναίων Godsleep. Ανήκουν κι αυτοί στα συγκροτήματα που ξεκίνησαν το 2010 και μια πενταετία αργότερα κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους Thousand Sons Of Sleep κι αφού προηγουμένως είχαν δοκιμάσεις πολλάκις τις δυνάμεις τους και το υλικό τους στις εγχώριες σκηνές. Κι ενώ αναμέναμε το δεύτερο βήμα τους με αρκετό ενδιαφέρον, ο τραγουδιστής τους Κώστας αποχώρησε και η μπάντα άρχισε την αναζήτηση αντικαταστάτη για να καταλήξει τελικά στην Amie (κάπως έτσι εξηγείται και η παρουσία του γκρουπ σε αυτό το σημείο του κειμένου). Ο δεύτερος δίσκος τους, με το ανανεωμένο line up, κυκλοφόρησε τελικά το 2018 και έφερε τον τίτλο Coming Of Age. Όντως σε αυτό η μπάντα ακούγεται πιο ώριμη και κατασταλαγμένη, προσπαθώντας ταυτόχρονα να εμπλουτίσει την παλέτα των ήχων σε σχέση με το ντεμπούτο. Το άλμπουμ αυτό αποτέλεσε το «διαβατήριο» για πολλά εγχώρια φεστιβάλ καθώς και αρκετά του εξωτερικού.
Η σκηνή της Θεσσαλονίκη
Η Θεσσαλονίκη ανέκαθεν είχε τη φήμη πόλης που ευνοεί τις μουσικές απόπειρες και τις προσπάθειες δημιουργίας τοπικής σκηνής. Ίσως οι μικρότερες αποστάσεις σε σχέση με την πρωτεύουσα και η ευκολότερη αλληλεπίδραση μεταξύ μουσικών και συγκροτημάτων, με ό,τι θετικό αυτό συνεπάγεται, κατέστησαν την πόλη προσφορότερο έδαφος για τη μουσική δημιουργία πολλάκις στο παρελθόν. Και αν έπρεπε να φέρουμε ένα παράδειγμα, το πιο χαρακτηριστικό θα ήταν η περίφημη ελληνόφωνη σκηνή των ‘90s με πρωταγωνιστές γκρουπ όπως οι Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά, που έκαναν πραγματικά θραύση.
Στη δεκαετία του 2010 σχηματίστηκε στην πόλη μια μικρή αλλά δραστήρια heavy rock σκηνή, με βασικό πυλώνα το σχήμα των Naxatras. Το trio δημιουργήθηκε το 2012 και αρχικά έγινε γνωστό σταδιακά στους κύκλους των φίλων του ήχου (και πάλι το internet έπαιξε καταλυτικό ρόλο), πριν καθιερωθεί ως ένα από τα πιο δυναμικά και δημοφιλή ονόματα στης εγχώριας σκηνής. Οι Naxatras μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει τρία LP που ακολουθούν τη λατινική αρίθμηση (α λα Led Zeppelin) καθώς και ένα EP (2016). Στις κυκλοφορίες τους δείχνουν μια σαφή προτίμηση στις μακροσκελείς ψυχεδελικές συνθέσεις, ενώ στις ηχογραφήσεις παραμένουν πιστοί στην αναλογική τεχνολογία.
Πολύ γρήγορα κατάφεραν κι αυτοί να κάνουν το άλμα από τους μικρούς στους -κατά πολύ- μεγαλύτερους χώρους και σύντομα ακολούθησαν το δρόμο για τα ευρωπαϊκά φεστιβάλ και τουρ. Η πρώτη μεγάλη headline εμφάνιση τους πραγματοποιήθηκε στο Gagarin το 2018, έγινε sold out και μάλιστα ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε σε CD ως Live Rituals At Gagarin 205 μέσω του Metal Hammer. Εδώ απλώς να σημειώσουμε παρενθετικά πως το μακροβιότερο metal έντυπο της χώρας βλέποντας την ανταπόκριση της οποίας τύγχανε το heavy rock τη δεκαετία των 10s παραχώρησε αρκετό χώρο στο συγκεκριμένο είδος, κάτι που δεν θα συνέβαινε τόσο εύκολα στο παρελθόν (παρεμπιπτόντως οι Naxatras είχαν συνεργαστεί ξανά με το περιοδικό για τις ανάγκες ενός ελληνικού tribute στους Black Sabbath, το οποίο διανεμήθηκε το 2017 και περιελάμβανε μια δική τους εκδοχή στο κλασικό Planet Caravan). Αξιοσημείωτο επίσης πως μια σύνθεση της μπάντας περιλήφθηκε στην καταπληκτική αμερικάνικη συλλογή Space Rock: An Interstellar Traveler’s Guide του 2016.
