Sun Of Nothing – Maze (Venerate Industries, 2024)
Όταν πριν από λίγες βδομάδες ανακοινώθηκε η δισκογραφική επιστροφή των Sun Of Nothing, δημιουργήθηκε μια άνευ προηγουμένου προσμονή, αλλά και νοσταλγία για τα εφηβικά μας χρόνια που επρόκειτο να αναβιώσουν. Δεν συζητάμε φυσικά για την επιτυχία του νέου δίσκου, αυτή θεωρούταν δεδομένη. Για αυτό και το παρόν κείμενο θα μπορούσε να τελειώσει εδώ, με τρεις ακόμα λέξεις: σκοτάδι, επιθετικότητα, χρονομηχανή. Είναι τέτοιος ο ενθουσιασμός όμως που δεν με αφήνει να μείνω σε μια τέτοια λακωνική προσέγγιση. Ένας ενθουσιασμός που ξεκίνησε πριν από έναν περίπου χρόνο, εκεί στα τέλη του 2022, όταν η αγαπητή Venerate Industries διοργάνωσε ένα εξαιρετικό φεστιβάλ, με μερικά από τα πιο δυνατά ονόματα του ακραίου εγχώριου ήχου, headliners του οποίου, έστω και συμβολικά, ήταν οι Sun Of Nothing. Εκείνη τη βραδιά το συγκρότημα μετρήθηκε με την ιστορία του και είμαι σίγουρος ότι έθεσε τα θεμέλια της επιστροφής του. Το Maze έχει όλα αυτά τα κλισέ στοιχεία που μπορούν να γραφτούν σε ένα κείμενο. Ωριμότητα, ακρότητα, φρεσκάδα και άλλες τέτοιες αναφορές που καθιστούν την προσέγγιση του δίσκου βαρετή. Ναι, μπορεί να λείπει το πλήθος των ακραίων φωνητικών που συναντάμε στις πρώτες κυκλοφορίες, ή τα riffs να είναι πιο sludgy, αλλά από την πρώτη κιόλας ακρόαση ο ήχος κραυγάζει Sun Of Nothing, ενώ η ατμόσφαιρα παραμένει το ίδιο ασφυκτικά αποπνικτική. Εσωστρεφής και στριφνός δίσκος, που βρίσκει γρήγορα ρυθμό στην ακρόαση και δύσκολα απομακρύνεσαι από τα ηχεία. Η οπτικοποίηση του μέσω του “Ghost” νομίζω ότι ολοκληρώνει την επαφή ακροατή και συγκροτήματος. Αν δεν γίνει κάτι συγκλονιστικό στη χρονιά που διανύουμε, νομίζω ότι ο δίσκος θέτει την υποψηφιότητα για μία από τις καλύτερες εγχώριες κυκλοφορίες!
Νίκος Ζέρης
Κωνσταντής Πιστιόλης – Ξενιτεμένα (Arbor Cultus, 2023)
Ένας βαθύς αχός κατεβαίνει από τις ψηλές κορφές της Πίνδου. Από την Τύμφη και τα Τζουμέρκα έως τα Αθαμάνια και τον Τυμφρηστό, όπου κάθε βουνό και έθνος, κάθε χωριό και άλλος θεός, πλανάται μια μουσική παράδοση που ενώνει ανθρώπους, ήθη και έθιμα μέσα στους αιώνες. Αυτή την απόκρυφη γνώση, την ουσία της οποίας μετέχεις μόνο αν είσαι αυτόπτης μάρτυράς της, αποφασίζει ο αγαπητός Κωνσταντής Πιστιόλης να την μεταλαμπαδεύσει με έναν τρόπο άυλο και απρόσωπο, όμως τόσο ζωντανό και παραστατικό. Αν ψάχνει κανείς ηλεκτρικές εντάσεις στη νέα προσωπική δουλειά του σπουδαίου αυτού κλαρινίστα και πολυοργανίστα, τότε δυστυχώς θα απογοητευτεί. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού αυτή η ενέργεια εκτονώνεται στους VIC. Αυτό που επιχειρεί εδώ ο Πιστιόλης είναι να παντρέψει το παραδοσιακό ηπειρώτικο τραγούδι με σύγχρονες ambient και jazz μουσικές. Όσοι είχατε παρακολουθήσει μια πρώτη απόπειρα () στο πειραματικό στούντιο του Θανάση Παπακωνσταντίνου “Αχός”, όπου έχουν φιλοξενηθεί πλείστοι εξαιρετικοί μουσικοί, μάλλον ξέρετε πολύ καλά τι να περιμένετε. Διότι ακριβώς αυτό κάνει ο Κωνσταντής, συνταιριάζει το αστείρευτο ταλέντο και την σύγχρονη αισθητική που οφείλει να έχει κάθε καλλιτέχνης, με την σκληρή δουλειά και το παραδοσιακό μεράκι για ένα άρτιο μουσικά αποτέλεσμα. Ιδανικό παράδειγμα