Λίγα χρόνια νωρίτερα (συγκεκριμένα το 2009) δημιουργήθηκαν στην ίδια πόλη οι This Is Nowhere. Η εμφάνιση τους στη δισκογραφία συνοδεύτηκε από την κυκλοφορία δύο βινυλίων (το συγκεκριμένο format είχε επιστρέψει στο μεταξύ για τα καλά στο προσκήνιο, αν και το cd και το mp3 εξακολουθούσαν να αποτελούν πιο εύκολα προσβάσιμα μέσα ακρόασης μουσικής), αρχικά του 7ιντσου Perfect Helpless / Wilderness (Part 2) το 2011 και την επόμενη χρονιά ενός split με τους De Sades. Η ώρα για το ντεμπούτο τους έφτασε τελικά το 2014, με το Turn On / Tune Down / Drop D να κυκλοφορεί από τη Γερμανική Nasoni Records. Για λογαριασμό της ίδιας εταιρίας ηχογραφήθηκε και ο δεύτερος δίσκος του γκρουπ που έφερε τον τίτλο Music To Relapse (2015). Ο ήχος που παρουσιάζουν στις δυο αυτές δουλειές στηρίζεται στο heavy rock (πιο κοντά ίσως σε αυτό που λέμε desert rock), το οποίο εμπλουτίζεται με γερές δόσεις ψυχεδέλειας αλλά και garage rock. Η επόμενη κυκλοφορία των This Is Nowhere θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εντελώς απρόσμενη καθώς ήταν μια ζωντανή ηχογράφηση του αριστουργήματος White Light/White Heat των Velvet Underground. Η μπάντα είχε αποδώσει live το album στην ολότητα του κατά τη διάρκεια μιας εμφάνισης τους σε τοπικό club το 2014 και έλαβε μορφή επίσημης κυκλοφορίας δύο χρόνια αργότερα στο πλαίσιο της Record Store Day 2016. Ένα οπωσδήποτε θαρραλέο και αξιοπρόσεκτο εγχείρημα για τα ελληνικά δεδομένα. Μετά από λίγα χρόνια σιωπής το σχήμα επέστρεψε το 2020 με την τρίτη full length κυκλοφορία τους, το εξαιρετικό Grim Pop, το οποίο πιθανότατα αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη ηχογράφηση του μέχρι στιγμής.
Ένα Θεσσαλονικιώτικο σχήμα που σίγουρα θα ξεχωρίζαμε για αρκετούς λόγους είναι οι Instant Boner. Ο βασικός λόγος έχει να κάνει με το ότι το γκρουπ «τόλμησε» να προσθέσει στη μουσική του σαξόφωνο! Σε ένα μουσικό είδος κατά βάση μονολιθικό όπως το heavy rock, η προσθήκη ενός οργάνου που προσφέρει τόση ελευθερία και τόσες δυνατότητες είναι σίγουρα αν μη τι άλλο μια πρωτότυπη κίνηση. Η μπάντα μας συστήθηκε αρχικά με το EP Perfect Sunday του 2014 (το οποίο είχε αρχίσει να δουλεύει από την προηγούμενη χρονιά, οπότε και συστάθηκε). Η συνέχεια περιελάμβανε άλλο ένα EP, το Outburst του 2016, ένα ακόμα πιο εντυπωσιακό δείγμα της δουλειάς τους, αυτής της ιδιότυπης μίξης ατόφιου heavy rock με jazz χρώματα λόγω σαξοφώνου (στο συγκεκριμένο EP υπάρχει και το Foxy Lady του Hendrix, όπως το φαντάστηκε το γκρουπ). Κι ενώ όλα έδειχναν πως το σχήμα θα εξελιχθεί στο next big thing της σκηνής η αποχώρηση του frontman και η αντικατάσταση του αργότερα από μια νέα τραγουδίστρια πήγαν πίσω το όλο εγχείρημα με αποτέλεσμα το πρώτο full length album τους (High Place Phenomenon) να εμφανιστεί τον Σεπτέμβριο του 2020, μετά από αρκετή αναμονή. Στο ενδιάμεσο, η μοναδική νέα σύνθεση που είχαν παρουσιάσει ήταν το single Misfits, το οποίο δεν περιλήφθηκε τελικά στο ντεμπούτο τους.
Περιφέρεια
Το εντυπωσιακό της όλης υπόθεσης είναι πως πέραν των δυο μεγάλων αστικών κέντρων (Αθήνα – Θεσσαλονίκη) άρχισαν να ξεπηδούν συνεχώς νέα heavy rock συγκροτήματα σε όλη την περιφέρεια, από την Κρήτη ως την Ξάνθη. Το συγκεκριμένο είδος πιθανότατα είχε τη μεγαλύτερη διείσδυση στη νεολαία μαζί με το χιπ χοπ (το οποίο περιέργως αύξανε σταδιακά τη δημοφιλία του) τη συγκεκριμένη δεκαετία. Το σημαντικότερο βέβαια ήταν πως αρκετά από τα γκρουπ αυτά ήταν ποιοτικότατα και δεν αντιμετωπίζονταν ως «φτωχοί συγγενείς» της σκηνής.
Πέρα από τα δυο πιο «χτυπητά» παραδείγματα, στα οποία αναφερθήκαμε αναλυτικά παραπάνω, αυτά των 1000mods από το Χιλιομόδι Κορινθίας και των V.I.C. από τα Ιωάννινα, η σπουδαιότερη περίπτωση υπήρξαν οι Tuber από τις Σέρρες. Το σχήμα συστάθηκε το 2010 και την ίδια χρονιά πραγματοποίησε τις πρώτες ηχογραφήσεις του. Η ακρόαση κάποιων εκ των συνθέσεων του πρώτου EP τους (2010) ήταν αποκαλυπτική, είχαμε ανακαλύψει ένα μικρό θησαυρό! Κομμάτια όπως Smoked Up Notes και Sex and Depression, προσέφεραν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Έφεραν ένα ήχο που ταίριαζε άψογα τις post rock φόρμες με τα heavy rock riffs σε ένα συνδυασμό που μόνο αδιάφορο δεν άφηνε τον ακροατή. Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους Desert Overcrowded (2013), όσα θετικά γνωρίσματα είχαμε διαβλέψει σε αυτούς επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά. Ο δίσκος αποτελούσε μια από τις πιο ολοκληρωμένες εγχώριες δουλειές στο συγκεκριμένο είδος. Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν παρουσίασαν το LP Out Of The Blue, όχι μόνο διατήρησαν την ποιότητα ψηλά αλλά φρόντισαν να ανανεώσουν αρκετά τον ήχο τους. Στα post rock ηχοτοπία και τις heavy rock κιθάρες ήρθαν να προστεθούν τα ηλεκτρονικά στοιχεία για να κάνουν το σύνολο ακόμα πιο συναρπαστικό.
Όπως ήταν αναμενόμενο και με τη σημαντική βοήθεια του internet (μουσικά blog, Facebook group, YouTube κανάλια κτλ) η μουσική τους ταξίδεψε γρήγορα στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν σύντομα ευρωπαϊκές περιοδείες και εμφανίσεις σε σημαντικά φεστιβάλ του είδους. Μάλιστα η συμμετοχή τους σε ένα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά heavy rock φεστιβάλ, το Freak Valley στη Γερμανία, ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε σε LP το 2016. Όλες οι μέχρι στιγμής κυκλοφορίες της μπάντας είναι εξαιρετικές και τις προτείνουμε ενθέρμως. Οι Tuber αποτελούν ένα διαμαντάκι για την εγχώρια σκηνή και ελπίζουμε να συνεχίσουν να παράγουν σπουδαίες μουσικές και στο μέλλον.
Οι Birthday Kicks από τη Λάρισα έχουν πίσω τους τη δική τους ξεχωριστή ιστορία. Κάποτε στα ’90s υπήρχε ένα καλό ελληνόφωνο γκρουπ που λεγόταν Οι Φόβοι του Πρίγκηπα, που μετά από τέσσερις κυκλοφορίες διαλύθηκε στις αρχές των ‘00s και τρία από τα μέλη του σχημάτισαν το συγκρότημα Action Ladies (με στίχο πλέον αγγλικό και ήχο κοντά στο heavy rock), ενώ ο τραγουδιστής τους Ανδρέας Αλμπάνης αρκετά αργότερα (το 2010) σχημάτισε το trio των Birthday Kicks. Η πρώτη κυκλοφορία της νέας μπάντας του ήρθε το 2014 με το 7ιντσο Gotta Believe το οποίο περιείχε ως πρώτη πλευρά το Dressed In Black Priest και στη δεύτερη μια διασκευή στο Personal Jesus των Depeche Mode. Δυο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους Black Echo Trap το οποίο περιείχε οκτώ συνθέσεις (εκ των οποίων τρεις διασκευές, μια από αυτές σε κομμάτι των Jesus and Mary Chain!). Το συναρπαστικό στην περίπτωση τους είναι πως «παντρεύουν» το heavy rock με το rock & roll και το garage με τρόπο απολαυστικό. Το 2016 επίσης κυκλοφόρησαν ένα 7ιντσο split με τους συντοπίτες τους Screaming Dead Balloons όπου στη δική τους πλευρά επέλεξαν να διασκευάσουν τον ύμνο She Talks to Rainbows των Ramones (από τις επιλογές και μόνο των διασκευών αντιλαμβανόμαστε το ευρύ μουσικό πεδίο της μπάντας). Σε μια εποχή που το heavy rock μοιάζει περιχαρακωμένο σε στενά πλαίσια, η παρουσία σχημάτων σαν τους Birthday Kicks που αντιμετωπίζουν τη μουσική με ανοιχτόμυαλη προσέγγιση, είναι σαφώς πολύτιμη.
Εδώ θα ήταν σκόπιμο να κάνουμε μια παρένθεση και να αναφερθούμε σε μερικά ονόματα από την Κύπρο έστω κι αν τυπικά δεν ανήκουν στην εγχώρια σκηνή. Η μαζική επιτυχία που γνώρισε ο ήχος στην Ελλάδα ήταν λογικό να επηρεάσει σταδιακά και τα γκρουπ με καταγωγή από τη μεγαλόνησο με αποτέλεσμα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’10 να εμφανιστούν μερικά αξιόλογα σχήματα. Πρώτο από αυτά οι θαυμάσιοι Arcadian Child, που ξεκίνησαν κάπου στο 2013 στη Λεμεσό και αφού αναζήτησαν τον ήχο που τους ταίριαζε καθώς και το κατάλληλο όνομα, κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους Afterglow το 2017. Ο δίσκος προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση χάρη και στην ψυχεδελική και κάπως γκαραζίστικη αισθητική του και το όνομα τους έγινε σύντομα γνωστό τόσο στο νησί τους, όσο και στη χώρα μας αλλά και το εξωτερικό. Χωρίς καθυστέρηση την επόμενη χρονιά παρουσίασαν το δεύτερο LP τους Superfonica, το οποίο φανέρωνε ακόμα πιο ξεκάθαρα τα προσόντα της μπάντας. Μάλιστα είχαμε τη δυνατότητα να τους δούμε live εκείνη την περίοδο στο πλαίσιο μιας ελληνικής περιοδείας τους, όπου και διαπιστώσαμε πως και στο κομμάτι των ζωντανών εμφανίσεων κινούνται σε ψηλά ποιοτικά επίπεδα. Όσοι πάλι δεν είχαν την τύχη να τους απολαύσουν ζωντανά κάποια στιγμή, έχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουν την εκτελεστική αρτιότητα τους μέσω του ζωντανά ηχογραφημένου άλμπουμ From Far, for the Wild (Live in Linz), το οποίο κυκλοφόρησε στις αρχές τους 2020 μέσω bandcamp. Πέραν των άλλων, οι Arcadian Child διακρίνονται και για την εργατικότητα τους, καθώς προχώρησαν τάχιστα και στο επόμενο βήμα τους, το τρίτο τους άλμπουμ, με τίτλο Protopsycho (επίσης κυκλοφορία του 2020), το οποίο, όπως και ο προκάτοχος του, εκδόθηκε από αμερικάνικο label.
Oι Isla Fortuna από τη Λάρνακα σχηματίστηκαν το 2013 και το 2018 κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους Verity. Ηχητικά κινούνται κι αυτοί σε heavy rock μονοπάτια, με κάποιες δόσεις ψυχεδέλειας και μερικές ανατολίτικες αναφορές στις κιθάρες. Λίγο αργότερα δημιουργήθηκαν στη Λευκωσία οι Stonus (2015). Η μπάντα ηχογράφησε δυο EP (Supertrip – 2017 και Lunar Eclipse – 2018) πριν παρουσιάσει στις αρχές του 2020 το ντεμπούτο LP Aphasia (ηχογραφήθηκε στην Κόρινθο και κυκλοφόρησε από την ιταλική Electric Valley Records). Κι αυτοί με τη σειρά τους έχουν επηρεαστεί από τα κλασικά σχήματα του ήχου αλλά και από ελληνικά γκρουπ με πρώτους και καλύτερους τους Nightstalker (αν ακούσετε τα φωνητικά στα κομμάτια τους σίγουρα θα σας έρθει στο νου ο Argy). Το ελπιδοφόρο είναι πως πέρα από τα τρία ονόματα που αναφέραμε παραπάνω υπάρχουν κι άλλα γκρουπ που ακολουθούν από πίσω και ευελπιστούμε να καταφέρουν κάποια αυτά να κάνουν κάτι αξιοπρόσεκτο.
Κείμενο – επιμέλεια αφιερώματος: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Cover Photo: Κωνσταντίνος Κανδυλιώτης