το κομμάτι “Παναγιώ” όπου παντρεύονται οι ήχοι του κλαρίνου, με αυτούς της τρομπέτας και του handpan. Θα μπορούσε να είναι και ένα ανέκδοτο, όπου ένας Ηπειρώτης, ένας Τζαζίστας και ένας Γιόγκι μπαίνουν σε ένα μπαρ. Αλλά όχι. Το αποτέλεσμα είναι άρτιο. Και με τον ίδιο τρόπο ξεδιπλώνονται όλα τα υπόλοιπα κομμάτια, άλλες φορές με περισσότερη δόση παράδοσης και άλλες όχι. Που βρίσκεται όμως χώρος για την σόλο δουλειά του Κωνσταντή όταν γύρω μας έχουμε τόσα σχήματα που προσθέτουν folk επιρροές στην μουσική τους; Για τους λάτρεις του ηλεκτρικού ήχου, που έχουν συνηθίσει στους VIC και τους ΘΡΑΞ ΠΑΝΚC, το Ξενιτεμένα είναι αφορμή ώστε να διευρυνθεί το φάσμα των ακουσμάτων τους, ενώ όσοι βρίσκονται στην πλευρά της folk είναι πλέον ο καιρός να στρέψουν την πυξίδα τους πιο νότια. Είναι απορίας άξιο πως έχει κατακλύσει την μουσική βιομηχανία το nordic στοιχείο στη neo folk, ενώ το βαλκανικό/ανατολίτικο θεωρείται απλά “εξωτικό”. Στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον μια ακρόαση του Ξενιτεμένα καθίσταται επιβεβλημένη, ιδιαίτερα από όλους εκείνους που θεωρούν τους εαυτούς τους ανέτοιμους για κάτι τέτοιο.
Νίκος Ζέρης
Autumn Machinery – Never Looked so Good (Self Release, 2024)
Κάθε φορά που έρχεται η στιγμή να ασχοληθούμε με κάποιο δίσκο που ταξινομείται κάτω από τον γενικό όρο “post rock” εμφανίζεται αυτομάτως ένα αίσθημα αμηχανίας. Ο λόγος είναι πως έχοντας λατρέψει παράφορα το συγκεκριμένο μουσικό στυλ, νιώθουμε μεγάλη απογοήτευση για το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει εδώ και αμέτρητα χρόνια. Ωστόσο εξακολουθούμε να αναζητούμε πεισματικά κάποια σχετική κυκλοφορία που θα μας προσελκύσει το ενδιαφέρον. Κάπως έτσι συνέβη με τη νέα δουλειά των Autumn Machinery. Η πρώτη ακρόαση έφερε τη δεύτερη, αυτή την επόμενη και τελικά το Never Looked so Good παίζει σταθερά στα ηχεία μας εδώ και αρκετό καιρό. Το άλμπουμ (ή αν προτιμάτε μίνι άλμπουμ, μιας και διαρκεί μόλις 26 λεπτά) περιλαμβάνει 5 πολύ ωραίες συνθέσεις. Από αυτές τρεις είναι instrumental (Illenium System, Omega Minor, Soyuz) και δυο διαθέτουν φωνητικά (Never Looked so Good, Hawkers). Στις πρώτες ακούμε όμορφες μελωδίες, ανεβασμένους ρυθμούς, πλούσια synths και δυναμικά κιθαριστικά περάσματα. Το Omega Minor διαφοροποιείται αισθητά καθώς κινείται προς ανατολίτικους δρόμους και το prog στοιχείo υπερισχύει, παρουσιάζοντας μια διαφορετική διάσταση της μουσικής της μπάντας. Στα κομμάτια που προστίθενται στίχοι, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ενδιαφέροντα και μάλλον μόνο τυχαίο δεν είναι πως το πιο αγαπημένο μας από το σύνολο είναι το Hawkers με τα θαυμάσια φωνητικά της Αδαμαντίνης Αρβανίτη (τραγουδίστρια των Birthmark), το οποίο κλείνει με υπέροχο τρόπο το δίσκο. Ακούγοντας το συγκριτικά με το προ τετραετίας The Lake Tahoe Incident, διαπιστώνουμε πόσο έχει προοδεύσει το σχήμα και πόσο πιο κατασταλαγμένο και εστιασμένο είναι σε αυτό που θέλει να κάνει. Αξίζει σίγουρα να διαθέσετε λίγο χρόνο -είπαμε άλλωστε πως είναι πολύ σύντομο- για να το ακούσετε, έστω και ως συνοδευτική υπόκρουση σε κάποια παράλληλη ενασχόληση.
Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος